Ήταν πρόσωπα προβληματικά από τη φύση τους οι εθνικά ανάξιοι αλλά πανάξιοι απόγονοι του Ιούδα.
Γιατί τον ξεπερνούσαν σε διάρκεια δράσης και σε σταυρούς μαρτυρίου. Κανένας τους μάλιστα δεν αρκέστηκε σε μερικά «αργύρια». Κεφάλι και λύρες το τίμημα.
Κάποιοι άλλοι πάλι είχαν αναγάγει σε επάγγελμα την διαμεσολάβηση για απελευθέρωση κρατουμένων ενίοτε και μελλοθανάτων – από το τίμημα σε λύρες εξαρτάτο το αποτέλεσμα.
Κι όμως ελάχιστοι από τους καταδικασθέντες μετά τον πόλεμο δις και τρις σε θάνατο πλήρωσαν το τίμημα της αισχρής προδοσίας τους.
Η πρώτη δίκη δοσίλογου ξεκίνησε στην πόλη μας μέσα Δεκέμβρη του 44. Στο εδώλιο ο διαβόητος για τις προδοσίες του «Στραβός».
Το Ειδικό Δικαστήριο αποτελούσαν οι Γιάννης Γιαννουράκος, πρόεδρος, Γιάννης Σακκάς και Μανόλης Μαστρογαμβράκης, τακτικά μέλη και οι Αριστείδης Κορωνάκης και Ιωάννης Σαρρής λαϊκοί δικαστές Ειδικός Επίτροπος παρέστη ο εισαγγελέας Πουλάκος και Γραμματέας της έδρας ήταν ο Αντώνιος Δασκαλάκης, Συνήγοροι πολιτικής αγωγής παρέστησαν οι Μανόλης Τσιριμονάκης, Μιχαήλ Παπαδάκις, Νικ. Ανδρουλιδάκης και Μίνως Καλαϊτζάκης και υπεράσπισης ο Πέτρος Μανουσάκης.
Μάρτυρες στη δίκη κατέθεσαν η διερμηνέας της Γκεστάπο Νίνα Κουκλινού, ο νομομηχανικός Χανίων Γιάννης Γενεράλης, ο Απόστολος Μαρνιέρος, ο Κων. Παλιεράκης, ο Νικ. Φυντίκης, η Μαγδαλινή Ταταράκη, ο χωροφύλακας Γεώργιος Αγγελάκης, ο Γεώργιος Βρανάς και η Αγγελική Κοκονά, χήρα του εκτελεσθέντος Νικήστρατου Κοκονά.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο μερικές από τις κατηγορίες που του απήγγειλε ο εισαγγελέας:
«Κατά το διάστημα της Κατοχής παρέσχε συστηματικώς πληροφορίες εις την Αστυνομίαν του εχθρού, περί κινήσεων ατόμων και οργανώσεων λαμβάνων διαφόρους χρηματικάς αμοιβάς, πρόβατα και τρόφιμα…
Το σοβαρότερο όμως όλων ήταν ότι κατέδωσε εγγράφως τους κατοίκους των χωριών Γερακάρι, Γουργουθων, Καρδάκι, Βρυσών, Σμιλέ, Δρυγιών, Άνω Μέρους και Κρύας Βρύσης, οίτινες συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν, τα δε χωρία των κατεστράφησαν εκ θεμελίων. Κατέδωσε ότι τα χωριά αυτά εβοήθησαν εις την σύλληψη και διαπόμπευση του Γερμανού στρατηγού Κράιπε…
Αν και έγινε η δίκη του και καταδικάστηκε δις εις θάνατον δυστυχώς όπως και άλλοι δοσίλογοι, δεν εκτελέστηκε.
Τα παρακάτω αποσπάσματα είναι από την εφημερίδα «Κρητική Επιθεώρηση» που δημοσίευσε μέρος των πρακτικών με επιμέλεια του δημοσιογράφου Παύλου Κεδραίου.
Στην κατάθεσή της η μάρτυς Μαγδαληνή Ταταράκη βεβαίωσε ενόρκως ότι ο κατηγορούμενος ήταν πράκτωρ του εχθρού και τον αποκάλεσε προδότη, αρχιδολοφόνο και δήμιου του Γερακαρίου.
Βεβαίωσε μάλιστα ότι τρεις μέρες μετά την τραγωδία ο «Στραβός» εμφανίστηκε με Γερμανική στολή επιβαίνοντας αυτοκινήτου.
Από την ακροαματική διαδικασία προέκυψε ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος δεν προέβη στις αισχρές προδοσίες του μια φορά. Απ’ ότι φαίνεται το είχε κάνει επάγγελμα έναντι αδράς αμοιβής. Και οι χωριανοί τον είχαν πάρει χαμπάρι και θέλησαν να πάρουν τον νόμο στα χέρια τους. Αλλά μπήκαν στη μέση ο Γεώργιος Τουρνάκης και ο Νικήστρατος Κοκκονάς που δεν ήθελαν για κανένα τρόπο να πάρει το χωριό πάνω του το κρίμα ενός προδότη. Παρά τις διαβεβαιώσεις του όμως ο «Στραβός» συνέχισε το βιολί του κι όλο αύξαινε το κοπάδι του γιατί η αμοιβή του εκτός από λίρες ήταν και πρόβατα.
Ακόμα μια φορά τον πλησίασαν οι «Νέστορες» του χωριού προσπαθώντας να τον σταματήσουν. Εκείνος αρνήθηκε ότι είχε σχέσεις με Γερμανούς. Το μόνο που παραδέχτηκε ήταν μόνο ότι συνεργαζόταν με τον νομάρχη Στυλιανό Μαρκιανό.
Ο μάρτυς κατηγορίας Γεώργιος Βρανάς κατέθεσε ένα ακόμα συγκλονιστικό στοιχείο που αποδείκνυε την αντεθνική συμπεριφορά του κατηγορουμένου.
Όπως είπε χαρακτηριστικά «Πάντοτε ήρχετο ο Κατηγορούμενος εις το Ρέθυμνον και είχεν τόσα πράγματα πολυτελείας εις το σπίτι του ώστε ούτε ο πλέον πλούσιος Ρεθύμνιος δεν μπορούσε να έχει».
Η Μάρτυς Αγγελική Κοκονά χήρα του τυφεκισθέντος Νικηστράτου Κοκονά τόνισε στην κατάθεσή της ότι «Αν και πτωχός άνθρωπος ο κατηγορούμενος κατά το διάστημα της κατοχής είχεν πολλά τρόφιμα. Όταν κατεστράφη το Γερακάρι, τον είδαν ελεύθερον επί Γερμανικού αυτοκινήτου να μεταφέρη υπάρχοντα συγχωριανών του εις Ρέθυμνον. Τον είδε μάλιστα μέσα στο χωριό να επιδεικνύει ένα χαρτί στους Γερμανούς και να μένη πάντοτε ελεύθερος».
Τη δράση του κατηγορουμένου είχε επισημάνει η Νίνα Κουκλινού και είχε ενημερώσει σχετικά τον διερμηνέα Ελευθέριο Δελήμπαση για να τον προσέχει.
Τι είπε ο κατηγορούμενος στην απολογία του;
Ζήτησε πρώτα να παραπεμφθεί για δίκη στο Διεθνές δικαστήριο δοσίλογων. Κι επειδή κατάλαβε ότι δεν πείθει κανένα άρχισε το δικό του παραμύθι προσπαθώντας να ελαφρύνει τη θέση του.
Μίλησε για ενορχηστρωμένη επίθεση εναντίον του και ονόμασε μάλιστα «ορκισμένους εχθρούς του» όπως η Κουκλινού και ο νομομηχανικός Χανίων Ιωάννης Γενεράλης.
Ούτε λίγο ούτε πολύ ο «Στραβός» στην απολογία του έγινε μέχρι χυδαίος σπιλώνοντας υπολείψεις μαρτύρων στην προσπάθειά του να αναστρέψει τις καταθέσεις σε βάρος του.
Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν δις εις θάνατον, δήμευση της περιουσίας του κατά το ¼, ψυχική οδύνη 30.000 δραχ. σε κάθε ενάγοντα και 15.000 δρχ. για κάθε μάρτυρα.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Κεδρινού, ο κατηγορούμενος δέχτηκε με μεγάλη ψυχραιμία την απόφαση. Το γιατί αποδεικνύουν οι μετέπειτα εξελίξεις που θα μας απασχολήσουν σε άλλο δημοσίευμα.
Ένας ακόμα Ιούδας
Φόβος και τρόμος του Κατωμεριού, σύμφωνα με το δάσκαλο και συγγραφέα Νίκο Περακάκη ήταν ο Αλεξομανώλης. Έτσι αποκαλούσαν τον Εμμανουήλ Αλεξάκη από το Ξηρό Χωριό. Πίσω από κάθε σελίδα συμφοράς θα τον δεις να προβάλλει. Ήταν πανίσχυρος και αν θυμηθούμε τις μαρτυρίες Σακτουριανών από την πόρτα του πέρασε αρκετός κόσμος να διαπραγματευθεί την ελευθερία των ανθρώπων του, που είχαν κλειστεί στις φυλακές της Φορτέτζας μετά την καταστροφή του χωριού. Ο Αλεξομανώλης είχε τον τρόπο και άδειαζε φυλακές, αλλά με το αζημίωτο. Ενώ άλλοι όμοιοί του τηρούσαν τα προσχήματα, ο Αλεξομανώλης είχε ανοιχτά ταχθεί με το μέρος του εχθρού. Εμφανιζόταν με γερμανική στολή και μπαινόβγαινε στις γερμανικές υπηρεσίες, έχοντας δίκτυο συνεργατών σε όλο το νομό. Δοσίλογος με τη βούλα κοντολογίς.
Ο Μάρκος Πολιουδάκης αναφέρει στο βιβλίο του «Εθνική Αντίσταση» ότι τον θυμάται να διασχίζει επιδεικτικά τη λεωφόρο της πόλης του Ρεθύμνου με το όπλο στον ώμο, σπάνια εμφάνιση για την εποχή εκείνη. Συμμετείχε ακόμα και σε μπλόκα. Συγκεκριμένα στην εξόρμηση των Γερμανών στο Μοναστήρι του Αρκαδίου, όπου συνελήφθη ο Διονύσιος Ψαρουδάκης, ένας μοναχός αναγνώρισε τον Αλεξομανώλη και πλησιάζοντάς τον του λέει: «και ‘συ είσαι εδώ;» για να τον αποπέμψει ο προδότης με ένα ηχηρότατο «Ράους».
Μετά από τόσες εγκληματικές πράξεις που διέπραξε ήταν φυσικό οι αντιστασιακές οργανώσεις να σκεφτούν τρόπους απαλλαγής από αυτόν. Κι ένας μόνο τρόπος υπήρχε. Να θανατωθεί.
Έτσι οι οργανώσεις ΕΑΜ και ΕΛΑΣ ανέθεσαν τη δύσκολη, αλλά και τόσο επικίνδυνη αποστολή σ’ ένα διαλεκτό παλικάρι από τη Λούτρα τον Αναστάση Βαβαδάκη. Σύμφωνα όμως με την πλέον έγκριτη ιστορική πηγή, τον γιατρό Γιώργη Αγγελιδάκη, ναι μεν οι οργανώσεις είχαν κατά νου την τιμωρία του δοσίλογου, αλλά ο Αναστάσης, γενναίος μέχρι αποκοτιάς και παρορμητικός τύπος, ξέροντας τι ετοιμάζουν οι ομάδες, πήρε πρωτοβουλία να δράσει μόνος του κι αυτό πιστοποιείται από το γεγονός ότι μόνος του επέλεξε τον βοηθό του.
Αυτό πάλι το αντικρούει ο Ηλίας Ν. Κοπανάκης, στο βιβλίο του «Μαρουλάς Ρεθύμνου», με τον ισχυρισμό ότι τα σενάρια περί ατομικής πρωτοβουλίας είναι παιδαριώδη και ανυπόστατα. Ο «Βαβάς» με τόση εμπειρία ποτέ δεν θα έβαζε σε κίνδυνο την αποτυχία μιας ενέργειας. Εξάλλου ο Αλεξομανώλης ήταν ανέκαθεν ένας από τους κύριους στόχους του πυρήνα των ανταρτών του Ρεθύμνου. Ο κ. Κοπανάκης επιχειρηματολογεί με βάση και άλλες αξιόπιστες πηγές. Συμβαίνει όμως να έχουμε ζώντα από τα στελέχη της εποχής και μάλιστα από τα πιο σημαντικά που ήξερε και πρόσωπα και πράγματα. Για τον λόγο αυτό και υπερτονίζουμε την μαρτυρία του γιατρού Γιώργη Αγγελιδάκη που ήξερε πολύ καλά τον Αναστάσιο Βαβαδάκη.
Να σημειώσουμε μόνο για την ιστορία ότι όπως αναφέρει ο κ. Κοπανάκης στο βιβλίο του επικαλούμενος διάφορες πηγές και μαρτυρίες, οι αντάρτες του ΕΛΑΣ αποφάσισαν την εξόντωση του Αλεξομανώλη στο άντρο τους στις Αραβάνες του Ψηλορείτη και το μήνυμα έδωσαν σε κάποιο παιδί, τότε, ονόματι Ζαχαράκη από τον Πρινέ Μυλοποτάμου, να το παραδώσει στον Αναστάση Βαβαδάκη.
Πρωταγωνιστής και στα γεγονότα της Μέσης
Ο Αναστάσης Βαβαδάκης αναφέρεται και στα γεγονότα της Μέσης, και συγκεκριμένα στο ματωμένο χρονικό της σπηλιάς «Κιουμπρά» που είχε σαν αποτέλεσμα τον ηρωικό θάνατο του καθηγητή Γιάννη Μαθιουδάκη, του Μανόλη Αεράκη, του Νίκου Τερζιδάκη και του Γιώργη Χατζηνικολάου που εκτελέστηκε αργότερα προσπαθώντας να διαφύγει. Ο Αναστάσης είχε καταφέρει να ξεφύγει επωφελούμενος από την παράδοση του Χατζηνικολάου. Ενώ εκείνος παραδίδετο ο Βαβαδάκης, πέταξε μια χειροβομβίδα, αν και τραυματίας και κατάφερε να ξεφύγει.
Τώρα η ιδέα ότι θα καθάριζε τον τόπο από ένα μίασμα όπως ο Αλεξομανώλης, του έδινε φτερά. Για την επιχείρηση αυτή διάλεξε βοηθό του τον πιο πιστό του φίλο και συναγωνιστή, τον Ηλία Ανωμεριανάκη, κάτοικο και πρόεδρο της κοινότητας Μαρουλά.
Σύμφωνα με τον κ. Ηλία Κοπανάκη ο Ανωμεριανός, φημισμένος για την παλικάριά του επίσης, είχε κάθε λόγο να θέλει την εξόντωση του προδότη που είχε διαδραματίσει ελεεινό ρόλο σε μια υπόθεση που έχει σχέση με τον θάνατο του αδελφού του Κυριάκου Ανωμεριανάκη.
Γαμπρός του Ηλία ήταν ο Νίκος Καλογεράκης της ιστορικής οικογένειας των Περιβολίων.
Ήταν άνθρωπος φιλήσυχος μα φλογερός πατριώτης και δέχτηκε μετά χαράς να βοηθήσει.
Όπως συνηθιζόταν στις περιπτώσεις αυτές ένα από τα παλικάρια της ομάδας αναλάμβανε τη στενή παρακολούθηση του προδότη.
Ενημέρωνε στη συνέχεια τον επικεφαλής της ομάδας για νεότερες εντολές.
Ο Αλεξομανώλης είχε κι αυτός ένα συγκεκριμένο δρομολόγιο. Συνήθως πρωινές ώρες ήταν στα γραφεία της Γκεστάπο στο Ρέθυμνο και κατά τις 3-4 το απόγευμα επέστρεφε στο χωριό του. Αλλά δυστυχώς για τους πατριώτες είχε καταφέρει να διαθέτει παντού «μάτια» και «αυτιά» κι έτσι γλίτωσε αρκετές φορές.
Στις 3 Μαΐου 1944 ο Αναστάσης Βαβαδάκης με τον Ηλία Ανωμεριανάκη πήγαν στη θέση Σκάφες, στην περιοχή Αλμπάνι Μετόχι δεξιότερα από τα Μισίρια, κοντά στον δημόσιο δρόμο, απ’ όπου συνήθως περνούσε ο προδότης και του ‘στησαν ενέδρα κρυμμένοι στον κούμο ενός ερειπωμένου σπιτιού. Από κοντά και ο Καλογεράκης στο χωράφι του, παρακολουθούσε την κίνηση. Αυτό αναφέρει και ο Εμμ. Τσιριμονάκης στο βιβλίο του για την Αντίσταση.
Στην ώρα του φάνηκε ο Αλεξομανώλης με προορισμό το Ξηρό Χωριό. Αλλά καθώς φάνηκε είχε λάβει τα μέτρα του. Στο ίδιο αυτοκίνητο επέβαιναν και Γερμανοί στρατιώτες. Όσο για τον Αλεξομανώλη συνέχιζε τον δρόμο του δήθεν αμέριμνος.
Το άγρυπνο μάτι του Νίκου Καλογεράκη εντόπισε τις κινήσεις, αντιλήφθηκε τους Γερμανούς που είχαν κρυφτεί και έσπευσε να ενημερώσει τους συντρόφους του. Θέλεις τώρα ότι δεν πρόλαβε, θέλεις η «κακή» ώρα να έβαλε στο νου του Αναστάση και του Ηλία πως θα ήταν τίποτα Γερμανοί από αυτούς που κινούνταν συνήθως στην περιοχή, η κακή αυτή εκτίμηση, είχε σαν αποτέλεσμα, να μη δώσουν σημασία κι έτσι έγινε το κακό.
Ενώ έβγαιναν από την κρυψώνα τους για να δράσουν, βρέθηκαν ξαφνικά και οι τρεις περικυκλωμένοι. Ο Ηλίας Ανωμεριανάκης εκτελέστηκε επί τόπου. Τους άλλους δύο δεμένους τους οδήγησαν στην Γκεστάπο όπου τους υπέβαλαν σε σκληρά βασανιστήρια σύμφωνα με τα αρχεία της Εθνικής Αντίστασης. Μάταιη η προσπάθειά τους να πάρουν λέξη από το στόμα των δύο παλικαριών. Κανένας δεν μίλησε. Έτσι «τσελεκωμένους» τους οδήγησαν προς τις φυλακές της Φορτέτζας.
Εκεί που βάδιζαν με απότομες κινήσεις τα «τσελεκωμένα» τους χέρια απώθησαν τους στρατιώτες, αιφνιδιάζοντάς τους και προσπάθησαν να ξεφύγουν.
Γρήγορα όμως συνήλθαν και άφησαν τα όπλα τους να γράψουν τον θλιβερό επίλογο. Τον Νίκο Καλογεράκη εκτέλεσε ο γερμανός αστυνομικός Έρμαν. Ο Αναστάσης Βαβαδάκης, ενώ πήρε την κατηφόρα κι όλα έδειχναν πως θα γλίτωνε, έπεσε η ζώνη του κι όπως μπερδεύτηκε στα πόδια του, τον καθυστέρησε έτσι ώστε να τον προφτάσει ο διώκτης του και να τον πυροβολήσει. Σαν θηρία έτρεξαν και οι άλλοι στη μεριά του και με απίστευτη θηριωδία τον αποτέλειωσαν πυροβολώντας στο κεφάλι του.
Λίγο αργότερα οι ναζί αγγάρεψαν κρατούμενους να θάψουν τα πτώματα, εκεί στο φρούριο.
Έπεσε στα «μαλακά»
Ο κ. Ηλίας Κοπανάκης στο βιβλίο του, περιγράφοντας τα γεγονότα, αναφέρει ότι το βράδυ, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, την ώρα που τους οδηγούσαν στις φυλακές, ο Βαβαδάκης έκανε την ύστατη προσπάθεια απόδρασης με τις γνωστές συνέπειες που προαναφέραμε από στοιχεία του Περακάκη.
Για τον Καλογεράκη αναφέρει ότι την επομένη εκτελέστηκε από τον Έρμαν, αφού είχε επιτραπεί στον Μιχάλη τον μεγαλύτερο γιο του Νίκου, να τον συναντήσει και ν’ ακούσει τις τελευταίες παραγγελιές του πατέρα του.
Μετά την απελευθέρωση με κατανυκτική τελετή μεταφέρθηκαν τα οστά του Ηλία και του Νίκου στο Ηρώο των Μισιρίων, πλάι στους άλλους εκτελεσθέντες συγχωριανούς τους, του δε Αναστάση σε δικό του τάφο στη Λούτρα.
Εύλογος ο προβληματισμός του κ. Ηλία Κοπανάκη ως προς την άμεση εκτέλεση του Ανωμεριανάκη. Και αναφέρει επίσης κάτι ενδιαφέρον ότι αμέσως μετά τον θάνατό του φόρτωσαν τη σορό σε ένα κάρο και την οδήγησαν στο χωριό.
Όσο για τον προδότη Αλεξομανώλη, όπως και οι όμοιοί του έπεσε στα… «μαλακά». Ο Μάρκος Πολιουδάκης αναφέρει ότι μετά από σύλληψη και δίκη χάθηκαν τα ίχνη του. Ο Νίκος Περακάκης γράφει ότι ο προδότης μετά από σύντομη φυλάκιση έμεινε ελεύθερος και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Εκεί στα Άνω Λιόσια έκτισε το σπίτι του, ζώντας τα υπόλοιπα χρόνια του με απόλυτη οικονομική άνεση. Πέθανε γύρω στα 1980 και ετάφη στο νεκροταφείο των Αγίων Θεοδώρων, σύμφωνα πάντα με τον αντιστασιακό συγγραφέα στο πολύτιμο βιβλίο του «Εθνικό Συναξάρι».
Θα θέλαμε πολλές σελίδες για να απαριθμήσουμε και άλλες περιπτώσεις που έχουμε όμως θίξει σε διάφορα σχετικά δημοσιεύματα. Περιοριστήκαμε σε δυο περιπτώσεις από τις λιγότερο γνωστές. Έτσι για να μην ξεχνάμε ενώ προχωράμε στο μέλλον.