Στα χρόνια που μας σεργιανούν οι γραπτές και προφορικές μαρτυρίες, το Ρέθυμνο σήκωνε κεφάλι μετά από πολύχρονη σκλαβιά. Η τοπική κοινωνία είχε διαστρωματωθεί σε δύο επίπεδα που αποτελούσαν οι αστοί και οι άνθρωποι του μόχθου. Το καλό στην πόλη μας είναι ότι, οι έχοντες δεν άφηναν παραπονεμένους τους μη έχοντες. Κι έχουμε αναφέρει, κατά καιρούς, σοβαρό φιλανθρωπικό και κοινωνικό έργο, από φορείς κυρίως από το Λύκειο Ελληνίδων Ρεθύμνου. Η στέρηση, βέβαια, σε όλους τους τομείς δεν επέτρεπε στα μικρής οικονομικής επιφάνειας νοικοκυριά την απόλαυση εκλεπτυσμένων και ξεχωριστών γεύσεων.
Στα αρχοντόσπιτα δεν έλειπε το γλυκό από τα χέρια της νοικοκυράς, που μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να χρειαζόταν και τη βοηθό, στην προετοιμασία-υπηρέτρια την έλεγαν τότε- αλλά πάντοτε κάθε δημιουργία της είχε τη σφραγίδα της δεξιότητας και της νοικοκυροσύνης της.
Στα χαμόσπιτα πάλι η αξιοσύνη της νοικοκυράς έδινε μια ευκαιρία γλυκιάς γεύσης, στα μικρά κυρίως μέλη της οικογένειας με τα πιο απλά υλικά. Αρκεί να είχε περιθώριο να τα προμηθευτεί. Κι εκεί βέβαια θριάμβευε η φαντασία και η αξιοσύνη της νοικοκυράς, που μπορούσε να μεταβάλει το χυλό σε γευστική πανδαισία.
Επιχειρήσεις ζαχαροπλαστικής, όπως τις ξέρουμε σήμερα, Ρεθεμνιώτες τις δημιούργησαν και μάλιστα με γνώση του αντικειμένου, κατόπιν σπουδής, πλάι στους καλύτερους τεχνίτες. Ήταν μετά τον ερχομό των Ρώσων όταν η ζωή απέκτησε και περισσότερη ποιότητα στον τομέα της γεύσης, της απόλαυσης της ψυχαγωγίας. Οι πρωτοπόροι αυτοί στον τομέα τους έδωσαν λύση στο πρόβλημα της νεολαίας να έχει στη διάθεσή της κέντρα αναψυχής. Αυτά τα είχαν, μέχρι που έφυγαν, Τούρκοι καταστηματάρχες για τους ομόπιστους κυρίως… Ωστόσο κάποιοι Ρεθύμνιοι με κέφι να συμβάλουν στην ανόρθωση της πατρίδας τους, βάζοντας το λιθαράκι τους στη δική τους κοινωνία, εξελίχθηκαν στον τομέα τους αφήνοντας εποχή. Για τις πρώτες επιχειρηματικές προσπάθειες στον τομέα αυτό μας ενημερώνει σχετικά ο αξέχαστος Ρεθεμνιώτης Θεμιστοκλής Βαλαρής («Μια πόλη αναμνήσεις…». Σελ.41).
Ο αξέχαστος Γρηγοριάδης
«Τα πρώτα ζαχαροπλαστεία που άνοιξαν ήταν του Ζαμπετάκη και του Γρηγοριάδη. Του μεν Ζαμπετάκη ήταν στην οδό Αρκαδίου απέναντι από το κατάστημα Λαγκουβάρδου, του δε Γρηγοριάδη παρακάτω στον ίδιο δρόμο».
Στη συνέχεια ο αείμνηστος συμπολίτης μας περιγράφει πόση ζωντάνια έδιναν στην αγορά τα δυο αυτά καταστήματα που πρόσθεταν κι έναν «ευρωπαϊκό» αέρα στο Ρέθυμνο.
Ο Ζαμπετάκης, άριστος στη δουλειά του, ένας πραγματικός ρέκτης, δημιούργησε φανατική πελατεία με τις ποικιλίες γλυκών γεύσεων που παρουσίαζε και με την ποιότητα που θεωρούσε σήμα κατατεθέν της επιχείρησης.
Ο Γρηγοριάδης εκτός από τη φήμη στο γαλακτομπούρεκο, είχε να παρουσιάσει και μια διαφορετική αισθητική στο διάκοσμο του καταστήματος, που εντυπωσίαζε. Είχε σκεπάσει τους τοίχους με καθρέπτες και ρεκλάμες ευρωπαϊκών ποτών και ζαχαρωδών προϊόντων.
Ένα ξακουστό ζαχαροπλαστείο
Στη σειρά των χρονογραφημάτων του για «την πόλη που δεν σβήνει» ο Κώστας Μαμαλάκης μας περιγράφει με τη δική του πέννα τον Ιωάννη Γρηγοριάδη, που είχε αχώριστους φίλους τον Μιχάλη και τον Μανόλη Βαλαρή.( Κρητική Επιθεώρηση, 1 Οκτωβρίου 1966).
«Ο Γιάγκος Γρηγοριάδης, διατηρούσε χρόνια το ξακουστό ζαχαροπλαστείο του Ρεθύμνου, μαγνήτη μικρών και μεγάλων. Η φήμη του είχε απλωθεί σ’ όλη την Κρήτη.
Πόσους ανθρώπους γλύκανε με τους τρόπους του και τα ανεπανάληπτα σε γεύση θαυμάσια γλυκά ο πρωτομάστορας της ζαχαροπλαστικής, με τα αγνά υλικά και την ασυναγώνιστη τέχνη! Στην Αθήνα του Παυλίδη, στο μικρό τότε, αλλά ονομαστό ζαχαροπλαστείο, σε μια πάροδο της Αιόλου -από εκεί ξεκίνησε η τεράστια σήμερα επιχείρηση- έμαθε την τέχνη ο Γρηγοριάδης. Και η τέχνη αυτή του έγινε μεράκι. Καλλιτέχνης του είδους, τίμιος, με ευσυνειδησία σπάνια και φιλοδοξία να αποκτήσουν φήμη τα «έργα των χειρών του». Φήμη που την ήθελε στέρεη, πάγια, γι’ αυτό και δεν εννοούσε να την εκμεταλλευθεί. Απέβλεπε κυρίως στην ποιότητα, χρησιμοποιώντας τα πιο γλυκά υλικά και αδιαφορώντας για τον περιορισμό του κέρδους.
Οι αφάνταστες ποικιλίες των ζαχαρωτών του ελίκνισαν τα όνειρα της παιδικής ηλικίας. Και το ακριβό μυρωδάτο βούτυρο «Ντέρνας» που χρησιμοποιούσε πάντα κι έκανε να μοσχοβολάει όλη η οδός Τσάρου, (τώρα Αρκαδίου) γαργάλιζε την όσφρηση κάθε ηλικίας. Πειρασμός και για τους μεγάλους τα γλυκά του τα ασύγκριτα. Τα γευόμαστε όμως τότε άφοβα. Και με αγαλλίαση κατευθύνονταν αυτόματα τα βήματά μας στου Γρηγοριάδη. Όρθιος πίσω από τον πάγκο του εκείνος, ήταν χαρά του μόλις έβλεπε φίλο του, να «πιάνει» τραπεζάκι στο ζαχαροπλαστείο του, να τον φωνάξει δια μέσου του φουκαρά του Γκρανή του, που διατελούσε πάντα «υπ’ ατμόν» κρυμμένος από μέσα, να πιούνε «μια» στα όρθια. Κι ήταν ζεστό εγκάρδιο το κάλεσμα.
Κι ήταν «φωθιά» η μουρνόρακη και θαυμάσιος ο μεζές καβουρντισμένα μύγδαλα, πασπαλισμένα ελαφρά με αλάτι. Ύστερα ο κυρ Γιάγκος, άρχιζε τη χαρακτηριστική κίνηση, που του ‘μεινε συνήθεια, της αναδίπλωσης του πάνω χείλους για να το απελευθερώσει από υπόλειμμα καβουρντισμένου αμύγδαλου.
Σε πόσους Ρεθεμνιώτικους, Χανιώτικους, Καστρινούς, ουρανίσκους, γλυκύτατε κύριε Γιάγκο, δεν χάρισες την απόλαυση!»
Εξαιρετική Μουρνόρακη
Στην περιγραφή του ζαχαροπλαστείου εξάλλου ο Θεμιστοκλής Βαλαρής, προσθέτει και τα εξής: («Μια πόλη αναμνήσεις». Σελ.42).
«Εις το σαλόνι του είχε τοποθετήσει δεξιά κι αριστερά ανά τρία, τραπέζια με μαύρο μάρμαρο, εις τα δημιουργούμενα δε εις το βάθος κενά δεξιά κι αριστερά είχε τοποθετήσει δυο υάλινες προθήκες για τα γλυκά του και εις την μέση ένα στρογγυλό τραπέζι επίσης με μαύρο μάρμαρο.
Σ’ αυτά τα τραπεζάκια πέρασαν χρόνια πολλά ίσαμε να τολμήσουν να καθίσουν γυναίκες. Αυτά ήταν μόνο για την αναψυχή των ανδρών.
Τα γλυκά του Γρηγοριάδη είχαν μείνει αξέχαστα σ’ όσους τα γευτήκανε. Εξαιρετική φήμη είχε και η μουρνόρακή του, που την προμηθευότανε παραγγέλνοντάς την σε συγγενείς του από τον Άγιο Βασίλειο, απ’ όπου και το χωριό του.
Θυμούμαι μια παρέα μακαρίτες, πλην ενός, που κάθιζαν το μεσιανό τραπέζι και μόλις έφταναν οι μουρνόρακες, χαμήλωναν τις δυο λάμπες που φώτιζαν το κέντρο με ένα σπίρτο, άναβαν τις μουρνόρακες και στο σκοτάδι, καμάρωναν την μπλάβη φλόγα που τους εφώτιζε αλλόκοτα τα πρόσωπα.
Αυτά γινόντουσαν με το σύμφωνο και των άλλων πελατών, που κι αυτοί καθισμένοι στο σκοτάδι, απολαμβάνανε την απόλυτη ηρεμία.
Χρόνια μακαριότητας και ησυχίας…»
Ένθερμος πατριώτης
Αυτά βέβαια ήταν πολύ σημαντικά για το Ρέθυμνο του 1929. Και για την ευκαιρία να δούμε σε εικόνα όσα περιγράφουν οι αείμνηστοι χρονογράφοι, οφείλουμε θερμές ευχαριστίες στην εγγονή του Ιωάννη, κυρία Γρηγοριάδη-Γκότση που είχε την καλοσύνη να μας στείλει φωτογραφίες.
Ο Ιωάννης Γρηγοριάδης ήταν και ένθερμος πατριώτης. Κι όταν έμαθε πως ο γιος του Θεόδωρος στα 16 του χρόνια ήθελε να πολεμήσει στον Μακεδονικό Αγώνα του έδωσε συγκινημένος την ευχή του. Άλλωστε δεν ήταν ο μόνος. Πόσα και πόσα Κρητικόπουλα δεν το είχαν σε καμάρι που πήραν αυτή την απόφαση. Και καμάρωνε τον γιο του ο κυρ Γιάγκος κι είχε σε περίοπτη θέση τη φωτογραφία που του έστειλε από τα Πέντε Πηγάδια της Άρτας, ο λεβέντης του, στις 9 Δεκεμβρίου 1912.
Τι περισσότερο να ζητήσει ένας πατέρας από το παιδί του, που έδειχνε προθυμία να βαδίσει πάνω στις προγονικές οδούς του χρέους και του καθήκοντος.
Για τον Ιωάννη Γρηγοριάδη ο σημαντικός μας ιστορικός ερευνητής κ. Γιώργος Εκκεκάκης στο βιβλίο του «Ρεθεμνιώτες που άφησαν εποχή», προσθέτει ότι γεννήθηκε το 1850 στις Βρύσες Αγίου Βασιλείου πιθανότατα το 1850. Το κατάστημά του (τουλάχιστον κατά το 1896) ήταν κοντά στην Αγία Βαρβάρα. Γιοι του ήταν ο Θεόδωρος, ο Ανδρέας και ο Φίλιππος. Είχε ασυνήθιστη για την εποχή του μόρφωση και ήταν βιβλιόφιλος (1881-1886). Το 1892 είχε περιληφθεί στους εκλέξιμους για τη θέση ειρηνοδίκη.
Ο κ. Εκκεκάκης παραθέτει και άλλη σχετική βιβλιογραφία για τον Ιωάννη Γρηγοριάδη: (Εφημ. Κρήτη φ. 1289/27/3/1892,σ.13,αρ.435 και Γιάννη Ευθυβ. Τσουδερό «Αφιέρωμα στην Ιστορία της Κρήτης κι ειδικότερα του Ρεθύμνου». Ρέθεμνος 1995, σ. 214).
Στο πέρασμα του χρόνου αναδείχτηκαν και άλλοι σπουδαίοι ζαχαροπλάστες, που ευτυχώς άφησαν άξιους διαδόχους όπως ο Γρηγοριάδης. Και θα πούμε, με τον καιρό, περισσότερα και γι’ αυτούς, αφού καθένας έχει τη δική του και πολύ σημαντική ιστορία.