Οι πηγές τον παρουσιάζουν ελεήμονα, φιλάνθρωπο, έξυπνο, δραστήριο, δημιουργικό, πνευματώδη, «ψυχή» κάθε πνευματικής και πολιτιστικής δράσης.
Αν προσθέσουμε και πολύτιμη αξία του τόπου τότε έχουμε μια πλήρη εικόνα του Ιωάννη Κούνουπα, ιδρυτή του ιστορικού φαρμακευτικού οίκου και πατέρα τόσο σημαντικών προσωπικοτήτων της πόλης μας, όπως οι κ.κ. Ανδρέας και Μανόλης Κούνουπας.
Ο Ιωάννης Κούνουπας όπως πολύ εύστοχα είχε γράψει ο επίσης μεγάλος και σημαντικός Σπύρος Τ. Λίτινας, ήταν ο κρίκος που συνέδεε το παρόν με το παρελθόν του τόπου.
Έζησε όμως μια περιπετειώδη ζωή τα πρώτα χρόνια του βίου του και μέσα από ποικίλες δοκιμασίες σε καιρούς δίσεκτους, σφυρηλατήθηκε ο θαυμάσιος χαρακτήρας του που τον καταξίωσε στη χορεία των Ρεθεμνιωτών που άφησαν έντονο το πέρασμά τους από τον τόπο αυτό.
Δύσκολα χρόνια
Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο, αλλά η καταγωγή του ήταν από τον Άρδακτο Αγίου Βασιλείου. Οι καιροί ήταν δύσκολοι και ο Ιωάννης βίωσε από μικρός τη στέρηση και την ανέχεια όταν πέθανε ο πατέρας αφήνοντας ορφανά πέντε παιδιά, τρία κορίτσια και δύο αγόρια.
Η μάνα αντιμετώπισε τη μοίρα της με γενναιότητα και αξιοπρέπεια. Θα πρέπει να φανταστούμε τις συνθήκες της εποχής για να εκτιμήσουμε το θάρρος και την αποφασιστικότητα αυτής της γυναίκας.
Η επανάσταση του 1897, έφερε συμφορές στον άμαχο πληθυσμό. Δεν ήξερες αν θα ζούσες την επομένη, καθώς οι Τούρκοι απροειδοποίητα έμπαιναν στην πόλη για να σφάξουν, να ατιμάσουν, να καταστρέψουν, μήπως και κάνουν τους Ρωμιούς να μπούνε ξανά στον ζυγό.
Η γυναίκα ζούσε με τον εφιάλτη αυτό. Έπρεπε να προστατεύσει τα παιδιά της και κυρίως τα κορίτσια της. Βοήθεια δεν είχε από πουθενά. Έτσι πήρε τη μεγάλη απόφαση. Θα πήγαινε στην Αθήνα. Όσοι το άκουσαν, έκαναν το σταυρό τους. Που θα πήγαινε η βαριόμοιρη; Σίγουρα της σάλεψε από τις κακουχίες.
Η χήρα μάνα δεν άκουσε κανέναν. Και μια μέρα βρέθηκε στο πλοίο για τον Πειραιά. Με την πρώτη ματιά κατάλαβε πως κι άλλοι απελπισμένοι ήταν στη θέση της. Σαν τώρα που παρακολουθούμε, παθητικοί θεατές, το δράμα της προσφυγιάς, έτσι και τότε.
Αμέτρητο το ψυχομάνι στο πλοίο. Και ο καιρός καθόλου φιλικός.
Σαν έφτασαν στο προορισμό τους, μια κραυγή ξέσπασμα, βγήκε από το βασανισμένο στήθος της, που πλάνταζε από την αγωνία για το μέλλον της ίδιας και των παιδιών της.
Αμέσως μετά κατάλαβε πως δεν έχει το δικαίωμα να λυγίσει. Μόνη της έπαιρνε κουράγιο κι έδινε και στα παιδιά της.
Σαν θλιβερό παραμύθι
Ο κ. Μανόλης Κούνουπας με την απαράμιλλη πέννα του, που τον έχει καταξιώσει στα Ελληνικά Γράμματα, περιγράφει τις περιπέτειες της γιαγιάς και του πατέρα του σε ένα διήγημα που περιέχεται στη σειρά «Στενοποριές και στενορύμια».
Με χίλια βάσανα και μεγάλη εκμετάλλευση έφθασε η γυναίκα στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε πρόχειρα σε ένα κατάλυμα στα Εξάρχεια. Ένιωθαν όλοι χαρούμενοι που βρήκαν μια στέγη, αλλά γρήγορα ήρθε κι άλλος κεραυνός να τους αναστατώσει. Αρρώστησε η μικρή αδελφή. Καινούργιος Γολγοθάς για τη μάνα. Και όλα αυτά στάλαζαν εμπειρίες έστω κι οδυνηρές στη συνείδηση του νεαρού Ιωάννη.
Οι δύο μεγάλες αδελφές δεν άργησαν να βολευτούν σε ένα μοδιστράδικο. Μείνανε τ’ αγόρια άπραγα αλλά και που να βρούνε δουλειά; Οι τόσοι πρόσφυγες είχαν κλείσει όλα τα περιθώρια για τους νεότερους και δεν υπήρχε καν προοπτική να φέρει ανάπτυξη ο καιρός. Μια γνωστή συμβούλεψε τη μάνα να στείλει τα αγόρια της στην ξενιτιά. Δεν υπήρχε κι άλλος δρόμος. Τι να κάνει η έρμη; Έσφιξε την καρδιά της. Έστειλε τον έναν στην Αμερική και τον Ιωάννη στην Αίγυπτο. Εκεί σίγουρα θα βρίσκανε δουλειά. Θα βοηθούσαν μάνα κι αδελφές που έμειναν πίσω.
Μόνος στο άγνωστο
Έτσι βρέθηκε ο Ιωάννης Κούνουπας σε μια κοινωνία που έσφυζε από πλούτο αλλά και πνευματική ζωή. Προορισμός του ένα πλούσιο κρητικό σπίτι που θα πήγαινε συστημένος. Οι πρώτες εικόνες που αντίκρισε ο Ιωάννης στο Κάιρο, σαν να είχαν βγει από κάποιο παραμύθι. Δεν χόρταινε να κοιτάζει γύρω του παράξενους ανθρώπους με ακόμα πιο παράξενο ντύσιμο.
Μερικές φορές τρόμαξε με κάποιες περίεργες φάτσες που πλησίαζαν απειλητικά. Με τρόπο έπιανε το πουγκί που του είχε ράψει στα ρούχα η μάνα του. Κι έπαιρνε ανάσα ανακούφισης. Ευτυχώς δεν υπήρξε κάτι δυσάρεστο μέχρι που βρήκε το αρχοντόσπιτο που περίμενε πως θα τον δεχτεί. Η απογοήτευση δεν άργησε να του «κόψει τα φτερά».
Η πρώτη επαφή με την οικοδέσποινα δεν ήταν και τόσο ενθαρρυντική παρά το γεγονός ότι ο μικρός με ευγένεια εξήγησε ποιος είναι και τι ζητά.
Η περιφρόνηση στο βλέμμα της μεγαλοκυρίας ήταν χαστούκι για την περηφάνια του κρητικόπουλου. Γύρισε χωρίς να σκεφτεί τίποτα και χάθηκε στους άγνωστους δρόμους. Δεν ήταν ζητιάνος για να ανέχεται τόσο εχθρική και αλαζονική συμπεριφορά. Η πείνα θέριζε τα σωθικά του. Αλλά η περηφάνια του δεν τον εγκατέλειψε ακόμα κι όταν ένας φιλεύσπλαχνος άνθρωπος προσφέρθηκε να του δώσει κάτι να φάει, όταν περνώντας από μια μπυραρία η μυρωδιά από τους μεζέδες του έφερε λιγοθυμιά.
Ο άνθρωπος εκείνος, που αποδείχτηκε καλός του άγγελος, του έδωσε και μια διεύθυνση για ένα φαρμακείο που ζητούσε υπάλληλο. Ο Ιωάννης δεν έχασε καιρό, σύντομα βρέθηκε κοντά σ’ ένα μυστήριο άνθρωπο που από την πρώτη στιγμή φαίνεται να συμπάθησε το 15χρονο προσφυγάκι. Το ίδιο και η γυναίκα του φαρμακοποιού.
Ο Ιωάννης έδειξε αμέσως τις ικανότητές του. Μέσα σε χρόνο ρεκόρ έκανε όσες δουλειές του ανέθεταν κι ακόμα περισσότερες. Έγινε η «μασκότ» του φαρμακείου. Οι θαυμαστές της αξιοσύνης του πλήθαιναν καθημερινά.
Ο μικρός είχε εξασφαλίσει τα απαραίτητα αλλά ο φαρμακοποιός δεν ήταν και ιδιαίτερα ανοιχτοχέρης. Μόνο όταν ο Ιωάννης αρρώστησε βαριά κι ο άλλος κατάλαβε πως θα χάσει ένα τόσο καλό και προκομμένο βοηθό άνοιξε το πορτοφόλι του για να τον σώσει. Και τα κατάφερε.
Ένας πολύτιμος βοηθός
Ο μικρός στο μεταξύ συνέχιζε να εργάζεται με ζήλο και από τα χρήματα που έπαιρνε αμοιβή δεν ξόδευε τίποτα. Η σκέψη της μάνας του τον απασχολούσε και η τύχη των κοριτσιών.
Όταν πια έκρινε πως είχε κάνει ένα κομπόδεμα δήλωσε ότι θα φύγει. Τρελάθηκε το ζευγάρι, τον ένιωθε πια παιδί του και δεν ήθελε να το αποχωριστεί. Πέντε χρόνια έβλεπαν με τα μάτια του, ανάσαναν με την ανάσα του. Τον ήθελαν κοντά τους κι όλα θα ήταν δικά του. Η νοσταλγία όμως είχε αρχίσει να βασανίζει τον Ιωάννη, και πήρε το δρόμο του γυρισμού. Εκτός από χρήματα κουβαλούσε πλέον και μια τεράστια εμπειρία θητεύοντας κοντά σ’ έναν άνθρωπο που του έμαθε τόσα πολλά.
Μια σύντροφος μοναδική
Πέρασαν οι κακές μέρες, ο Ιωάννης βρέθηκε στο Ρέθυμνο και ευτύχισε να ενώσει τη ζωή του με μια πανέμορφη Χανιώτισσα δασκάλα τη Λέλα Καραπατάκη.
Από την πρώτη στιγμή κατάλαβε ο Ιωάννης ότι με την όμορφη αυτή γυναίκα μιλούσαν την ίδια γλώσσα συναισθημάτων.
Όταν η προκυμαία του Ρεθύμνου γέμισε προσφυγιά και η Λέλα αδιαφορώντας για το πρωτόκολλο και την υψηλή θέση της στην κοινωνία, γύριζε να κάνει εράνους για τα συσσίτια των προσφύγων εκείνου πετάριζε η καρδιά. Πόσο συμφωνούσε με την αγγελική αυτή παρουσία πλάι του. Συμπλήρωνε κι αυτός διακριτικά με τις δικές του πρωτοβουλίες τα κενά για την ανακούφιση των προσφύγων.
Τα παιδιά τους θυμούνται με συγκίνηση ότι την περίοδο που δεν είχαν ακόμα οι πρόσφυγες τακτοποιηθεί, η Λέλα, αυτός ο επίγειος άγγελος έπαιρνε με τη συναίνεση του ανδρός της τα εσώρουχα των παιδιών για ν’ αλλάξουν τα προσφυγόπουλα. Κι από κοντά ο Ιωάννης να προμηθεύει φάρμακα στους αρρώστους χωρίς να παίρνει κανένας είδηση τις αγαθοεργίες του.
Αρκετά χρόνια μετά ο Κούνουπας συνήθιζε να ψωνίζει μεγάλες ποσότητες κρέατος και κάθε εβδομάδα να στέλνει με τον υπάλληλό του τσάντες αγάπης στους πρόσφυγες να ταΐσουν την οικογένειά τους.
Και να ήταν μόνο το προσφυγικό στοιχείο;
Κοντά σε κάθε αναξιοπαθούντα
Πόσοι και πόσοι δεν κατέφευγαν στο φαρμακείο του να πουν τον πόνο τους και να φύγουν με τα απαραίτητα… Έστελνε όμως και ο Θεός στον γενναιόδωρο Ρεθεμνιώτη που ποτέ δεν στερήθηκε κατά θεία οικονομία.
Μα η ζωή χρειαζόταν κι ένα «ευ» για να γίνεται καλύτερη. Κι αυτό το ήξερε ο Ιωάννης Κούνουπας και το εφάρμοζε.
Η παρέα του άνθρωποι με την ίδια διάθεση να «κλέβουν μια του χάρου», έδιναν ζωή στην πόλη.
Με δικές τους πρωτοβουλίες οι Απόκριες αποκτούσαν μια άλλη ομορφιά.
Η σάτιρα κυλούσε στις φλέβες του Ρεθεμνιώτη φαρμακοποιού και διασκέδαζε τους πάντες με το αστείρευτο κέφι του.
Στο περίφημο κομιτάτο που έγινε και προπομπός του Καρναβαλιού όπως το ξέρουμε, πρώτος και καλύτερος ήταν ο Κούνουπας.
Κι όμως ποτέ δεν ξέφυγε από τα όρια της ευπρέπειας. Ήταν υπόδειγμα συζύγου και πατέρα.
Αγαπούσε τους φίλους του κι εκείνοι το ανταπέδιδαν.
Ο γιος του εκλεκτός λογοτέχνης Μανόλης Κούνουπας, αναφέρει την περίπτωση με την Ευκλείδη τον περίφημο γιατρό της προσφυγιάς, που όταν κατάφερε να εξοικονομήσει ένα καρβέλι επί Κατοχής, με τον φίλο του φαρμακοποιό έσπευσε να το μοιραστεί.
Αξιαγάπητος και αξιοσέβαστος ήταν ο Κούνουπας μέχρι τα βαθειά του γεράματα.
Αυτό που επίσης του πιστώνει ο χρονογράφος του ήταν η τελειομανία που τον χαρακτήριζε.
Κάποιες Απόκριες αποφάσισε να ντυθεί… «Βενιζέλος» κι έκανε τις κυρίες που είχε καλέσει για συμβούλιο η γυναίκα του ως πρόεδρος να τον μπερδέψουν με τον Εθνάρχη όταν τον αντίκρισαν ξαφνικά και απροειδοποίητα να μπαίνει στο σαλόνι και να σηκωθούν για να του υποβάλουν τα σέβη τους.
Και Βενιζέλος ήθελε να ντυθεί από υπερβολική αγάπη στον Ελευθέριο, του οποίου ήταν φανατικός και αφοσιωμένος οπαδός. Αισθήματα που ο μεγάλος πολιτικός εκτιμούσε και ανταπέδιδε σε αγάπη και σεβασμό.
Κοντά στη γενέτειρα
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στην Αθήνα. Ερχόταν όμως στο Ρέθυμνο γιατί μακριά του δεν ανάσανε. Εδώ τον βρήκε ο θάνατος. Ήταν το 1964 και η κηδεία του έγινε με πάνδημη συμμετοχή. Ακόμα και η Δημοτική Φιλαρμονική απέδωσε τιμές. Γιατί ο Ιωάννης Κούνουπας πρόσφερε στον τόπο, κι αυτό δεν το λησμόνησε ποτέ κανείς.