Δυο σημαντικές μορφές στα γεγονότα που αναφέρονται στην Αρκαδική Εθελοθυσία ήταν αναμφισβήτητα ο Ιωάννης Δημακόπουλος και ο Επιμενίδης Μαρούλης.
Ας κάνουμε μνημοσύνη αναφορά στους δυο ήρωες με την ευκαιρία της επετείου.
Ο Ιωάννης Δημακόπουλος γεννήθηκε στις 21 Μαρτίου του 1835 στην Βυτίνα της Αρκαδίας. Ο πατέρας του ήταν Συνταγματάρχης της χωροφυλακής και του ενστάλαξε από μικρό την αγάπη για την πατρίδα. Ανδρώθηκε στην Τρίπολη της Αρκαδίας και ο πατριωτισμός του τον έσπρωξε να μπει στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Ο γιος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Γενναίος, που ήταν στρατηγός, εκτίμησε τις ικανότητες του νεαρού Ανθυπολοχαγού και τον πήρε ως υπασπιστή του. Όταν ξέσπασε η επανάσταση της Θεσσαλίας κατατάχθηκε εθελοντικά στα ένοπλα σώματα που έφυγαν από την ελεύθερη Ελλάδα. Ήταν πάντα πρώτος στην μάχη με αυτήν την άσβεστη φλόγα που καίει πάντα τους ιδεολόγους Εθνικιστές. Η επανάσταση της Θεσσαλίας δεν ήταν καλά προετοιμασμένη και γι’ αυτό απέτυχε.
Ο Ιωάννης Δημακόπουλος γύρισε στην Ελεύθερη Ελλάδα απογοητευμένος από την έκβαση του πολέμου, συνάμα όμως γεμάτος ελπίδες ότι κάποτε ο κατακεμαρτισμένος Ελληνισμός θα καταφέρει να ενωθεί σ’ ένα σώμα. Το 1866 μόλις ξέσπασε η επανάσταση των Κρητών, ζήτησε από το υπουργείο των στρατιωτικών να πάει στην Κρήτη για να πολεμήσει, αλλά το υπουργείο του το αρνήθηκε. Χωρίς να χάσει λεπτό, έφυγε δίχως να πάρει άδεια με το πρώτο πλοίο που βρήκε για την Κρήτη.
Φτάνοντας στο νησί του Μίνωα, στις 24 Σεπτεμβρίου του 1866, αποβιβάστηκε στην παραλία Μπαλί Μυλοποτάμου στο Ρέθυμνο. Εκεί βρήκε τον Συνταγματάρχη Πάνο Κορωναίο που τον όρισε αμέσως φρούραρχο της Μονής Αρκαδίου που ήταν το επαναστατικό κέντρο της επαρχίας Ρεθύμνου.
Το νησί φλέγονταν απ’ άκρη σ’ άκρη από τις πολεμικές συγκρούσεις ανάμεσα στους 45.000 τούρκους, Αιγύπτιους, Αλβανούς και λοιπούς βαρβάρους του οθωμανικού στρατού και τους ατάκτους Κρήτες. Μέσα στην μονή Αρκάδιου βρίσκονταν 250-300 μαχητές και 600-900 περίπου γυναικόπαιδα που προστατεύονταν πίσω από τα ισχυρά τείχη της μονής.
Η φωτιά του πολέμου έφτασε γρήγορα και στο Αρκάδι. Ήταν 8 Νοεμβρίου του 1866, όταν 20.000-23.000 Οθωμανοί έφτασαν από το Ρέθυμνο για να ισοπεδώσουν την μονή, οι οποίοι είχαν μαζί τους και έξι κανόνια. Αρχηγός των Τούρκων ήταν ο αιμοδιψής Μουσταφά Πασάς Κιριτλής, ο οποίος πριν φύγει από το Ρέθυμνο είχε διατάξει τον Ρεσίτ Πασά να απασχολεί τους οπλαρχηγούς του Μυλοποτάμου για μην μπορεί κανείς να βοηθήσει τους πολιορκημένους.
Πριν ξεκινήσουν την πολιορκία οι Τούρκοι ζήτησαν από τους Έλληνες να παραδοθούν. Τότε όλοι μαζί, με προεξάρχοντες τον Δημακόπουλο και τον ηγούμενο της μονής Γαβριήλ Μαρινάκη, έδωσαν την απάντηση που έδιναν πάντα οι Έλληνες σε τέτοιες περιπτώσεις, ένα ξεκάθαρο ΟΧΙ.
Το ντουφεκίδι άναψε αν και ήταν πολλοί περισσότεροι από τους Έλληνες δεν μπορούσαν να μπουν μέσα στο Αρκάδι. Ο Ιωάννης Δημακόπουλος μπροστάρης με το όπλο στο χέρι εμψύχωνε τα παλληκάρια στην πρώτη γραμμή. Τα κορμιά των τουρκαλβανών έπεφταν σωρηδόν μπροστά στα τείχη της μονής. Έτρεχε πάνω κάτω δίνοντας διαταγές για την καλύτερη άμυνα της μονής. Έλεγε στα γυναικόπαιδα να βοηθούν τους άντρες στην πρώτη γραμμή της μάχης, η οποία συνεχίστηκε όλη την μέρα. Οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε, καθώς οι Έλληνες έμεναν ακλόνητοι στις επάλξεις, μη φειδόμενοι γενναιότητας. Οι κάνες των όπλων των αγωνιστών είχαν πάρει κυριολεκτικά φωτιά, μιας και η αναλογία ήταν ένας Έλληνας εναντίον 92 Τούρκων. Οι πολιορκητές είχαν σκυλιάσει βλέποντας την άμυνα που αντέτασσαν οι επαναστάτες.
Τα ξημερώματα της 9ης Νοεμβρίου έφεραν από το Ρέθυμνο ένα μεγάλο κανόνι, την μπομπάρδα. Με αυτό σημάδεψαν την δυτική πύλη του μοναστηριού. Το χτύπημα ήταν καίριο και όλη η δυτική πύλη σωριάστηκε σαν χάρτινη στο έδαφος. Οι πέτρες της δυτικής πύλης καταπλάκωσαν και τον γενναίο ηγούμενο της μονής Γαβριήλ Μαρινάκη. Στην συνέχεια ο τουρκικός όχλος όρμησε στον περίβολο του Αρκάδιου.
Ο Ιωάννης Δημακόπουλος ήταν από την άλλη μεριά και μάχονταν με το όπλο του, χωρίς να έχει την δυνατότητα να γνωρίζει τι γίνονταν στην δυτική πύλη. Όταν οι Τούρκοι ήταν πλέον μέσα στον περίβολο της μονής, ο Κωστής Γιαμπουδάκης τους περίμενε με έναν αναμμένο πυρσό στο χέρι. Η πυρίτιδα ήταν κοντά του. Περίμενε να πλησιάσουν όσο το δυνατόν περισσότεροι βάρβαροι. Στην στιγμή έριξε τον πυρσό. Αμέσως, τα πάντα τινάχθηκαν στον αέρα και η μονή σείσθηκε συθέμελα. Το Κούγκι της Κρήτης ήταν πια γεγονός!
Τα φυσίγγια των μαχητών του Δημακόπουλου είχαν πια τελειώσει. Τα στίφη των βαρβάρων είχαν κατακλύσει όλα τα σημεία της μονής, ενώ ο Δημακόπουλος μάχονταν ξιφήρης. Από την μανία της μάχης και τις αλλεπάλληλες ορμητικές συγκρούσεις το ξίφος του έσπασε στα δύο. Όταν σταμάτησε η μάχη οι Κρήτες συναγωνιστές του πρότειναν να ντυθεί με την κρητική περιβολή, αλλά ο γενναίος αξιωματικός δεν δέχτηκε. Δεν θα μπορούσε να ατιμάσει τώρα στο τέλος την δοξασμένη στολή του Έλληνα αξιωματικού κρυπτόμενος. Όταν τον συνέλαβαν οι Τούρκοι ήταν πάνω σε ένα σωρό άψυχων σωμάτων συναγωνιστών του και τούρκων. Τον πήγαν μπροστά στον Μουσταφά Πασά που με άγριο ύφος τον ρώτησε: «ποιος είσαι»; Ο Ιωάννης Δημακόπυλος απάντησε χωρίς κανένα φόβο «Έλλην αξιωματικός». Ο αιμοχαρής πασάς είπε στους στρατιώτες του: «Πάρτε τον, δικός σας είναι». Αυτοί τον πήραν και τον βασάνισαν με τον πιο άγριο και βάρβαρο τρόπο. Τον κατακρεούργησαν μαχαιρώνοντάς τον και λογχίζοντάς τον. Ο γενναίος αξιωματικός δεν έχασε το θάρρος του μπροστά σε αυτά τα μαρτύρια.
Από τους Έλληνες σώθηκαν περίπου 115 που τους περιέφερε ο πασάς στο Ρέθυμνο. Οι Τούρκοι σε αυτήν την μάχη έχασαν 1.500 με 3.000 άνδρες. Το κορμί του ανθυπολοχαγού έφερε 18 μεγάλες πληγές από τα μαχαίρια και τις λόγχες. Δεν είχε ούτε ένα σημάδι από πυροβόλο όπλο, καθώς οι βάρβαροι ανατολίτες ηδονίζονταν βλέποντας να χύνεται το αίμα του παλληκαριού. Όταν ξεψύχησε ο ανθυπολοχαγός Δημακόπουλος στην γη της Κρήτης ήταν 31 ετών. Τόσο νέος, μα τόσο γενναίος.
Επιμενίδης Μαρούλης
Ο Επιμενίδης Μαρούλης, γεννήθηκε στις Μαργαρίτες το 1928. Το περιβάλλον που μεγάλωσε δεν ήταν καθόλου ακάτεχο από τους κινδύνους των ξεσηκωμών. Ας μην ξεχνάμε και πόσοι άλλοι μεγάλοι αγωνιστές, δεν έχουν καταγωγή από το ηρωικό αυτό χωριό, με κορυφαίο φυσικά τον Γαβριήλ Μαρινάκη, ηγούμενο της Ιεράς Μονής Αρκαδίου.
Θα ήταν δυο χρονών περίπου ο Επιμενίδης, όταν το χωριό του έγινε έδρα του Κρητικού Συμβουλίου. Το Νοέμβριο μάλιστα του 1830, συγκεντρώθηκαν στις Μαργαρίτες οι πληρεξούσιοι της Κρήτης για την τελευταία συνεδρίαση. Συστήθηκε επιτροπή για την απελευθέρωση της Κρήτης και εκδόθηκε διαμαρτυρία προς όλο τον κόσμο, για την παραχώρηση της Κρήτης στον τουρκοαιγύπτιο Μεχμέτ Αλή.
Μεγάλωνε ο Επιμενίδης με τις διηγήσεις των παλιών καπεταναίων, να γαλουχούν το αγωνιστικό του φρόνημα. Είχε ποτιστεί πια με τη λαχτάρα κάθε σκλαβωμένου. Και δεν έβλεπε την ώρα να πάρει τουφέκι. Έτσι στον ξεσηκωμό του 1866 δεν περίμενε λεπτό αμέτοχος. Το ήθος του δεν είχε περάσει απαρατήρητο από τους κορυφαίους της επανάστασης. Με απόλυτη εμπιστοσύνη, ότι θα κάνει το χρέος του και με το παραπάνω, τον ορίζουν αρχηγό του κεντρικού τμήματος της επαρχίας του. Και με αυτή την ιδιότητα παίρνει μέρος σε όλες τις επιχειρήσεις.
Η δράση του στο Αρκάδι
Για τη δράση του στην πολιορκία του Αρκαδιού, μαθαίνουμε πολλά από διάφορες ιστορικές πηγές.
Επιλέγουμε ένα απόσπασμα από μια μνημειώδη εργασία, για το ολοκαύτωμα της Ιεράς Μονής Αρκαδίου, του Χριστόφορου Σταυρουλάκη, που αναφέρεται και στο Μαρούλη. Γράφει λοιπόν μεταξύ άλλων, ο σημαντικός αυτός χρονογράφος μεγάλων ιστορικών στιγμών του Ρεθύμνου.
«Τη νύχτα της 7ης προς την 8η Νοεμβρίου, ο Μουσταφά Πασάς ξεκινά από το Ρέθυμνο, προπορευόμενος της εμπροστοφυλακής του, μετά των άτακτων Τούρκων της Ρεθύμνης και φαίνεται προς τ’ Αρκάδι, ανάμεσα από τα εγκαταλελειμμένα και έρημα γυροχώρια. Κατά το χάραγμα της ημέρας η εμπροστοφυλακή με το ιππικό που την συνοδεύει, πέφτει πάνω στα πεισματωμένα πυρά των επαναστατών και αναγκάζεται να αναπτυχθεί και ν’ ανοίξει τουφέκι.
Οι ωραιότολμοι καπετάνιοι Μπογιατζόγλου, Μαρούλης και Γερακάρηδες έχουν πιάσει τα περάσματα και ένα πύργο γύρω από τα Σκουλούφια, κι άλλοι επαναστάτες σε επίκαιρες θέσεις πάνω από τα Χάρκια και το Καβούσι, με αντικειμενικό σκοπό αν θα μπορέσουνε να κόψουν το δρόμο του Μουσταφά, τουλάχιστον να τον επιβραδύνουν.
Τα παράτολμα παλικάρια 250 – 300 τουφέκια, αναλογιζόμενα το μεγάλο κίνδυνο του Αρκαδιού. Κτυπούν με λύσσα τους Τούρκους διεκδιδούντες σπιθαμή προς σπιθαμή το έδαφος με πράξεις ηρωισμού, ασύγκριτες.
Μπροστά όμως, στον επερχόμενο όγκο και το πυροβολικό, αναποδογυρίζονται οι γενναίοι, και τραβούν ψηλότερα αφήνοντας λεύθερα τα περάσματα στον Μουσταφά Πασά, εις σε λίγο ακόμη εβρίσκεται μπροστά στ’ Αρκάδι παντοδύναμος, ανάμεσα σε ολόκληρο το στρατό του, περίπου δεκαέξι χιλιάδες που έχει κυκλώσει συστηματικά το Μοναστήρι.
Από την ανατολική πλευρά λοιπόν αγωνιζόταν και ο Επιμενίδης Μαρούλης για τη σωτηρία του Αρκαδιού. Και δεν είχε να κάμει με καμιά χιλιάδα νιζάμηδες. Μια δύναμη από 15.000 στρατιώτες με δύο πυροβόλα και ορεινές πυροβολαρχίες ήταν απέναντι στους λίγους, μα λεοντόκαρδους πολεμιστές. Κι όμως.
Οι γενναίοι υπερασπιστές με τη δύναμη της ψυχής τους, είχαν καταφέρει να εμποδίσουν τον εχθρό να προχωρήσει. Δυστυχώς για τους υπερασπιστές του Αρκαδίου, όσα δεν μπόρεσε η δύναμη των Τούρκων κατάφερε ο χειμώνας.
Από το πρωί άρχισε να φυσά δυνατός βοριάς με χιονόνερο, να τυφλώνει τους πολεμιστές. Έκαναν υπομονή, αλλά ο καιρός χειροτέρευε. Έτσι υποχρεώθηκαν να υποχωρήσουν. Η υποχώρηση αυτή επέτρεψε στον εχθρό να καταλάβει και την άλλη πλευρά, που είχε ασθενέστερη άμυνα. Κι έτσι το Αρκάδι κυκλώθηκε από παντού.
Τα γεγονότα που ακολούθησαν, θέριεψαν τη φλόγα για αντίσταση και στην ψυχή του Επιμενίδη Μαρούλη.
Υπερασπιστής των αμάχων
Δεν υποχώρησε ούτε μέρα. Κι ήταν πρώτος σε κάθε επιχείρηση. Επρόκειτο ουσιαστικά για κλεφτοπόλεμο. Πότε η μια πλευρά, πότε η άλλη, έκανε τις εφόδους της για λάφυρα και αιχμαλώτους.
Μια νύχτα, στις 13 Ιουνίου 1868, μπήκαν ξαφνικά Τούρκοι στο χωριό Αναχούρδου Μετόχια.
Όπως μας πληροφορεί ο αείμνηστος Κώστας Ξεξάκης, σε σχετικό του δημοσίευμα τα «Αναχουρδομέτοχα», γενέθλιος τόπος του πατέρα του, ήταν η σημερινή Ελεύθερνα. Ακούγονταν όμως «ανάχουρδο» επειδή αποτελείτο από μικρούς οικισμούς, που είχαν κάποια απόσταση μεταξύ τους. Η διάταξη των σπιτιών βόλευε αφάνταστα τους Τούρκους, που ανενόχλητοι θα σκότωναν και θα ρήμαζαν. Εκείνη τη νύχτα είχαν μόλις προλάβει να σκοτώσουν επτά ηλικιωμένους, τέσσερις άνδρες και τρεις γυναίκες, καθώς και τον Ιερομόναχο Αρκαδίου Μάξιμο Καλλιγιάννη, όταν βρέθηκαν μπροστά σε ανελέητους τιμωρούς. Ήταν ο Επιμενίδης Μαρούλης και οι Ι. Σγουρός, Λ. Μπογιατζόγλου και Ν. Βενιανάκης που είχαν ενημερωθεί για την έφοδο κι έσπευσαν να βοηθήσουν τους χριστιανούς και να εκδικηθούν τον άδικο θάνατο των θυμάτων.
Αιφνιδίασαν τον εχθρό, που τράπηκε σε φυγή. Οι ηρωικοί οπλαρχηγοί όμως, δεν τους άφησαν να πάρουν ανάσα. Τους κυνήγησαν μέχρι του Σταυρωμένου. Σκότωσαν 33 Τούρκους και όπως έδειχνε η επιμονή τους, είχαν σκοπό να αποτελειώσουν τους υπόλοιπους, που από το φόβο τους άφησαν και τα λάφυρα που είχαν συγκεντρώσει από την επιδρομή αναζητώντας δρόμο να σωθούν.
Είχαν πάρει το μάθημά τους αυτοί, κι ένα μήνυμα οι άλλοι, που θα αποτολμούσαν κάποια έφοδο σε ανυπεράσπιστο χωριό.
Η Δυτική Κρήτη στον αγώνα
Μετά το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου η επανάσταση εξακολουθούσε μόνο στη Δυτική Κρήτη.
Ο Μουσταφά Πασάς σημείωνε νίκες, που δεν ήταν όμως αποφασιστικές. Η ύπαιθρός όπως είδαμε και με το περιστατικό στα Αναχουρδομέτοχα γνώριζε την απόλυτη λεηλασία, αλλά οι Χριστιανοί δεν δήλωναν υποταγή.
Κι ήρθε η νίκη του ταγματάρχη Ζυμβρακάκη στην Αγία Ρουμέλη, στις 8 Ιανουαρίου 1867, να αναζωπυρώσει την επανάσταση. Νέοι εθελοντές έρχονται για βοήθεια των Κρητικών και νέες συγκρούσεις γίνονται σε όλο το νησί. Η πιο σημαντική είναι η νίκη του Κορωναίου, το Μάρτη του 1867, στο Αμπελάκι του Ρεθύμνου, όπου οι Τούρκοι έχασαν 400 άνδρες.
Στη μάχη αυτή τραυματίστηκε πολύ σοβαρά ο Επιμενίδης Μαρούλης. Αποσύρθηκε υποχρεωτικά στο χωριό του. Δεν είχε άλλωστε δυνάμεις για να συνεχίσει. Μόλις που είχε ξεγελάσει το θάνατο. Πέρασε καιρός μέχρι να ανακτήσει τις δυνάμεις του. Η φλόγα όμως για τη λευτεριά δεν έσβησε ποτέ μέσα του. Κι όταν ξέσπασε και η επόμενη επανάσταση του 1876, βρέθηκε πάλι στην πρώτη γραμμή. Οπλαρχηγός ατρόμητος και αποφασισμένος για την επιτυχία του μεγάλου σκοπού.
Δεν έλειψε από καμιά επανάσταση. Δεν ξέχασε τον όρκο του, να δει την Κρήτη ελεύθερη με κάθε θυσία. Και το όνειρό του εκπληρώθηκε.
Ο μεγάλος αυτός ήρωας πέθανε στο χωριό του, στις Μαργαρίτες, το 1926 με ήρεμη τη συνείδηση. Είχε κάνει το χρέος του και άφηνε τον ουρανό της Κρήτης ξάστερο.
Πηγές:
Κρήτη Αφιέρωμα
Κώστα Ξεξάκη: Επιλογή δημοσιευμάτων
Τιμόθεου Βενέρη: «Το Αρκάδι δια των αιώνων…»
Πολιτιστικό Ρέθυμνο: Χριστόφορου Σταυρουλάκη: Αρκάδι
Διάφορες πηγές στο διαδίκτυο