Το Αρκάδι είναι πολλά που του ‘ρθανε, σ’ αυτή την ιστορία
που οι Τούρκοι το χτυπήσανε εις την τουρκοκρατία.
Τότες στο Αρκάδι βρισκότανε, πολλοί ταμπουρωμένοι
χίλιοι κοντά στον αριθμό, και κρητικοί και ξένοι.
Πενήντα ήταν οι μοναχοί, το Αρκάδι εστολίζαν
μαζί και ο Ηγούμενος, την πίστην εποτίζαν.
Ο Ηγούμενος ήταν δυνατός, αλύγιστο λιοντάρι
κι όλο το Μυλοπόταμο, τον είχενε καμάρι.
Και μάθασι ντο τουτονά, οι Τούρκοι ένα βράδυ
κι αμέσως εφωνάξανε, φωτιά εις το Αρκάδι.
Και το ‘μαθε ο Μουσταφάς και για να ξεθυμάνει
Αμέσως εταράχτηκε και έστειλε το φιρμάνι.
Και λέει στον Ηγούμενο, αν θέλεις άκουσέ μου
εδά μυρίζει ταραχή, και μυρωδιά πολέμου.
Διώξε τσι όλους αυτούς να φύγουνε από σένα
Του μήνυσε ο Μουσταφάς γραμμένα με την πένα.
Ο Ηγούμενος του μήνυσε, όντε ορίζεις έλα
άλογο σου ετοιμάζουμε, με μια καινούργια σέλλα.
Δεν άργησε ο Μουσταφάς και ο στρατός εφάνη
Και ετοιμάζαν του Αρκαδιού αγκάθινο στεφάνι.
Πήγαν τα ξημερώματα, τσ’ οκτώ του Νοεμβρίου
Τ’ Αρκάδι εκυκλώσανε, την ώρα συνεδρίου.
Οι Τούρκοι όταν φτάσανε, ετότες στο Αρκάδι
στον Μύλο πρωτοπήγανε, τη νύχτα στο σκοτάδι.
Ότι έγινε ετότεσας, τα γράφει η ιστορία
μα την πληρώσανε ακριβά, αυτή την αμαρτία.
Το καντηλάκι του ιερού, θαμπό το φως του δίνει
και υπήρχε μια προαίστηση, κανείς πως δε θα μείνει.
Πάντα στη σκέψη μου έρχεται, το όμορφο Αρκάδι
πούνε αστέρι του ουρανού, διαμάντινο πετράδι.
Στην θέση απού βρίσκεται, κοντά στον Ψηλορείτη
δίνει το ύψιστο το φως, σ’ όλη την άλλη Κρήτη.
Κι όντε θα δεις εις το βουνό τα’ αγκάθια ανθισμένα
είναι στην πίστη του Αρκαδιού, βαμμένα με το αίμα.
Να μάθει ο κόσμος που περνά, τι είναι το Αρκάδι
είναι το γλυκοχάραμα, στης Κρήτης το σκοτάδι.
Μανόλης Εμμ. Πίτερης