Της ΧΡΥΣΑΣ ΔΑΜΙΑΝΑΚΗ*
Καταθέτοντας τη μαρτυρία του για τη γλώσσα, ένας μεγάλος τεχνίτης της, ο Παντελής Πρεβελάκης, έγραφε: «Η πνευματική ζωτικότητα του λαού της υπαίθρου αναγνωρίζεται από τη γλώσσα, που ξέρει να ξεχωρίζει και να ονομάζει τα είδη, κατ’ αντίθεση προς τους αστούς των μεγαλουπόλεων» (Δείχτες Πορείας, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 1985, σ. 167). Η γλώσσα του τόπου μας, του Οροπεδίου Λασιθίου, είναι πράγματι εκείνη που μας συνδέει με τις ρίζες μας, τους γονείς και τους προγόνους μας, είναι η ίδια η πατρίδα! Κατά την πολυχρόνια παραμονή μου στο εξωτερικό για σπουδές, διατηρούσα ένα τετράδιο που έφερε μια ετικέτα με τις λέξεις «Η γλώσσα της μάνας μου». Το είχα πάντα εύκαιρο στο γραφείο μου, δίπλα στα βιβλία μου, και κάθε φορά που θυμώμουν κάποια σπάνια λέξη που χρησιμοποιούσε η αείμνηστη μητέρα μου Αριάδνη Δαμιανάκη (κόρη του δασκάλου Μιχαήλ Μαρκουλάκη), τη σημείωνα με χέρια που έτρεμαν από συγκίνηση γιατί η λέξη εκείνη μου θύμιζε όχι μόνο τη μάνα, αλλά και την ιδιαίτερη πατρίδα, το Λασίθι!
Συνεπαρμένη από την αγάπη μου για τη γλώσσα, συνειδητοποιούσα τότε ότι η κρητική λαλιά δεν ήταν μόνο το φυσικό καλλιτέχνημα όπου πραγματοποιείτο η ευκρασία του αισθητού με το νοητό, αλλά και ότι είχε τη δύναμη να εμφαίνει το ήθος των ανθρώπων που την μιλούσαν. Είχε με άλλα λόγια καταστεί το πνευματικό ταμείο τους, επειδή εξέφραζε τον κοινό τρόπο με τον οποίο συνειδητοποιούσαν τον κόσμο και πορεύονταν μέσα σ’ αυτόν. Εδώ δεν είχαν θέση οι ελιτίστικες ασάφειες της κοσμοπολίτικης Αθήνας, οι επίκαιρες ρητορίες και οι κομπορρημοσύνες πολιτικών και αστών, και οι μάταιες αβροφροσύνες των διανοουμένων. Όπως υπαγόρευε το ευαγγέλιο, το ναι ήταν ναι, και το όχι, όχι («έστω δε ο λόγος υμών ναι ναι, ου ου· το δε περισσόν τούτων εκ του πονηρού έστιν» Ματθ. 5, 37).
Τούτη η άψογη διαύγεια ήταν η μεγαλύτερη μαρτυρία της ευθύτητας και της γνησιότητας του χαρακτήρα των Kρητικών του Οροπεδίου. Και πόσα θάχε κανείς να πει για όλες εκείνες τις σοφές παροιμίες και τα ρητά των αρχαϊκών ανθρώπων του Λασιθίου. Η γιαγιά μου, η δασκάλα Χρυσή Μαρκουλάκη (συμμαθήτρια της Γαλάτιας Καζαντζάκη στο Παρθεναγωγείο Ηρακλείου), με ενεθάρρυνε πολλές φορές με τούτο το λαϊκό ρητό: «Ποτέ μην απελπίζεσαι με τη δική σου γνώση, γιατί δεν ξέρεις ο Θεός τι έχει να σου δώσει». Πόση πίστη, -θέλω να πω εμπιστοσύνη στο Θεό, στη δικαιοσύνη και στην οικονομία Του- δεν φανέρωναν τούτα τα λόγια, ικανά από μόνα τους να διαπλάσουν χρηστά ήθη. Τούτη ήταν η θεογνωσία του λαού, υπέρτερη κάθε κοσμικής γνώσης!
Αλλά η λασιθιώτικη διάλεκτος καθρεφτίζει και την ιστορική διαδρομή των κατοίκων του τόπου. Με τι θαυμασμό ανακάλυψα κάποτε ότι η λέξη «απόσκιας» που χρησιμοποιούσε η μητέρα μου, αλλά και άλλοι χωριανοί, προέρχονταν από την ιταλική λέξη «poscia» που συναντούσα συχνά σε ιταλικά λογοτεχνικά κείμενα του 15ου αιώνα, -λέξη που σήμαινε «μετά, ύστερα», και δεν χρησιμοποιείται πια στη σύγχρονη ιταλική. Η Κρητική διάλεκτος όμως (ίσως μόνο εκείνη του Οροπεδίου), την είχε διασώσει διά μέσου πέντε και παραπάνω αιώνων!
Ποιός λοιπόν δεν θα συγκινηθεί σήμερα παίρνοντας στα χέρια το «Γλωσσάρι του Λασιθιώτη» του εξαίρετου συμπατριώτη Ιωάννη Καραβέλα. Ένα βιβλίο που δεν κοινωνεί μόνο λέξεις της μητρικής γλώσσας, αλλά λέξεις φορτισμένες από τον ψυχισμό και την ιστορική πορεία των ανθρώπων που την μιλούσαν και την μιλούν ακόμα. Το εγχείρημα μπορεί να φαίνεται κοινό, αλλά ο αναγνώστης που αγαπά τη μητρική γλώσσα του τόπου του, θα το περιβάλει με την αίγλη που αναβρύζει από το βλέμμα του, δηλαδή από την ψυχή του! Γιατί συναισθάνεται ότι βρίσκεται μπροστά σε ένα ταμείο διαφύλαξης της πνευματικής κληρονομιάς του τόπου. Αυτό συνέβη και σε μένα που θεωρούσα ανέκαθεν τη γλώσσα ως το κύριο εκφραστικό μου μέσον, και είχα από τα μικράτα μου προσέξει το φυσικό κάλλος της Λασιθιώτικης ντοπιολαλιάς, τον ρυθμό και την γλυκύτητα των ήχων της, γνωρίσματα που στερούνται οι διάλεκτοι της υπόλοιπης Κρήτης. Με ζήλο λοιπόν θησαύριζα λέξεις πηγαίνοντας από χωριό σε χωριό, από τη μια γερόντισσα στην άλλη. Διανεύοντας τώρα με το βλέμμα τις λέξεις στο «Γλωσσάρι του Λασιθιώτη», σκεφτώμουν με συγκίνηση και ευδαιμονία: Α! τούτη τη λέξη την έλεγε η μάνα μου, εκείνη η θειά μου η Αγγελική… και μπροστά μου άνοιγε σα μυστικός κήπος, αρχέτυπο ουράνιου κόσμου, η πατρίδα, το Οροπέδιο Λασιθίου! Η εξίσωση γλώσσα=πατρίδα έκανε τον Δάντη να γράψει στην Θεία Κωμωδία ότι οι κολασμένοι ανατινάσσονταν από τους τάφους τους όταν εκείνος, περνώντας δίπλα τους μιλούσε τοσκάνικα!
Με τούτες τις σκέψεις ξαναδιάβασα το «Γλωσσάρι του Λασιθιώτη» (2012) του αγαπητού συμπατριώτη μου, Γιάννη Καραβέλα, ενός από τους λεξικογράφους της Λασιθιώτικης διαλέκτου, εκλεκτού τέκνου της ευλογημένης γης του Οροπεδίου. Αλλά ο νομός Λασιθίου σεμνύνεται και για ένα άλλο τέκνο του που έχει καταξιωθεί ως ο διαπρεπέστερος σύγχρονος μελετητής της Ελληνικής γλώσσας: μιλώ για τον σεμνό και επιφανή γλωσσολόγο Χριστόφορο Χαραλαμπάκη, επιμελητή του «Χρηστικού Λεξικού της Νεοελληνικής Γλώσσας» της Ακαδημίας Αθηνών (2015), μια Κιβωτό που θέλησε να διαφυλάξει την ελληνική γλώσσα για να την παραδώσει ανόθευτη στις επόμενες γενεές ελλήνων και φιλελλήνων. Αξίζει κάθε τιμή στον ακούραστο και μεγάλο τούτο εραστή της ελληνικής γλώσσας, και κριτικό της λογοτεχνίας του τόπου μας, και είθε το Πατριαρχείο να τον ανακηρύξει Άρχοντα και Διδάσκαλο του Γένους. http://www.phil.uoa.gr/fileadmin/phil.uoa.gr/uploads/linguistics/CHARALABAKIS_Full.pdf
* Η Χρύσα Δαμιανάκη είναι καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Σαλέντο (Ιταλίας)-Σχολή Καλών Τεχνών
chrysa.damianaki@unisalento.it