Το Μ. Σάββατο το βράδυ, 12 Απριλίου 1822, ο αγάς Χάνιαλης από τα Λασιθιώτικα, οδηγώντας στρατό 2000 ανδρών, προχωρεί από το Τυμπάκι προς τις Μέλαμπες για να βρει τους Χριστιανούς μαζεμένους στην εκκλησία για τη λειτουργία της Ανάστασης και να τους εξολοθρεύσει, κάνοντας εκδούλευση και δώρο στον πασά του Ηρακλείου και του Ρεθύμνου.
Οι Μελαμπιανοί είχαν πληροφορηθεί τις κινήσεις των Τούρκων και είχαν οργανωθεί για να αντιμετωπίσουν τη λαίλαπα των απίστων. Είχαν ειδοποιήσει και τα γύρω χωριά. Έτσι, σε κατάλληλο για άμυνα τόπο έστησαν ενέδρα (μποσκάδα) για να αντιμετωπίσουν την απειλητική επέλαση των Τούρκων που επιδίωκαν τον αφανισμό των Χριστιανών. Είναι πιθανόν ότι δεν είχαν πυροβόλα όπλα, αλλά τα όπλα με τα οποία η μάχη γίνεται σώμα με σώμα.
Σύμφωνα με το σχέδιο που κατάστρωσαν, όταν οι πρώτοι Τούρκοι έφτασαν στον τόπο της ενέδρας, έριξαν μεγάλες πέτρες οι Χριστιανοί στο στράτευμα. Άνθρωποι και ζώα τρομοκρατήθηκαν και κοντοστάθηκαν από τον αιφνιδιασμό. Τότε ο αγάς Χάνιαλης έτρεξε μπροστά για να ενθαρρύνει – καθοδηγήσει το στρατό του. Εκεί τον εντόπισε ο Ασουμανής και «δια λίθου έρριψε αυτόν νεκρόν από του ίππου» όπως μαρτυρεί πρώτος στη Γεωγραφία της Κρήτης ο Εμμαν. Λαμπρινάκης το 1890. Στη συνέχεια έγραψαν για το γεγονός, ο Εμμαν. Γενεράλης και ο Ιωάννης Χαχαριδάκης, ο Νικόλαος Φασατάκης, ο Βαρδής Τσιράκης, Μελαμπιανοί, γι’ αυτή την άγνωστη από την ιστοριογραφία μάχη.
Η πανωλεθρία στον τούρκικο στρατό ήταν αναπόφευκτη, μετά τον θάνατο του αρχηγού τους. Γίνεται λόγος για 2000 Τούρκους νεκρούς και 120 χριστιανούς στο ευρύτερο πεδίο της μάχης αυτής. Από τα όπλα των Τούρκων οπλίστηκαν οι Χριστιανοί της περιοχής.
Ας αφήσουμε όμως την άγνωστη στους ιστορικούς μάχη για να πάμε στον πρωταγωνιστή, Ιωάννη Ασουμανή. Γεννήθηκε στην Κρύα Βρύση κατά το έτος 1790. Αγνοούμε το όνομα και το επώνυμο της μάνας του. Ο πατέρας του λεγόταν Πελαντής. Γιώργης πρέπει να ήταν το όνομα του, όπως συνάγεται από το όνομα του πρωτότοκου εγγονού του, γιου του Ιωάννη.
Ο Πελαντής ήταν βοσκός, όπως οι πολλοί Κρυοβρυσανοί. Με το γάμο του απέκτησε εφτά θυγατέρες. Όταν η γυναίκα του έμεινε πάλι έγκυος, περίμενε ότι πάλι θα γεννήσει θηλυκό παιδί. Όμως το όγδοο παιδί ήταν αγόρι.
Έτσι, όταν γύρισε από το βουνό στο σπίτι και του ’λεγαν όλοι «να σου ζήσει ο γιος», νόμιζε ότι τον ειρωνευόταν. Του επέμεναν όμως κι αυτός δίσταζε να το πιστέψει, μέχρι που του έβαλαν το νεογέννητο με τις φασκιές πάνω στα χέρια του. Τότε το πίστεψε. Αυθόρμητα σήκωσε προς τον ουρανό το μωρό λέγοντας «Να τονε χαρύνω εγώ τον ασουμάναρό μου». Πώς να ερμηνεύσουμε αυτή τη φράση: επιτέλους έχω γιο που θα γίνει σπουδαίος. Έχω και εγώ διάδοχο. Δόξα τω Θεώ, έχουν προστάτη οι εφτά θυγατέρες μου. Καλωσόρισες στολίδι του σπιτιού μου. Δεν ξέρομε. Όμως, ο μικρός από εκείνη τη στιγμή απέκτησε και το παρατσούκλι, που μετατράπηκε σε επώνυμο: Ασουμανής < Τασουμανής = γραμματισμένος, αφιερωμένος, διάσημος, προκομμένος.
Στο νεογέννητο έδωσαν το όνομα Ιωάννης (Γιάννης) και αυτό μεγάλωνε σε πελάγη ευτυχίας και με τη φροντίδα των γονέων και των εφτά αδελφάδων του στα πλαίσια της γενικής φτώχειας της εποχής.
Αυτά μέχρι που ο Γιάννης έγινε έξι χρονών. Τότε πέρασε από το χωριό ένας Αμπαδιώτης από το Κλήμα (οι Αμπαδιώτες Τούρκοι ήταν οι πιο άγριοι της Κρήτης και τα πλησιόχωρα χωριά του Αμαρίου, Αγίου Βασιλείου και της Μεσαράς υπέφεραν μόνιμα από τους κακούς γείτονές τους).
Ο Αμπαδιώτης αγάς άρπαξε το Γιάννη. Έτσι ήταν η ζωή επί Τουροκρατίας, παρά το σύνθρηνο της οικογένειάς του και την αναστάτωση όλου του χωριού. Η οπλισμένη συνοδεία του δεν άφηνε περιθώρια για αντίσταση. Τον έδεσε σφιχτά στα καπούλια του αλόγου του και αναχώρησε για το Κλήμα. Όμως λέει η σοφή φράση: «Ο Θεός αγαπά τον κλέφτη, αλλά αγαπά και το νοικοκύρη». Έτσι, με τα δακρυσμένα μάτια του τρομοκρατημένου παιδιού, ο μικρός κοίταξε προς το Κέδρος και αποτύπωσε στη μνήμη του τον ορεινό όγκο και ειδικά την κορυφογραμμή πάνω από την Κρύα Βρύση, όπως ο ίδιος έλεγε στις διηγήσεις του αργότερα.
Στο Κλήμα ο Γιάννης μεγάλωνε με τα άλλα παιδιά αρπαγμένα και αυτά και μάθαινε τα πάντα στα αγροτικά και κτηνοτροφικά του αγά και την τουρκική γλώσσα.
Τα χρόνια περνούσαν βασανιστικά κοντά στον αγά. Η παιδική ηλικία πέρασε σαν νεράκι μέσα στη μονοτονία της δεύτερης σκλαβιάς. Κάποτε ο αγάς πήρε μαζί του τον Γιάννη και πήγαν προς τη Φαιστό, προς το Τυμπάκι. Και ποια έκπληξη! Ο Γιάννης διέκρινε στο βάθος του ορίζοντα βορειοδυτικά, ψηλά, το Κέδρος και την κορυφογραμμή του και θυμήθηκε… (Αυτά δεν φαινόταν από το Κλήμα).
Από τότε δεν σκεπτόταν τίποτε άλλο, παρά το πώς θα γυρίσει στο σπίτι του πατέρα του.
Μελετούσε το σχέδιό του και μίλησε σε δυο παιδιά, αρπαγμένα Χριστιανάκια και αυτά – έμπιστους φίλους του – να δραπετεύσουν μαζί. Αυτά όμως δεν συμφώνησαν τελικά, επειδή δεν ήξεραν το χωριό καταγωγής τους και τον δρόμο για να επιστρέψουν.
Όταν ο Γιάννης έγινε δεκαέξι χρόνων και αφού το σχέδιό του είχε ωριμάσει, διάλεξε μια νύχτα που το φεγγάρι ξημερώνεται (φέγγει μέχρι να ξημερώνει). Έβαλε σε ένα μπογαλάκι τα λιγοστά πράγματά του, ετοίμασε το πιο κατάλληλο για την περίπτωση άλογο, ανέβηκε με προφυλάξεις στου αγά την κρεβατοκάμαρα και με αστραπιαίες κινήσεις τον έσφαξε φροντίζοντας να μην ακουστεί ο παραμικρός θόρυβος. Σαν αστραπή, καβαλίκεψε το ετοιμασμένο άλογο και με το φως του φεγγαριού ξεκίνησε τον δρόμο της επιστροφής, κατευθυνόμενος προς το Κέδρος και τη φεγγαροφωτισμένη σαν με άστρο φωτεινό κορυφογραμμή του.
Μετά από γρήγορη πορεία πέντε-έξι ωρών, έφτασε σε μια πηγή στη ρίζα του βουνού και είδε πάνω ψηλά την κορυφογραμμή, όπως την «τύπωσε» πριν δέκα χρόνια στη μνήμη του. Εκεί έκαμε στάση για να ποτίσει το άλογο, να ξεπλύνει τα χέρια του και το μαχαίρι από το αίμα του αγά.
Είχε πια αποδιαφωτίσει. Έδεσε το χαλινάρι γερά στο λαιμό του ζώου, τού έκαμε μεταβολή, και για να θολώσει τελείως τα πράγματα για να απαλλαγεί από ένα ογκώδες ενοχοποιητικό τεκμήριο της δραπέτευσής του, χτυπώντας-χαϊδεύοντας το άλογο στα καπούλια, του παράγγειλε: στο στάβλο του αγά σου.
Η πηγή ήταν το Κεφαλοβρύσι που απέχει λιγότερο από χιλιόμετρο από το χωριό. Αμέσως κατευθύνθηκε προς το πατρικό σπίτι. Στην αρχή δεν τον αναγνώρισαν. Σε λίγο τον δέχτηκαν σαν την ανάσταση. Με δάκρυα απερίγραπτης χαράς και αγαλλίασης προσπάθησαν να ξεπλύνουν τα δάκρυα και τους αναστεναγμούς των δέκα χρόνων απουσίας του. Ποιητής με σπάνιες ικανότητες χρειάζεται για να αποτυπώσει τις στιγμές της αναγνώρισης του Γιάννη από τις αδελφές και τη μάνα του.
Στην Κρύα Βρύση ο Γιάννης μεγάλωνε με μια σκλαβιά λιγότερη, αλλά η ζωή του άρχισε να βρίσκει το νόημά της. Η επανάσταση του 1821 τον βρήκε 31 ετών, δυναμικό, πανέτοιμο να ηγηθεί της ομάδας της Κρύας Βρύσης στην παρθενική αναμέτρηση με τους άπιστους. Αυτό έγινε στο Κακό Ρυάκι, περιοχή νοτιοανατολικά των Μελάμπων, όπου «ετίναξε τον Χάνιαλη δια λίθου νεκρόν από του ίππου». Εκτιμώ ότι μπόρεσε να τον πλησιάσει τη στιγμή του αιφνιδιασμού σε απόσταση αναπνοής με την τουρκική γλώσσα που έμαθε κατά τη δεκάχρονη ομηρεία του και με τη μεταμφίεσή του σε Τούρκο με άσπρη πετσέτα στην κεφαλή του.
Τα παραπάνω είναι πέρα για πέρα αληθινά. Τις χρονολογίες τις βγάζομε συμπερασματικά. Γνωρίζομε ότι σίγουρα πέθανε 87 ετών το 1877 και ήταν γνωστός ως ο Γερο-Ασουμανής που σκότωσε τον Χάνιαλη στο Κακό Ρυάκι Μελάμπων. Η προφορική παράδοση, συντηρεί την εθνική μνήμη, που είναι ο πλούτος κάθε λαού. Ας θυμηθούμε για παράδειγμα ότι τα διαμάντια που λέγονται δημοτικά τραγούδια έφτασαν σε μας προφορικά και οι θρύλοι, οι μουσικοί σκοποί, οι παραδόσεις, τα παραμύθια, οι ιστορίες για την αρχαία Ελλάδα, τον Παρθενώνα, τον Όμηρο, τον Σωκράτη, τον Λεωνίδα, τον Περικλή, τον Μεγαλέξανδρο, τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά.
Έκαμα ανακοίνωση στο Ι’ Κρητολογικό Συνέδριο (2010), αφού ασχολήθηκα δύο χρόνια με τις γραπτές πηγές για να εντοπίσω στοιχεία για τη μάχη στο Κακό Ρυάκι Μελάμπων (1822). Επίσης, για να λυθεί η απορία γιατί δεν υπήρχε σ’ αυτή τη μάχη κάποιος επώνυμος οπλαρχηγός (διορισμένος από τον Αφεντούλη τον αρχιστράτηγο). Σε όλα βρήκα εξηγήσεις με χρονολογίες και χρονική σύμπτωση με την απόπειρα να κυριεύσουν οι επαναστάτες το φρούριο του Ρεθύμνου (σχέδιο Βαλέστρα), γιατί μόνο με κατάκτηση φρουρίου θα στέριωνε η επανάσταση. Τότε μου διέφυγε η διήγηση για τη δεκάχρονη ομηρεία του Γιάννη Ασουμανή. Τώρα που την πληροφορήθηκα, προσθέτω αυτή τη μοναδική και απίστευτη, αλλά αληθινή περίπτωση. Η έρευνα για την εύρεση της αλήθειας δεν τελειώνει ποτέ ευτυχώς.
Στην προκειμένη περίπτωση μου διηγήθηκαν την προφορική παράδοση για τον Γιάννη Ασουμανή δυο μακρινοί απόγονοί του (τρισέγγονα): Σπύρος Φωτάκης, επίτιμος Εισαγγελέας Εφετών και Γιάννης Ζ. Ασουμανάκης πρώην Γραμματέας της Κοινότητας και τώρα Τμηματάρχης στο Δήμο Αγίου Βασιλείου.
Για τα κατορθώματα του Ασουμανή στο υπόλοιπο της επανάστασης μέχρι το 1830 και στις επόμενες επαναστάσεις της Κρήτης, δεν έχομε μέχρι σήμερα μαρτυρίες από την προφορική παράδοση ή από γραπτές πηγές, ούτε για τη δράση του στις επόμενες επαναστάσεις της Κρήτης με το φημισμένο Κρυοβρυσανό μπαϊράκι.
Ξέρομε μόνο ότι έκαμε οικογένεια. Το όνομα της συζύγου του είναι άγνωστο. Απέκτησαν επτά παιδιά: Γιώργης, Ηλίας, Μανόλης, Κώστας, Εργινιά, Μαρία, Ελένη.
Ο δισέγγονός του Αλέξης Λεβεντάκης, τζαγκάρης και ψάλτης επί 50 χρόνια στην Κρύα Βρύση, άφησε την πληροφορία που έμαθε από παλαιότερους ότι ο Γερο-Γιάννης Ασουμανής, έζησε μέχρι το 1877, και ότι, τυφλός τα τελευταία χρόνια της ζωής του, έμενε σε σπίτι που τώρα σώζεται ανακαινισμένο. Εκεί δεχόταν τη φροντίδα των πολυπληθών απογόνων του και την εκτίμηση και το σεβασμό όλου του χωριού μας και των γύρω χωριών. Και εγώ προσωπικά είχα ακούσει επανειλημμένα από τον Αλέξη ότι στα νιάτα του ο παππούς-Γιάννης ήταν σωματώδης, πολύ δυνατός, σβέλτος και ατρόμητος.
Η περίπτωση της δεκάχρονης ομηρείας του -αναγκαστικής κατακράτησής του- από τον αγά στο Κλήμα (πρώην επαρχία Πυργιωτίσσης) δεν εντάσσεται στο παιδομάζωμα που γινόταν με σύστημα στους αιώνες της Τουρκοκρατίας και τα παιδιά μαζεύονταν – εκπαιδεύονταν στην Κωνσταντινούπολη και την Προύσα. Από εκεί η επιστροφή στο πατρικό σπίτι ήταν αδύνατη. Στο μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη «Ισμαήλ Φερίκ Πασάς» ο ομώνυμος πασάς, αρχηγός του αιγυπτιακού στρατού κατά την επανάσταση του 1866, μετά την πυρπόληση του Αρκαδίου προχώρησε στην ανατολική Κρήτη και έφτασε στο χωριό της γέννησής του και συνάντησε τη μάνα του. Αλλά συμβαίνουν μόνο στα μυθιστορήματα…
Οι παιδομαζωμένοι και ειδικά εκπαιδευμένοι ως γενίτσαροι (νέος στρατός) μόνο μετά τη «συνταξιοδότησή» τους μπορούσαν να γυρίσουν στο πατρικό σπίτι. Έχομε και περίπτωση που γύρισε στην Άνδρο και γύρευε το μερίδιό του από την πατρική περιουσία.
Η αρπαγή του Γιάννη είναι παιδομάζωμα και μάλιστα δείγμα αυθαιρεσίας της τουρκικής τοπικής εξουσίας και ιδιαίτερα της Αμπαδιώτικης. Είναι μια σπουδαία μικρή ιστορία – ψηφίδα στο μωσαϊκό της σκλαβιάς του γένους μας στους μουσουλμάνους Τούρκους. Ψηφίδα χαρακτηριστική της σκλαβιάς των Χριστιανών προγόνων μας επί αιώνες.
Ανάφερα το γεγονός της ομηρίας του Ασουμανή, σε φίλους ιστορικούς και ειδικούς τουρκολόγους. Όλοι με βεβαίωσαν ότι ανάλογο περιστατικό σαν του Γιάννη Ασουμανή, που έβαλε σημάδια ύπαρξης του χωριού του (ορεινός όγκος και κορυφογραμμή του Κέδρους) και όταν μετά από χρόνια τα είδε, τα αναγνώρισε και έκαμε το σχέδιο της επιστροφής στο πατρικό σπίτι, αφού έσφαξε τον απαγωγέα του, όλοι, επαναλαμβάνω με βεβαίωσαν ότι ανάλογο περιστατικό δεν γνωρίζουν. Το θεωρούν μοναδικό και αξιοσημείωτο και άξιο ιδιαίτερης παραπέρα έρευνας.
Το 2003 οι απόγονοί του Ασουμανάκηδες θέλοντας να τιμήσουν τον γενάρχη τους, ετοίμασαν χάλκινη προτομή και την έστησαν στη Νέα Κρύα Βρύση, στην αρχή του δρόμου που οδηγεί από τον επαρχιακό δρόμο στην (Παλαιά) Κρύα Βρύση. Στην εκδήλωση για τα αποκαλυπτήρια της προτομής (που είναι κάτω από την κορυφογραμμή του Κέδρου) παραβρέθηκαν: Περιφερειάρχης Κρήτης, Νομάρχης Ρεθύμνου, Δήμαρχοι και πλήθος κόσμου από τα γύρω χωριά. Η προτομή του Ασουμανή διαλαλεί την απίστευτη και διαρκή πάλη του ανθρώπου για ζωή ελεύθερη και αξιοπρέπεια. Τότε έκαμα σειρά δημοσιευμάτων στα «Ρεθεμνιώτικα Νέα» για τον Ασουμανή και τη μάχη στο Κακό Ρυάκι Μελάμπων, αλλά δεν είχα ακούσει ποτέ την ομηρία του επί δέκα χρόνια. Επιτέλους, τώρα το έμαθα και συμπληρώνω το μοναδικό περιστατικό και χαίρομαι αλλά γιατί επιβεβαιώθηκε άλλη μια φορά η μεγάλη σημασία της προφορικής παράδοσης που είναι ο πνευματικός πλούτος κάθε τόπου και κάθε λαού.
Ταυτόχρονα επιβεβαιώνει την άποψη του Θουκυδίδη ότι: ελευθερία είναι ευτυχία και ευτυχία είναι η παλληκαριά. «Ελεύθερον τον εύδαιμον, το δε εύδαιμον το εύψυχον».
Χρέος μας στοιχειώδες είναι να θυμούμαστε και να τιμούμε όσους αγωνίστηκαν, τραυματίστηκαν ή πέθαναν αγωνιζόμενοι για την «υπεργλυκυτάτην» ελευθερία. Και φέτος που γιορτάζομε τα 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821, είναι ευκαιρία να αναδείξει κάθε τόπος, κάθε χωριό τέτοια διαμάντια που και τον τόπο στολίζουν και δίδουν μάθημα ζωής για τους μεταγενέστερους.