Της ΕΥΑΣ ΛΑΔΙΑ
Από τις οικογένειες που όσο κι αν πιστεύεις πως έχεις εξαντλήσει την έρευνα όλο και κάποιο νέο στοιχείο ανακύπτει, είναι και οι Σαουνάτσοι.
«Σαγκουινάτσοι» ήτανε κι έγιναν Σαουνάτσοι μου είχε πει ο αείμνηστος Χριστόφορος Σταυρουλάκης όταν μου μιλούσε για τις ιστορικές οικογένειες του τόπου μας.
Πράγματι ήταν μια οικογένεια ευγενών που είχαν καταγωγή από την Αμνάτο.
Όλοι τους ξεχωριστοί, όλοι τους σημαντικοί και πολύτιμοι για τον τόπο. Για τους Σαουνάτσους είδα κάποτε ένα χαρακτηριστικό ποίημα του Γιώργη Καλομενόπουλου και ομολογώ ότι εντυπωσιάστηκα. Εκτός από τους Βαλαρήδες, φαίνεται πως ο βάρδος του Ρεθύμνου τιμούσε ιδιαίτερα και τους Σαουνάτσους:
Λούγκο, Ανδρέα, Πολύδωρε, Θεμιστοκλή κι ακόμα.
Γιώργη πονόψυχε γιατρέ του φτωχοφαμελίτη.
Ρεθεμναρχόντοι διαλεχτοί κι αν λιώνετε στο χώμα,
ζείτε ακόμα αξέχαστοι για κάθε παλιό σπίτι.
Και σεις στολίδια της γενιάς μ’ αισθήματα μεγάλα.
Μανώλη ανοιχτόκαρδε και Νίκο αριστοκράτη,
κοιτάζω μην περάσετε στα άτια σας καβάλα,
μα πάλι τι να καρτερώ που είστε και σεις φευγάτοι.
Περισσότερα για την οικογένεια μου πρόσθεσε η, επίσης σημαντική αλλά λησμονημένη, Αργίνη Φραγκούλη με αφορμή την καταγωγή των Σαουνάτσων από το χωριό της την ιστορική Αμνάτο, πατρίδα και της Δασκαλοχαρίκλειας.
Απ’ όλους, ομολογώ, κέντρισε το ενδιαφέρον μου ο Γιώργης, ο πονόψυχος γιατρός του φτωχοφαμελίτη, όπως αναφέρει ο Γιώργης Καλομενόπουλος. Κι ήθελα να τον γνωρίσουμε στους νεότερους, με αφορμή εξαιρετικά ακόμα δημοσιεύματα, πολύτιμες πηγές, που υπογράφουν οι Γιώργης Εκκεκάκης, Γιάννης Δαλέντζας, Λεωνίδας Καούνης, Σπύρος Λούπης κ.ά.
Για τους λαμπρούς αυτούς ιστοριοδίφες, συγγραφείς και αρθρογράφους, ο Γεώργιος Σαουνάτσος ήταν ο αγωνιστής πολιτικός, ο ανάργυρος φιλάνθρωπος, ο πατριώτης, ο επιστήμονας, ο άνθρωπος. Πρόσφερε μεγάλες υπηρεσίες στη Βουλή, στα σχολεία, στον Δήμο, στα Νοσοκομεία.
Η Αργίνη Φραγκούλη μας δίνει κι ένα αντίγραφο του «Μαυρογενείου Βραβείου Κρήτης» που του απονεμήθηκε το 1939.
Ένα χρηματικό βραβείο των 20.000 δραχμών, «δια τας συνεχείς πράξεις βοηθείας υπέρ των πλησίον του και των συμπολιτών του…».
Ο Γεώργιος Σαουνάτσος γεννήθηκε το 1863 και πέθανε στο Ρέθυμνο το 1947. Σε ιδιόγραφο σημείωμά του αναφέρει ότι γεννήθηκε στο Ρέθεμνος και ονομάστηκε Γεώργιος χάριν του θείου του Γεωργίου «του ολοκαυτωθέντος την 9ην Νοεμβρίου 1866 εν Αρκαδίω…».
Ο Σαουνάτσος, μετά το σχολαρχείο, μετεγράφη στο Γυμνάσιο Σύρου, από το οποίο και απεφοίτησε, για να εγγραφεί στη συνέχεια στην Ιατρική Σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών, που λειτουργούσε στο παλαιό κτήριο στην Πλάκα. Απεφοίτησε το 1886.
Αυτό που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι ο Γεώργιος Σαουνάτσος υπήρξε συμμαθητής στο Γυμνάσιο Σύρου του Ελευθερίου Βενιζέλου. Και όχι μόνο συμμαθητής, αλλά και φίλος. Η φιλία τους κράτησε μέχρι τον θάνατο.
Κάπου, σχετικά με την επανάσταση του Θερίσσου, βρήκα, μεταξύ άλλων, ότι στο Ρέθυμνο υπέρ των επαναστατών, από τους πρώτους, είχαν ταχθεί ο Γεώργιος Σαουνάτσος και ο Κωνσταντίνος Πετυχάκης.
Ένα χαριτωμένο περιστατικό
Για τη φιλία τους αυτή αναφέρεται ότι κατά την τελευταία πρωθυπουργία του Βενιζέλου (1928-1932), ο Εθνάρχης, περιοδεύοντας στην Κρήτη, στάθηκε και στο Ρέθυμνο φιλοξενούμενος, όπως πάντα στο σπίτι του Μάνου Τσάκωνα. Πόσα δεν έζησε εκείνο το αρχοντικό από τη φωτεινή παρουσία του Βενιζέλου;
Με το που έφθασε η πρώτη του επίσκεψη ήταν στο φαρμακείο του Σαουνάτσου «τον τεκέ του Βενιζελισμού» όπως το έλεγε.
Μπαίνοντας στο φαρμακείο έβγαλε το καπέλο του και απευθυνόμενος στο Σαουνάτσο του λέει:
«Διερχόμενος από το Ρέθυμνο, την Ακρόπολη του Βενιζελισμού, μου είναι αδύνατον να ξεχάσω τον καλύτερο συμμαθητή και φίλο Γιώργη Σαουνάτσο».
Ο γιατρός, αφού χαιρέτισε τον πρόεδρο, του είπε γελώντας:
«Η Ελλάς οφείλει πολλά εις εσέ, αλλά και εις εμένα…».
Γελαστός ο Βενιζέλος του πετάει ένα «Χαίρ όλα γιατί».
Τότε ο Σαουνάτσος του υπενθύμισε, ότι μαθητές, στη Σύρο, μια μέρα που κολυμπούσαν στη θάλασσα, ένα χταπόδι άρπαξε τον μικρό Βενιζέλο και τον έσφιγγε με τα πλοκάμια του. Στις φωνές του έτρεξε ο Σαουνάτσος και με το μαχαίρι του αποδέσμευσε τον φίλο του. Ο Βενιζέλος θυμήθηκε το περιστατικό, γέλασε με την καρδιά του, αγκάλιασε και φίλησε τον αγαπημένο του φίλο. Πόσα ακόμα δεν είχαν να θυμηθούν;
Το περιστατικό αναφέρει ο ιδρυτής του Μουσείου «Ελευθέριος Βενιζέλος» Αντώνιος Ζ. Μακατούνης σε επιστολή του στην εφημερίδα «Κρητική Επιθεώρηση» 21-30 /11/ 1980, σαν προσθήκη σε μια θαυμάσια βιογραφική παρουσίαση που είχε κάνει ο εκλεκτός λόγιος του Ρεθύμνου κ. Λεωνίδας Καούνης.
Επιστρέφοντας στο Ρέθυμνο, ο Γεώργιος Σαουνάτσος εργάστηκε ως γιατρός και φαρμακοποιός. Το φαρμακείο του ήταν στην οδό Αρκαδίου. Το «εργάστηκε» τώρα θεωρείται σχήμα λόγου, αφού ήταν γιατρός των φτωχών και ανήμπορων. Για μια εικοσαετία περίπου εργάστηκε άμισθος γιατρός στο Νοσοκομείο Ρεθύμνου.
Η αγάπη στο πρόσωπό του από τον απλό κόσμο τον έφερε τρεις φορές στη Βουλή να εκπροσωπήσει το Ρέθυμνο, δυο επί Κρητικής Πολιτείας και μια μετά την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
Μπορεί να ήταν γλυκύτατος, μειλίχιος, ευγενικός, αλλά αλίμονο αν κάποιος καταφερόταν εναντίον του φίλου του, Ελευθερίου Βενιζέλου. Η περηφάνια του δεν του επέτρεπε να δεχθεί καμιά πρόκληση. Είχε το θάρρος της γνώμης του και υπερασπιζόταν με πάθος τις ιδέες του. Ήταν ο λεβέντης, ο αξιοπρεπής, ο λαμπρός επιστήμονας.
Ο Γεώργιος Σαουνάτσος σφράγισε μια ολόκληρη εποχή με τις επιδόσεις του στον χώρο της επιστήμης και στην προσφορά του σε κάθε τομέα ανάπτυξης του τόπου του.
Πέθανε πάμπτωχος σε υλικά αγαθά, αλλά πάμπλουτος σε μνήμη αγαθή.
Προς τιμήν του δόθηκε το όνομά του στην οδό νότια από την οικία Τσουρλάκη προς Καστελλάκια.
Ήταν κι αυτός ένας ξεχωριστός Ρεθεμνιώτης που τον περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια σε αφιέρωμά του στον τοπικό τύπο ο κ. Λεωνίδας Καούνης. Ήταν κι αυτός από τους Ρεθεμνιώτες που έδωσαν το κύρος μιας πόλης των Γραμμάτων στο Ρέθυμνο.
Ο περίφημος «Μανέλης»
Ο Εμμανουήλ Σαουνάτσος (Μανέλης) που γεννήθηκε το 1820 και πέθανε το 1896, ήταν επίσης γιατρός από το Βυζάρι.
Είχε ολοκληρώσει τις σπουδές του κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες. Και η άδεια που του δόθηκε για να ασκήσει το λειτούργημά του ήταν το τρόπαιο μετά από σκληρό αγώνα και απίστευτη θέληση.
Είχε πάρει μέρος στην επανάσταση του 1866 και είχε διαπρέψει.
Σαν επιστήμονα οι συμπολίτες του τον εκτιμούσαν ιδιαίτερα. Τον αποκαλούσαν (Μανέλη) για να τον ξεχωρίζουν από τον συνονόματο και συνεπώνυμό του πρόξενο της Γαλλίας, αλλά τον άκουγες και «Ουγκώ» γιατί έμοιαζε εκπληκτικά με το μεγάλο Γάλλο συγγραφέα.
Ο Εμμανουήλ Σαουνάτσος αποτελεί κι ένα παράδειγμα του Ρεθεμνιώτη που μένει δεμένος με τις παραδόσεις του τόπου του. Σε βαθμό μάλιστα που μπορεί να φθάσει τα όρια της υπερβολής.
Δυο χρόνια πριν πεθάνει, μαθαίνει ότι επρόκειτο να γκρεμίσουν το καφασωτό στο γυναικωνίτη του Καθεδρικού μας Ναού.
Αδυνατώντας να το δεχτεί έφυγε από το Ρέθυμνο και εγκαταστάθηκε στο χωριό του το Βυζάρι.
Ένας εκπρόσωπος της Belle Epoque
Από τους πλέον «φινετσάτους» και γοητευτικούς Σαουνάτσους ήταν ο εγγονός του «Ουγκώ» και γιος του Ανδρέα που γεννήθηκε το 1885 και πέθανε στις 14 Οκτωβρίου του 1945.
‘Ήταν κτηματίας και διαδέχτηκε τον πατέρα του στο Προξενείο της Γαλλίας στο Ρέθυμνο.
Αυτόν πρέπει να τον θαύμαζε ιδιαίτερα ο Θεμιστοκλής Βαλαρής, από τους άρχοντες του Ρεθύμνου μιας άλλης καλής εποχής. Το βλέπουμε και στο βιβλίο του «Μια πόλη αναμνήσεις» που του αφιερώνει ολόκληρο κεφάλαιο.
Όπως αναφέρει σ’ αυτό ο Εμμανουήλ Σαουνάτσος ήταν Γάλλος υπήκοος και διατηρούσε όλα τα στοιχεία της «Belle Epoque» που είχε ζήσει στο Παρίσι. Ήταν φυσικό να διακρίνεται και στην κοινωνική ζωή του τόπου μας επί Ρωσικής Κατοχής.
Στο Ρέθυμνο τότε λειτουργούσαν τέσσερα Καφέ Σαντάν, όταν στην Αθήνα ήταν παντελώς άγνωστο το θέαμα. Σ’ αυτά χόρευαν πανέμορφες Ουγγερέζες. Μόλις τέλειωνε το χορό της κάθε μια από αυτές έπαιρνε το ντέφι της και έκανε το γύρο της αίθουσας, βόλτα αρκετά κερδοφόρα γιαυτήν. Ο πλέον γενναιόδωρος ήταν ο Ντομπριάνσκη ένας ανώτερος αξιωματικός, που δεν έριχνε στο ντέφι κάτω από ναπολεόνι. Να σκεφτεί κανείς ότι με ένα ναπολεόνι περνούσε μια οικογένεια αρκετά καλά ένα μήνα.
Ο Μανόλης Σαουνάτσος, πάντα κομψός, συνήθιζε να κάνει κάθε απόγευμα τον περίπατό του με την φοράδα του.
Όταν είχε κακοκαιρία καλούσε τους φίλους του και πρώτο φυσικά τον Θεμιστοκλή σε μια αγροικία του που είχε επιπλώσει με το φίνο γούστο του εξαιρετικά. Εκεί ενώ το τζάκι σκόρπιζε τη θαλπωρή του, ο Σαουνάτσος έστρωνε τάβλες αργυρές για να περιποιηθεί τους φίλους του και κάθε τέτοια συνάντηση έμενε αξέχαστη σε όλους.
Άνοιξη καιρό, κοντά στην Πρωτομαγιά τους καλούσε όλους σε ένα άλλο εξοχικό του που διατηρούσε στους Αρμένους με παραδεισένιο κήπο. Εκεί απολάμβανε η παρέα, εκτός από τα αρνιά στη σούβλα και το περίφημο τυρί, που όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Θεμιστοκλής Βαλαρής, το χέρι που το έκοβε έπρεπε να πλυθεί πολύ προσεκτικά, γιατί αλλιώς μύριζε για μέρες ανυπόφορα.
Μια φιλοξενία που άφησε εποχή
Μια Πρωτομαγιά έτυχε να βρίσκεται στο Ρέθυμνο ο θίασος του Σβορώνου με την πρωταγωνίστριά του Ηώ Παλαιολόγου.
Για την ιστορία να προσθέσουμε ότι ο Παναγής Σβορώνος ήταν μια δόξα του μουσικού κυρίως θεάτρου. Γεννήθηκε στο Αργοστόλι το 1887. Στο πάλκο εμφανίστηκε από το 1907. Έπαιξε στο «Θέατρο Συντάγματος» το 1913 και στο θέατρο «Γκρέκα» του Νέου Φαλήρου το 1919. Στη συνέχεια συνεργάστηκε με το θίασο Εδμόνδου Φύρστ και της Ροζαλίας Νίκα, καθώς και με το θέατρο «Πανόραμα».
Συμμετείχε και στις ταινίες « Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας» (1932) «Η θύελλα πέρασε» (1943), «Ο μεθύστακας» (1949) και «Τα τέσσερα σκαλοπάτια» (1951).
Η παρέα του Σαουνάτσοι ,άπαντες φιλότεχνοι, αφού απόλαυσαν την παράσταση σκέφτηκαν να καλέσουν το θίασο σε γεύμα το μεσημέρι της επομένης.
Ο Σαουνάτσος βρήκε θαυμάσια την ιδέα και με τη γαλατική του ευγένεια που τον διέκρινε προσκάλεσε το θιασάρχη και τους ηθοποιούς του.
Εκείνοι ομολογουμένως ξαφνιάστηκαν ευχάριστα, γιατί δεν ήταν συνηθισμένοι σε τόση ευγένεια. Και που να φανταστούν την επομένη τι τους περίμενε στο αρχοντικό του Σαουνάτσου στους Αρμένους.
Νωρίς-νωρίς το μεσημέρι της άλλης μέρας ο Σβορώνος, η κόρη του και η Ηώ Παλαιολόγου καλλονή της εποχής της, ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση.
Όλη η παρέα του Σαουνάτσου τους υποδέχτηκε μετά φανών και λαμπάδων. Θα ήταν μια ξεχωριστή νότα που θα έσπαζε τη ρουτίνα της καθημερινότητάς τους.
Πρώτα τους συνόδευσαν σε μια βόλτα στον κήπο και μετά κάθισαν όλοι να απολαύσουν ένα γεμάτο από κρητικές λιχουδιές τραπέζι.
Οι ηθοποιοί δεν ήξεραν πώς να εκφράσουν το θαυμασμό τους και τις ευχαριστίες τους στον οικοδεσπότη και στους φίλους του.
Έφαγαν και μετά ξεκίνησαν γλέντι που κράτησε μέχρι αργά το απόγευμα. Μόνο όταν είδαν μπροστά τους κάθιδρο τον θιασάρχη Παντελή Καπετανάκη και τον άκουσαν να λέει μέσα στον πανικό στους ηθοποιούς ότι σε μια ώρα έβγαιναν στη σκηνή, τότε κατάλαβαν πόσο γρήγορα είχε περάσει η ώρα. Ήταν ήδη επτά. Κι ενώ οι ηθοποιοί με πολλές ευχαριστίες για την αξέχαστη φιλοξενία ξεκίνησαν αμέσως να προλάβουν την παράσταση, ο Σαουνάτσος με την παρέα του μπήκαν μέσα στο σπίτι, γιατί είχε πιάσει λίγη ψύχρα στο μεταξύ και συνέχισαν το γλέντι τους με λύρα και λαγούτο.
Κυλούσε η ώρα μέσα σε ένα πανδαιμόνιο γλεντιού και κατά τις 9 το βράδυ ανοίγει η πόρτα και εμφανίζονται ο Σβορώνος με τις δυο κοπέλες. Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Η επιστροφή αυτή των ηθοποιών ευχαρίστησε τόσο την παρέα, που δεν ήξερε πώς να εκφράσει τον ενθουσιασμό της.
Φαίνεται ότι βιάζονταν τόσο πολύ να επιστρέψουν οι ηθοποιοί στο φιλόξενο σπίτι, που δεν είχαν προλάβει καλά-καλά να αλλάξουν ρούχα. Έτσι όταν έβγαλε το παλτό της η Ηώ ο λυρτζής κυρίως, που του έπεσε η λύρα από τα χέρια, κόντεψε να λιποθυμήσει μπροστά στο θέαμα που αντίκρισε. Η Ηώ που υποδυόταν στο έργο μια μικρή παιδούλα φορούσε ένα κοντό φουστανάκι χωρίς μανίκια και με βαθύ ντεκολτέ.
Κι είναι ν’ απορείς πως σε μια εποχή που και η θέα του γυναικείου αστραγάλου ήταν κάτι αδιανόητο, πως γλίτωσαν το «έμφραγμα» οι λάτρεις του ωραίου φύλου που κοσμούσαν την παρέα.
Τελικά όλα πήγαν στην θέση τους και το γλέντι συνεχίστηκε με αμείωτο κέφι μέχρι τις 10 το πρωί της επομένης.
Ήταν μια μοναδική εμπειρία που η φιλόξενη διάθεση του πρόξενου της Γαλλίας την έκανε αξέχαστη. Και δεν είναι τυχαίο που το αναφέρει το βιβλίο του ο Θεμιστοκλής Βαλαρής, ένα βιβλίο με τόσο ωραίες ιστορίες, που δεν θα πρέπει να λείπει από καμιά Βιβλιοθήκη Ρεθεμνιώτη.
Και μια αμαζόνα
Από την αναφορά μας στους ξεχωριστούς Σαουνάτσους δεν θα μπορούσε να λείπει η Αριστέα κόρη του Ανδρέα.
Γεννήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 1890 και πέθανε στις 5 Φεβρουαρίου 1980).
Ήταν η μικρότερη από τις τέσσερις κόρες του προξένου και εμπόρου. Φοίτησε στη Σχολή Καλογραιών στη Χαλέπα και μετά από επτά χρόνια υποδειγματικών σπουδών, της δόθηκε η άδεια να διδάξει Γαλλική Γλώσσα και Πολιτισμό.
Η Αριστέα ήταν η μόνη Ρεθεμνιώτισσα που κυκλοφορούσε στα νιάτα της έφιππη με στολή αμαζόνας.
Παντρεύτηκε το δικηγόρο Ευθύβουλο Τσουδερό, τον σπουδαίο εκείνο άνθρωπο που πλήρωσε με τη υγεία του και τη ζωή του το πάθος του να υπερασπίζεται τον πάσχοντα συνάνθρωπο πατάσσοντας την αδικία. Ήταν ο ακούραστος υπερασπιστής των αθώων, που δίωκε η μισαλλοδοξία της εποχής. Και ο Ευθύβουλος μέχρι της τελευταίας του πνοής αγωνιζόταν για την τύχη αυτών των ανθρώπων.
Η Αριστέα απέκτησε από το γάμο της με τον Ευθύβουλο, τρεις γιους και μια κόρη. Κι όταν έμεινε χήρα, τόσο νέα αλήθεια, με απερίγραπτη ψυχική δύναμη ανάστησε τα παιδιά της και τους έκανε σπουδαίους ανθρώπους. Δυο από αυτούς ο Γιάννης και ο Ανδρέας χάραξαν με χρυσά γράμματα το όνομά τους στην πολιτική και πνευματική ζωή του τόπου και πέρα από αυτόν.
Φωτογραφίες κειμένου:Από τα αρχεία Γιώργη Εκκεκάκη και Πολύδωρου Σαουνάτσου