Από τις αναφορές του Σταύρου Κελαϊδή στον τοπικό τύπο, στάθηκα στην νεκρολογία ενός ακόμα ήρωα που τίμησε και την ιεροσύνη του και την Αμαριώτικη καταγωγή του.
Ήταν ο Ιλαρίων Ρολόγης με μεγάλη πατριωτική δράση στην περιοχή της Μητροπόλεως Σερβίων και Κοζάνης, πρωτοπόρος Μακεδονομάχος και σύνδεσμος της επιτροπής αγώνα Κοζάνης μετά της επιτροπής της ελεύθερης Ελλάδος.Γεννήθηκε στο Νευς Αμάρι το 1861. Έγινε μοναχός στο Άγιον Όρος και φοίτησε στην Αθωνιάδα Σχολή.
Οι σπουδές του έγιναν με προτροπή του εφησυχάζοντος στον Άθω Πατριάρχου Ιωακείμ, που είχε ξεχωρίσει τις αρετές του νεαρού Ιλαρίωνα και θέλησε να τον βοηθήσει ανοίγοντάς του διάπλατα τις Πύλες της γνώσης.
Τρία χρόνια αργότερα του ανέθεσαν την επιστασία ενός μετοχίου στη Βόρειο Μακεδονία.
Από το 1898 έγινε ηγούμενος της Μονής Ζιδανίου στα Σέρβια Κοζάνης. Ο Ιλαρίων βρήκε ένα ερείπιο στο χώρο που κάποτε ήταν μοναστήρι. Το 1854 σε μια επιδρομή των Τούρκων είχε καταστραφεί ολοσχερώς, σε αντίποινα για τη συμμετοχή των μοναχών και των Ζιδανιωτών στο επαναστατικό κίνημα του Θεόδωρου Ζιάκα. Η εικόνα της Παναγίας η κτητορική επιγραφή και άλλα κειμήλια που διασώθηκαν, μεταφέρθηκαν και τοποθετήθηκαν στο ναό της Αγίας Τριάδος – κάπου κοντά στη σημερινή θέση της μονής – που είχε μείνει έξω από την καταστροφική μανία των Τούρκων, στο χωριό Ζιδάνι.
Ο Ιλαρίων χωρίς να υπολογίσει προσωπικό μόχθο πάσχισε με αυταπάρνηση και κατάφερε να δώσει στο μοναστήρι την παλιά του ακμή μέσα σε δυο μόλις χρόνια από την ανάληψη των καθηκόντων του. Επί ηγουμενίας του, το μοναστήρι γνωρίζει μέρες δόξης με χιλιάδες στρέμματα καλλιεργήσιμες εκτάσεις και επίσης χιλιάδες γιδοπρόβατα.
Κι αυτό το μοναστήρι ο Αμαριώτης ηγούμενος το έκανε άντρο και άσυλο των Μακεδονομάχων.
Η δράση του κατά των Βουλγάρων δεν άργησε να γίνει γνωστή στις Τουρκικές Αρχές.Αμέσως τον συνέλαβαν και σιδεροδέσμιο τον οδήγησαν στις φυλακές των Σερβίων.
Η μοίρα του είχε κριθεί και τον περίμενε μαρτυρικός θάνατος, αν δεν γινόταν παρέμβαση από μπέηδες της Κρήτης. Επιστρέφοντας στο μοναστήρι του αντί να καμφθεί το ηθικό του από την περιπέτειά του, έγινε ακόμα πιο μαχητικός αν και ήταν υπό στενή επιτήρηση. Ο ίδιος βοήθησε αποτελεσματικά τον ελληνικό στρατό στη προέλασή του το 1912, παίρνοντας και ο ίδιος το τουφέκι. Διετέλεσε από τους στενούς συνεργάτες του Συνταγματάρχη Γεννάδιου, όταν αυτός ως διοικητής του Ανεξαρτήτρου Αποσπάσματος Ευζώνων κινήθηκε από Λαζαράδες προς τη Μονή Ζιδανίου, όπου παρέμεινε επί διήμερο (11 και 12 Οκτωβρίου), αναμένοντας διαταγές. Το βράδυ της 12ης Οκτωβρίου έλαβε από τα Σέρβια τη διαταγή του διαδόχου Κωνσταντίνου για κατάληψη της πόλης των Γρεβενών.
Ο Σπύρος Μελάς (1882-1966) που πήρε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους (Μάχη Λαζαράδων, Μάχη στα Στενά Πόρτες Προσηλίου κλπ.) μιλά με θαυμασμό για τον Ιλαρίωνα Ρολόγη. Κι έχει μεγάλη αξία η άποψή του, επειδή έζησε από κοντά τον φλογερό ρασοφόρο αγωνιστή.
Αξίζει να παραθέσουμε ένα απόσπασμα από τις βιωματικές αυτές αναμνήσεις σε αγώνες που συμμετείχε με τον Ιλαρίωνα Ρολόγη.
Ένας μορφωμένος κληρικός
Γράφει μεταξύ άλλων ο Σπύρος Μελάς στο βιβλίο του «Οι πόλεμοι 1912-1913»:
«Βράδυ της 9ης και στις 10 Οκτωβρίου 1912 (μάχες Λαζαράδων και Στενών Πόρτες).
Ξαφνιάστηκα σαν είδα τους ευζώνους να φορούν άσπρα μαντήλια πάνω από τα φέσια τους. Μας διηγήθηκαν με πίκρα κι απογοήτευση, ότι στη μάχη της περασμένης μέρας, μπροστά στους Λαζαράδες, που η Πέμπτη Μεραρχία είχε αποδεκατίσει την τούρκικη δύναμη που υπεράσπιζε το χωριό, το πυροβολικό μας τους είχε περάσει για Τούρκους, καθώς είχανε προχωρήσει πολύ, τους είχε στείλει βροχή οβίδες κι είχε σκοτώσει – λέγανε – τριάντα πέντε. Η εμπιστοσύνη τους είχε κλονιστεί κι η δυσάρεστη εντύπωση κυριαρχούσε σ’ όλους τους άντρες της Μεραρχίας.
Ο αξιωματικός μας πήγε να παρουσιαστεί στο Μέραρχο, συνταγματάρχη Ματθαιόπουλο, στην εκκλησία του χωριού, που είχε το στρατηγείο του. Ο Δημήτρης, εμάς τους άλλους μας πήγε σε φιλικό του σπίτι. Οι άνθρωποι μόλις είχανε γυρίσει στο χωριό από την περασμένη μέρα, βρήκαν τα σπίτια τους άγρια λεηλατημένα. Τα γεννήματα και τα κρασιά χυμένα στους δρόμους, τ’ αγγεία σπασμένα, τ’ άχερα καμένα, τα γουρούνια σκοτωμένα. Άντρες, γυναίκες, αγόρια, κορίτσια πηγαινοέρχονταν βιαστικά και σαστισμένα σαν μερμήγκια που τους είχανε χαλάσει τη φωλιά. Προσπαθούσαν όσο μπορούσαν να περιορίσουν τις ζημιές, να βάλουν σε μια τάξη τα πράματα τους, να μαζέψουν το χυμένο καλαμπόκι τους, που αντιπροσώπευε τους μόχθους και τους ιδρώτες ολάκερης χρονιάς, τέλος να βρουν κάτι να μαγειρέψουν, γιατί στο βουνό είχανε περάσει εικοσιτέσσερις ώρες…
Είχαμε περάσει το χωριό Τρανόβαλτο και τραβούσαμε κατά το Μικρόβαλτο, που μας πήρε η νύχτα:
-Φρονώ, είπε ο αξιωματικός, ότι καλό είναι να διακόψουμε την πορεία και να περάσουμε τη νύχτα στο πιο κοντινό και πιο ψηλό σημείο της περιοχής. Στο «Σντάνι (σ.σ. Ζιδάνι) της Παναγιάς», όπως το λένε εδώ – το είδα το απόγευμα στο χάρτη – μικρό μοναστήρι εδώ αριστερά μας και αύριο να τραβήξουμε για τα Σέρβια…
Κάμαμε αριστερά με την πεποίθηση ότι, θεομόναχοι κει πάνω στην κορφή του βουνού, θα περνούσαμε άσχημη νύχτα. Όταν όμως φτάσαμε μπροστά στο μικρό μοναστήρι, βρήκαμε την ευζωνική Ταξιαρχία Γεννάδη και μια ίλη ιππικού με τον ίλαρχο Βάσσο. Γεμάτοι από το γλυκό αίσθημα της ασφάλειας που γεννά σε κείνους που δρουν μεμονωμένα η ξαφνική παρουσία «φίλιου στρατεύματος», τραβήξαμε στη μεγάλη αυλόπορτα του μοναστηριού όπου μας υποδέχτηκε ο Ιλαρίων Ρολόγης, ηγούμενος κοσμογυρισμένος, διαβασμένος και φλύαρος σαν τριάντα μπαρμπέρηδες. Και παραχώρησε μέρος και κριθάρι για τα ζώα μας κι όμορφο κελί για να μείνουμε. Πρόσταξε να ψήσουν αρνί και να πιάσουν από το πιο καλό κρασί κάμποσες κανάτες.
Στο μεταξύ έβαλα στην πλάτη του ντορή μου ένα υπόσαγμα, επειδή το κρύο εκεί ψηλά προμάντευα πως θα είναι διαολεμένο τη νύχτα. Ο Ιλαρίων, όταν καθίσαμε να φάμε, μας ανάλυσε με κάθε λεπτομέρεια τη στρατηγική σημασία της νίκης στα στενά της Πόρτας και μας βεβαίωσε, ότι ο Τούρκος δε θα μπορούσε πια να σταθεί να πολεμήσει παρά μονάχα στο Σόροβιτς, αν σκοπεύαμε να τραβήξουμε για το Μοναστήρι. Μίλαγε με τόση ξαστεριά, τόση πεποίθηση, τόση γνώση των πραγμάτων και προπάντων με τόση ακρίβεια στη χρήση των στρατιωτικών όρων, ώστε πήγαινε να πιστέψει κανένας ότι μπροστά τους είχε κάποιο παραστρατημένο τάλαντο, μια στρατιωτική ιδιοφυία, φυλακισμένη μέσα στο ράσο. Αλλά το μυστήριο έλυσε το παλιό όσο και πρόσφατο ιστορικό της ζωής του ηγουμένου, που δημιουργός του μοναστηριού και Κρητικός στην καταγωγή, είχε ανακατωθεί στον Μακεδονικό Αγώνα με τέτοια δράση, ώστε να καταλήξει επί Αβδούλ Χαμίτ στις φυλακές των Σερβίων, όπου θα σάπιζε αν δεν ερχόταν το νεοτουρκικό κίνημα να δώσει γενική αμνηστία.
Άμα κηρύχθηκε ο πόλεμος, είχε ακολουθήσει την ευζωνική ταξιαρχία Γεννάδη, που της χρησίμεψε για οδηγός πολύτιμος, γιατί ήξερε καλά τον τόπο και μίλαγε στην εντέλεια τα τούρκικα και τα βουλγάρικα. Ως το βράδυ εκείνο είχε λάβει μέρος ο Ιλαρίων στην μάχη της Δεσκάτης και των Λαζαράδων στο πλευρό των ευζώνων, που μαζί τους είχε φτάσει τώρα ως το μοναστήρι. Αλλ’ δεν έμειν΄εκεί. Και θα τον απαντήσουμε πάλι στη μάχη του Κόμανο, να συμμερίζεται τις τύχες της Πέμπτης Μεραρχίας.
Ωστόσο, καληνυχτίσαμε τον πολύξερο ηγούμενο και πέσαμε να κοιμηθούμε.
Είχαμε να βγάλουμε τα παπούτσια μας έντεκα μέρες…».
Δράματα στα Σέρβια
«Από μια δεντρόφυτη πλαγιά κατεβήκαμε στο δημόσιο δρόμο που πάει στα Σέρβια. Ο καιρός ήτανε θαυμάσιος. Ξερή ατμόσφαιρα, ούτ’ ένα συγνεφάκι στον ουρανό, ήλιος βασιλικός. Ύστερ’ από λίγα χιλιόμετρα δρόμο, τα πόδια του ντορή μου ζεστάθηκαν, κούτσαινε λιγότερο. Σ’ ένα δροσάτο ποταμάκι, πριν από τους Καλδάδες, ποτίσαμε, τ’ άλογα μας, γεμίσαμε τα παγούρια μας κι αφού ξεκουραστήκαμε λίγα λεπτά, συνεχίσαμε την πορεία μας. Λίγο πριν φτάσουμε στα στενά της Πόρτας, είδαμε κάτω στο έδαφος τον ήσκιο από μεγάλο σύγνεφο πούφευγε πολύ γοργά, ενώ δε φυσούσε διόλου αέρας. Από την πλάνη βγήκαμε, όταν υψώνοντας τη ματιά στον ουρανό, αντικρίσαμε απέραντο κοπάδι κοράκων. Πέταξαν κάμποσο δεξιά μας κι έπειτα βούτηξαν με μιας κι εξαφανίστηκαν στο βάθος μεγάλης χαράδρας, όπου τα πυροβόλα τους είχαν ετοιμάσει πλούσιο γεύμα.
Στο δημόσιο δρόμο Ελασσόνας-Σερβίων, όπου μπήκαμε σε λιγάκι, η κίνηση ήτανε μεγάλη. Όλα τα μεταγωγικά της Στρατιάς και των εφοδιοπομπών, κλινάμαξες, τροφάμαξες, σκευοφόρες, κιβωτάμαξες, κάρα, σούστες, αραμπάδες, αυτοκίνητα, τέλος κάθε είδους οχήματα, πήγαιναν κι έρχονταν και διασταυρώνονταν ολοένα, φορτωμένα νομή για τα ζώα, τρόφιμα, πυρομαχικά. Οι οδηγοί τους με τη χαρά της νίκης στη μορφή, σφύριζαν ή τραγουδούσαν εύθυμους σκοπούς, χωρίς να δίνουν καμιά προσοχή στα πτώματα, δεξιά κι αριστερά του δρόμου, που οι αγγαρείες δεν είχανε προλάβει να θάψουν ακόμα.
Αφήσαμε πίσω μας την Τρίτη Μεραρχία καταυλισμένη δεξιά των Καλδάδων και το μεγάλο καταυλισμό της Στρατιάς, που απλωνότανε σ’ έκταση πέντε και πλέον χιλιομέτρων κι από τα δύο μέρη του δρόμου, ολάκερο λαό, ντυμένον χακί, θάλασσα ντουφεκιών, αλόγων, πυροβόλων, μυρμήκια που ανάδινε ξασώπαστη βουή και κλαγγή… Και τέλος μπήκαμε στα Σέρβια. Η πολιτεία είναι χτισμένη στα ριζοβούνια τ’ απότομα και βραχώδη του Τιταρίου, τα σπιτάκια της τριγυρισμένα με πρασινάδες σαν να κρέμονταν αμφιθεατρικά και το λυγερό ανάστημα των μιναρέδων γραφότανε κάτασπρο στο γαλάζιο της μέρας. Σύγνεφα καπνού ανέβαιναν αργά εδώ κι εκεί στον αιθέρα. Ήτανε τα τούρκικα σπίτια που καίγονταν.
Όταν ο Μάνος έφτασε στην μικρή πλατεία της πολιτείας, έπεσε πάνω σε εχθρικά μεταγωγικά και φορητά χειρουργεία και οι οδηγοί κι οι συνοδοί τους πιάσανε τις γωνίες των σπιτιών κι άνοιξαν πυρ. Γίναν εκεί κάμποσες μικροσυμπλοκές, που όσοι γλύτωσαν από το μπιστόλι του Μάνου πέφτανε στα χέρια των αντρών ενός λόχου πεζικού του όγδοου συντάγματος που είχε φράξει την έξοδο της πολιτείας. Απάνω από εφτακόσιοι πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Κι ανάμεσα σ’ αυτούς δεκαεννιά αξιωματικοί κι ένας συνταγματάρχης.
Μόλις άρχισαν ν’ ανοίγουν τα παράθυρα των ελληνικών σπιτιών, για να προλάβουν χαρούμενες μορφές και να χαιρετήσουν τους νικητές, κάποιοι άνθρωποι με φουσκωμένα στήθη από την πιο δικαιολογημένη οργή, γλίστρησαν, μελετώντας άγρια εκδίκηση, κατά την τουρκική συνοικία και παράδωκαν στις φλόγες ορισμένα σπίτια. Ήταν οι συγγενείς και φίλοι αθώων θυμάτων των χωρικών που οι Τούρκοι πήραν από τους Μεταξάδες και που τους έσφαξαν τη νύχτα, μαζί με δύο τρεις άλλους Έλληνες από τα Σέρβια, στις φυλακές. Ενώ ήτανε κλεισμένοι εκεί και πρόσμεναν μ’ αγωνία την έκβαση της μάχης, που δεν είχαν γι αυτή καμιά είδηση, άκουσαν ξαφνικά φωνές στο δρόμο. Η καρδιά τους φλετούρισε σαν κυνηγημένο πουλί: Τι να τρέχει; Ποιοι να νίκησαν; Από τα σιδερόφρακτα παράθυρα είδαν κάτου ένα μπουλούκι Μουσουλμάνους ντόπιους, από τα Σέρβια, στρατιώτες και χωροφύλακες. Στ’ αγριεμένα πρόσωπα τους, στις βίαιες χειρονομίες, στις κραυγές τους, μάντεψαν τη νίκη των Ελλήνων. Κι ήταν αδύνατο να κρύψουν τη χαρά τους μ’ όλη την αβεβαιότητα της δικής τους τύχης. Η πόρτα της φυλακής άνοιξε κι όλο το μανιασμένο πλήθος όρμισε στο προαύλιο. Οι χωροφύλακες είπανε με προσποιητήν ηρεμίαν στους φυλακισμένους:
– Ο στρατός μας νικήθηκε. Εμείς αφήνουμε την πολιτεία. Είσαστε όλοι λεύτεροι. Εμπρός, ας βγουν πρώτα οι Οθωμανοί κατάδικοι κι ύστερα οι Έλληνες.
Οι Οθωμανοί φυλακισμένοι όρμισαν μ’ αλαλαγμούς έξω, χύθηκαν στην πολιτεία, άρπαξαν ότι μπόρεσαν και τράβηξαν τρέχοντας ν’ ανταμώσουν τον τουρκικό που φεύγε. Ήρθε αμέσως η σειρά των Ελλήνων, που μη πιστεύοντας σε τόση καλοσύνη, βάδιζαν δισταχτικά προς το προαύλιο, σα να θελαν ν’ αργοπορήσουν όσο μπορούσαν τη στιγμή που θα λύνονταν επιτέλους το φοβερό δίλημμα: Ή νεκροί ή λεύτεροι! Κι οι δήμιοι τους που μάντευαν την αγωνία τους αυτή και την απολάμβαναν, άφηναν τα θύματα τους να πιστεύουν στη σωτηρία και να προχωρούν προς την πόρτα, όπου αιφνιδιαστικά έπεσαν απάνω τους με άγριες φωνές. Άλλους ντουφέκισαν, άλλους μαχαίρωσαν, άλλους κομμάτιασαν. Στο κοιμητήρι τα κουφάρια τους μεταφέρθηκαν ακρωτηριασμένα με τ’ άντερα και τα σπλάχνα έξω, ενώ ξοπίσω τους η πένθιμη συνοδεία των μανάδων, των γυναικών, των αδελφών που ’φτασαν από τους Μεταξάδες, ακολουθούσε με θρήνους και σπαραγμούς.
Αυτών των ανθρώπων το θάνατο πήγαιναν να εκδικήσουν οι συγγενείς και φίλοι, παραδίδοντας στις φλόγες τα σπίτια των ενόχων. Αλλά και κάποιο άλλοι, άσχετοι με την τραγωδία των φυλακισμένων, πλιατσικολόγοι, που ’φτασαν σχεδόν μαζί με το ιππικό, επωφελήθηκαν από την ευκαιρία να εκδικήσουν κι αυτοί τους μακαρίτες αρπάζοντας και πλιατσικολογώντας…
Ο στρατός κουράστηκε για να επιβάλει μια τάξη. Συστηματοποίησε τη λαφυραγωγία, τη νομιμοποίησε, τη μετάθεσε, μ’ άλλα λόγια, από την ιδιωτική στη δημόσια περιουσία όπου και την περιόρισε: Πήραν την αποθήκη του μονοπωλίου του καπνού και το περιεχόμενο το μοίρασαν πολύ επίκαιρα στους άντρες που είχανε μείνει χωρίς τσιγάρο. Πήραν ακόμα και την αποθήκη της γαλέτας, των όπλων και των πυρομαχικών. Αυτά όμως γίνανε το μεσημέρι της άλλης μέρας –έντεκα του Οκτώβρη 1912– όταν είχε φτάσει στην πολιτεία ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, που, όπως διαδόθηκε αμέσως, είχε προστάξει να κρεμάνε όποιον πιάνανε να κάνει πλιάτσικο. Από τη Δελήνιστα που τον αφήσαμε, είχε προχωρήσει ο Αρχιστράτηγος με το επιτελείο του τη νύχτα της δεκάτης του Οκτώβρη προς τα στενά του Σαρανταπόρου κι έμεινε στου Ριζά μπέη, άθλιο χάνι, όπου δείπνησε σα στρατιώτης με κουραμάνα, που του προμηθέψε ο διερμηνέας του προξενείου Ελασσόνας Ζάγκλαρης και κοιμήθηκε πάνω σ’ ένα φορείο, ενώ αγρυπνούσε αναγκαστικός φρουρός του ο ταγματάρχης Καράκαλος, καθισμένος σ’ ένα παλιοτενεκέ πετρελαίου. Μπαίνοντας στα Σέρβια, μπόρεσε να ξεκουραστεί καλά στο τούρκικο διοικητήριο με τα’ απλόχωρα διαμερίσματα όπου εγκαταστάθηκε το Γενικό Στρατηγείο.
Με την είσοδο του Αρχιστράτηγου στα Σέρβια έκλεινε το πρώτο επεισόδιο του πολέμου: η μάχη του Σαραντάπορου. Τα περίφημα Στενά ήτανε στην περιοχή μας, η φθορά του εχθρού σοβαρή και τα λάφυρα, όπως είδαμε όχι ασήμαντα…».
Το τέλος του Ιλαρίωνα
Ο Ιλαρίωνας όμως κάποια στιγμή κατάλαβε πως δεν τον βοηθούν οι δυνάμεις του. Η υγεία του είχε κλονιστεί ανεπανόρθωτα. Παραιτήθηκε το 1914 και επέστρεψε στο Ρέθυμνο. Είχε στο μεταξύ λάβει τα εύσημα σε αναγνώριση των αγώνων του. Του είχε απονεμηθεί ο σταυρός του Σωτήρος και το Ηγουμενοσυμβούλιο Ζιδανίου, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης μετονόμασε τη Μονή Στέφου του πρώτου ιδρυτή και Ιλαρίωνος.
Εδώ στο Ρέθυμνο ο ηρωικός ηγούμενος πέθανε ένα χρόνο αργότερα.
Ο Σταύρος Κελαϊδής είχε κάνει αξιόλογη έρευνα για να βρει περισσότερα στοιχεία για τον Ρολόγη. Δυστυχώς όμως δεν βρήκε αρκετά λόγω πυρπόλησης του μοναστηριού και από τους ναζί, αφού δεν σταμάτησε να είναι πάντα και ένα μετερίζι αγώνα.
Πηγές:
Σταύρου Κελαϊδή Ιλαρίων Ρολόγης (εφημερίδα ΒΗΜΑ 15 Νοεμβρίου 1958).
Νικολάου Δελιαλή διευθυντού του Ιστορικού Αρχείου Κοζάνης: Ιλαρίων Ρολόγης Ο Κρής.
Εγκυκλοπαίδεια «Πυρσός» τόμος ΙΒ σελ. 952-953.
Σπύρου Μελά: «Οι πόλεμοι του 1912».
Γιώργη Εκκεκάκη: Ρεθεμνιώτες.