Με την ευκαιρία της μεγάλης επετείου των 200 χρόνων από την Ανάσταση του Γένους, ας θυμηθούμε μερικούς φιλέλληνες που έχουν άμεση σχέση με τον τόπο μας.
Κι ένας από αυτούς ήταν ο ηρωικός Βαλέστρα που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην επανάσταση του 1821.
Ο Ιωσήφ Βαλέστ ή Βαλέστρας ή Μπαλέστρας (Joseph Balestra, – 1822) ήταν Γάλλος φιλέλληνας αξιωματικός, κορσικανικής καταγωγής, που γεννήθηκε στα Χανιά. Εκεί ζούσε ο πατέρας του που ήταν έμπορος και από τους πιο γνωστούς.
Ο Ιωσήφ πήγε στη Γαλλία και εισήχθη στη Σχολή Πολέμου Επί Ναπολέοντα του Α’, ήταν λοχαγός και υπηρέτησε στο στρατό του μέχρι την πτώση του μεγάλου στρατηγού.
Οι πολιτικές αλλαγές στη Γαλλία τον έκαναν να παραιτηθεί. Έμεινε για λίγο στην Τεργέστη μέχρι που τα γεγονότα τον έκαναν να έρθει στην Ελλάδα, 7 Ιουνίου του 1821, με το καράβι του Κροάτη Παύλου Στάικοβιτς ακολουθώντας τον Δημήτριο Υψηλάντη.
Στις 21 Ιουλίου, ο Υψηλάντης ανέθεσε στον Βαλέστ την οργάνωση Σώματος Τακτικού στρατού και τον ονόμασε συνταγματάρχη. Στο Σώμα αυτό εντάχθηκαν εθελοντές, Έλληνες και ξένοι Φιλέλληνες, τους οποίους έντυσε ομοιόμορφα με στολές μαύρου χρώματος. Για το λόγο αυτόν ονομάσθηκαν Μαυροφόροι. Ο ίδιος ο Βαλέστ στο γράμμα του προς τον γραμματέα του Γαλλικού προξενείου της Τεργέστης Chevalier από την Καλαμάτα 21 Ιουλίου 1821 έγραφε «Οι Τούρκοι δεν είναι τίποτα. Κλεισμένοι μέσα στα φρούριά τους, δεν τολμούν να ξεμυτίσουν. Εάν είχα μόνο 2 τάγματα από το παλιό μου σύνταγμα, η Τριπολιτσά θα έπεφτε σε μισή μέρα. Αλλά τι μπορεί κανείς να περιμένει από απειθάρχητα μπουλούκια… Ο πρίγκιψ Υψηλάντης μού έδωκε την εντολή να παρατήσω το στρατόπεδο (της Τρίπολης) και να έρθω εδώ (στην Καλαμάτα) για να οργανώσω ένα σύνταγμα από όλους τούς ξένους που πλεονάζουν στον Μοριά».
Η πολεμική δράση του στον τακτικό στρατό ξεκίνησε στις 27 Αυγούστου 1821. Ο Δημήτρης Φωτιάδης έγραψε ότι «προσπάθεια απόβασης των Τούρκων στα παράλια της Καλαμάτας αποτυχαίνει, στη μάχη ξεχώρισε ο φιλέλληνας Γάλλος συνταγματάρχης Βαλέστ». Η περιγραφή του Χρίστου Βυζάντιου, Θρακιώτη εθελοντή στον τακτικό στρατό, είναι διαφορετική: «Οί εν τοίς πλοίοις γενίτσαροι, ίδοντες παρατεταγμένον τακτικό στράτευμα, ηχούντων των σαλπίγγων και τυμπάνων αυτού καί αγνοούντες τα διατρέχοντα, ήτοι οποίος στρατός ήτο ούτος, κατελήφθησαν υπό φόβου, μη θέλοντες να αποβώσιν, ως εκ τούτο ο εχθρικός στόλος διήλθεν εκείθεν εν απραξία».
Ο ίδιος γράφει: «Ό Υψηλάντης διέταξε περί τα τέλη Σεπτεμβρίου τον Βαλέστρ να προσέλθει με το τακτικό σώμα εις την πολιορκία της Τριπόλεως. Μετά 10 ημέρας από της αφίξεως του τακτικού σώματος ανηγγέλθη ότι ο παραπλέων τουρκικός στόλος εισήλθεν εις τον Κορινθιακό κόλπο απειλώντας τα παράλια αυτού. Ουδείς όμως, αναμένοντας τη λαφυραγωγία της Τρίπολης, ανησύχησε. Ο Υψηλάντης και ο Βαλέστρ με το τακτικό σώμα και 500 άνδρες που τους έδωσε ο Κολοκοτρώνης, υπό την αρχηγία των γιων του Πάνου και Γενναίου ανεχώρησε εις το Αίγιο. Μετά την άλωση της Τρίπολης το τακτικό σώμα ήλθεν είς Άργος. Αλλά όταν το σώμα απέτυχε στην άλωση του Ναυπλίου έχασε την αρχική του αίγλη. Στις 20 Μαρτίου 1822 ο Βαλέστ φτάνει στο Λουτρό της Κρήτης. Ήθελε πολύ να βρεθεί στην Κρήτη γιατί έλεγε πάντα πως ήτο Κρητικός τιμώντας τον τόπο καταγωγής του. Η νοσταλγία του είχε γίνει εντονότερη όταν βρέθηκε με άλλους Κρήτης στην Πελοπόννησο και έλαβε μέρος μαζί τους κατά την άλωση της Τρίπολης.
Επιστροφή στην Κρήτη, η σύλληψή στον Κάστελλο και η εκτέλεσή του
Πράγματι κατά μήνα Μάρτιο του 1822 ήλθε και παρουσιάσθηκε ενώπιον του Αφεντούλιεφ που ήταν αρμοστής τότε. Ο Βαλέστρα με την εμπειρία που διέθετε αξιολογώντας την κατάσταση από στρατιωτικής πλευράς συμπέρανε πως με στρατιώτες με τόσο ακμαίο ηθικό θα ήταν απλός περίπατος η άλωση του κάστρου της Φορτέτζας. Μια τέτοια επιτυχία, θα είχε κολοσσιαίαν σημασίαν για την έκβαση του αγώνα και με χαρά του είδε να συμφωνούν οι πάντες με το σχέδιο αυτό. Ακόμα και ο Αφεντούλιεφ συμφώνησε χωρίς βέβαια να σταματήσει να κάνει και δεύτερες σκέψεις όπως το συνήθιζε.
Αναφέρει σχετικά ο Σταύρος Κελαϊδής σε ένα εξαιρετικό αφιέρωμά του στον Βαλέστρα:
«Οι δικοί μας, που έλαβαν μέρος ανήρχοντο εις τρεις χιλιάδες άνδρας, κατά δεν τον «φίλον» μας Σπυρίδωνα Τρικούπην, εις τέσσαρας. Κατέλαβον το «Πέταλον» του Βρύσινα έως δεξιόν της παρατάξεως – Το Κέντρον ήτο το χωριό Κάστελλος και το αριστερό, το Βαρσαμόνερο. Πάνω και Κάτω.
Κατά το σχέδιον, θα έπρεπε το Κέντρον να προκαλέσει τον εχθρό και κατόπιν να υποχωρεί για να τον παρασύρουν έξω και να τον θέσουν μεταξύ τριών πυρών.
Ο Βαλέστρας, ευρισκόμενος στο Βαρσαμόνερο, θα επήρχετο κατά της πόλεως. Τόσο δε βέβαιος ήτο περί της επιτυχίας ώστε το άλογο του το είχεν αφήσει στον άγιον Κωνσταντίνον, για να είναι ευκίνητος. Χαίρων δεν και αγαλλόμενος ετραγουδούσεν εψυχώνων τους άνδρας και λέγων ότι θα εισέλθη στο Φρούριον ξιφήρης…».
Κι ενώ φαίνονταν όλα ευνοϊκά για τους δικούς μας, ήρθε πάλι η αιώνια κατάρα της φυλής να φέρει συμφορές.
Ήταν παραμονές της μεγάλης επίθεσης, όταν έγινε αντιληπτή από τους ντόπιους αγωνιστές, μια ομάδα Τούρκων που βάδιζε προς Κάστελλο, είτε προς ανίχνευση είτε προς λαφυραγωγία.
Αμέσως τους εξουδετέρωσαν, σκότωσαν 14 από αυτούς και συγκέντρωσαν σπουδαίο οπλισμό. Κι εκεί πάνω στη μοιρασιά ξέσπασαν ομηρικοί καυγάδες που όχι μόνο έγιναν αντιληπτοί από τους Τούρκους αλλά από τη θέση που βρίσκονταν φανερώθηκαν και τα σχέδιά τους.
Έτσι όταν επιτέθηκαν στους Τούρκους δεν κατάφεραν να τους αιφνιδιάσουν όπως σχεδίαζε ο Βαλέστρα. Βγήκαν από το κάστρο και προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές στους Κρήτες.
Αν και η επιχείρηση είχε κριθεί ο Βαλέστρας δεν υπέστειλε τη σημαία αλλά αντίθετα συνέχισε να πολεμά με αφάνταστη γενναιότητα, αν και τραυματισμένος.
Κάποια στιγμή μάλιστα κινδύνευσε να συλληφθεί ζωντανός όταν ένας γιγαντόσωμος ήρωας ο Ανδρέας Βούρβαχης, από τους άνδρες του Στρατηγού Δεληγιαννάκη, τον σήκωσε στους ώμους του και προσπάθησε να τον απομακρύνει. Επειδή ήταν θέμα χρόνου να συλληφθούν και οι δυο, αναγκάστηκε να τον κρύψει, σ’ ένα πυκνό βάτο. Οι Τούρκοι όμως τον βρήκαν, του έκοψαν το κεφάλι και το δεξί χέρι.
Μαζί μ’ αυτόν, έπεσαν ογδόντα ακόμα παλικάρια. Αυτά έγιναν, το διήμερο 12 και 13 Απριλίου 1822.
Τα λείψανα του Βαλέστρα οι Τούρκοι τα πήραν και τα έφεραν στο Ρέθυμνο σαν τρόπαιο αλλά τελικά αυτά βρέθηκαν κι αλλού. Το κεφάλι του ήρωα, στάλθηκε δώρο στον καπουδάν-πασσά Καρά Αλή, εκείνου που έκανε την απόπειρα απόβασης στην Καλαμάτα τον Αύγουστο του 1821 και βρισκόταν τον Ιούνιο του 1822 στη Χίο επικεφαλής του στόλου που έκαψε το νησί. Όταν ο Κωνσταντίνος Κανάρης ανατίναξε την τουρκική ναυαρχίδα, μαζί με τον Καρά Αλή, πάνω στα κατάρτια της ήταν κρεμασμένα κορμιά Ελλήνων καθώς και το κεφάλι και το δεξί χέρι του Βαλέστ.
Αυτό ήταν το ηρωικό τέλος του Βαλέστρα που έγινε αφορμή να αναδειχθεί ακόμα μια φορά το τραγικό αποτέλεσμα που έχει ο διχασμός για εξυπηρέτηση συμφερόντων.
Ο Ιωάννης Πετρώφ
Από τους σπουδαιότερους φιλέλληνες κι ένας «γαμπρός» του Ρεθύμνου. Ήταν ο Ιωάννης Πετρώφ.
Αυτός γεννήθηκε στη Μόσχα το 1849 και πέθανε στην Αθήνα το 1922. Στην ελληνική πρωτεύουσα εγκαταστάθηκε οικογενειακώς το 1882. Σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή της Πετρουπόλεως και έγινε αξιωματικός του πυροβολικού. Όμως, ο έρωτάς του για τα Γράμματα και ειδικά για την Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας (κυρίως στην αρχή, γιατί ύστερα διεύρυνε τα ενδιαφέροντά του και για τις άλλες περιόδους του ελληνικού παρελθόντος), τον ώθησαν σύντομα στη λήψη της αποφάσεως να παραιτηθεί (το 1874 ή το 1875) από τον στρατό, προκειμένου να επιδοθεί αποκλειστικά στη μελέτη της ελληνικής Ιστορίας (με την ευρεία έννοια-σημασία της λέξεως). Σκοπός του ήταν να υποστηρίξει τα ελληνικά δίκαια και γραπτώς, από τις στήλες των περιοδικών και των εφημερίδων, όπως και προφορικώς, με σειρά ομιλιών-διαλέξεων. Μάλιστα, υπήρξε και εκδότης ή συνεκδότης ενός περιοδικού, το οποίο ονομαζόταν «Ανατολή», που διεύθυνε για εφτά χρόνια.
Στην προσπάθειά του αυτή προχώρησε, αφού κατάρτισε μία πλούσια, ειδική, βιβλιοθήκη, ενώ φιλοτέχνησε πλήθος χαρτών, ατλάντων και πινάκων, που χρησιμοποιούσε και επιδείκνυε, αναρτούσε στη διάρκεια των ομιλιών του. Αξίζει να σημειωθεί ότι για την εξυπηρέτηση του αντικειμενικού σκοπού του συγκέντρωσε (εκτός από την πλούσια συλλογή βιβλίων σε πολλές γλώσσες) και τεύχη περιοδικών, ακόμα δε και φύλλα εφημερίδων από πολλές χώρες, κρατώντας, συνήθως, τα ενδιαφέροντα αποκόμματά τους, και έτσι απόκτησε σύντομα αρκετούς φακέλους, δηλαδή Αρχείο ταξινομημένων αποκομμάτων του Τύπου. Ήταν κάτοχος (και) της ελληνικής γλώσσας, την οποία έγραφε με καλλιγραφικότατα γράμματα, όπως αποδεικνύεται από τα χειρόγραφά του, από τη διασωθείσα αλληλογραφία του και από τις επεξηγήσεις και τις εγγραφές του στους άτλαντες, στους χάρτες, τους οποίους κατάρτισε, μερικούς από τους οποίους, άλλωστε, είδε και δημοσιευμένους. Γνώριζε, ακόμα, τις σλαβικές γλώσσες (πέρα από τη ρωσική), όπως και τη γαλλική και τη γερμανική γλώσσα. Μετά τη (μόνιμη) εγκατάστασή του στην Αθήνα, έμαθε καλύτερα και τη νεοελληνική γλώσσα και συγκεκριμένα την «καθαρεύουσα», ενώ απεχθανόταν έντονα τη «Δημοτική», την αποκαλούσε δε (και αυτός) «χυδαϊκή» ή και «διεφθαρμένη χυδαϊκή» και μάλιστα κάμνει τον χαρακτηρισμό τούτον στο κείμενο των λημμάτων της βιβλιογραφίας του, δηλαδή σε καθαρώς τυποποιημένα, καταγραφικά, στεγνά, κείμενα, όπου δεν συνηθίζεται (αν δεν πρέπει και να αποκλείεται) η αναφορά επαινετικών και αποδοκιμαστικών κρίσεων, οι οποίες ανήκουν στον προορισμό των βιβλιοκρισιών και όχι των βιβλιογραφικών καταγραφών.
Στην Αθήνα μετέφερε και την προσωπική βιβλιοθήκη του, την οποία εμπλούτισε πλέον με περισσότερες εκδόσεις στην ελληνική γλώσσα. Συνέχισε δε την πραγματοποίηση διαλέξεων σε πολλές πόλεις της τότε ελεύθερης χώρας, όπως και στην Αλεξάνδρεια (της Αιγύπτου) και στην Κύπρο.
Πέντε χρόνια μετά την εγκατάστασή του στην Αθήνα, είχε την ευτυχία, ο Ιωάννης Πετρώφ, να δει, επί τέλους, τυπωμένο το πρώτο έργο του. Ήταν ο «Άτλας του υπέρ της Ανεξαρτησίας ιερού αγώνος, 1821-1828…», ο οποίος εκδόθηκε στη Λειψία της Γερμανίας. Τούτος επανακυκλοφόρησε στην Αθήνα το 1971, με συμπληρώματα του Γιώργου Βαλέτα, γνωστού συγγραφέα και εκδότη («αναστυλωτή») των έργων άλλων.
Θα ήταν ευχής έργο, γράφει ο κ. Γιώργος Χιονίδης, να εκδοθεί ολόκληρη η βιβλιογραφία του Ιω. Πετρώφ, δεδομένου μάλιστα ότι λείπει μια παρόμοια (ή και η οποιαδήποτε βιβλιογραφική εργασία) για τη Μακεδονία, η οποία υστερεί και στον τομέα αυτόν, αφού έχουν εκδοθεί, αντίθετα, βιβλιογραφίες π.χ. για τη Θεσσαλία, για την Ήπειρο και για άλλα μεγάλα ή και μικρά διαμερίσματα της χώρας, γενικά ή ειδικά για την εποχή της Τουρκοκρατίας. Η σχετική συλλογή του Πετρώφ είναι εντυπωσιακή, καθόσον αφορά στα έργα τα οποία αναφέρονται στο Άγιον Όρος ή στο λεγόμενον «Ανατολικόν ζήτημα», όπως και στο «Μακεδονικόν ζήτημα» και στη διαμάχη του σλαβικού και του ελληνικού κόσμου, ιδίως στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και στις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού. Η αναφορά γίνεται συγκεκριμένα στον τομέα της Ιστορίας, της Εθνολογίας, της Προπαγάνδας, της Λαογραφίας κ.ά.
Γαμπρός του Ρεθύμνου
Ο Ιωάννης Πετρώφ παντρεύτηκε τη Δέσποινα Εμμανουήλ Καλαϊτζάκη που γεννήθηκε πιθανότατα το 1855 και πέθανε το 1908.
Ήταν απόφοιτος του Αρσακείου και συγγραφέας μικρού παιδικού βιβλίου έκδοσης 1887.
Είχε την τύχη να βρεθεί ανάμεσα σε μεγάλες προσωπικότητες της εποχής της.
Ήταν κόρη του παλαίμαχου αγωνιστή του 21 από τον Κάστελο, Εμμανουήλ Καλαϊτζάκη, αδελφή του πρωτοπόρου της Κρητικής Τυπογραφίας, Στυλιανού Καλαϊτζάκη και πρώτη ανιψιά του μεγάλου πατριώτη Εμμανουήλ Βυβιλάκη. Η αδελφή της Χρυσή είχε παντρευτεί τον ήρωα Εμμανουήλ Παχλά, από τα Περιβόλια έναν από τους μεγάλους αγωνιστές της αρκαδικής εθελοθυσίας που έπεσε ηρωικά μαχόμενος έξω από τη δυτική πύλη της Μονής.
Η Δέσποινα σπούδαζε στο Αρσάκειο, μένοντας στο σπίτι του θείου της Εμμανουήλ Βιβυλάκη, που αποτελούσε γι’ αυτήν ένα δεύτερο σχολείο.
Η ομορφιά, η χάρη και η ευρυμάθειά της την καταξίωσαν σύντομα στην αθηναϊκή κοινωνία και ήταν μάλιστα από τις περιζήτητες νύφες.
Όταν ήρθε στην Αθήνα ο Ιωάννης Πετρώφ, αναζητώντας σύζυγο, πρόσεξε αμέσως τη Δέσποινα και είδε στο πρόσωπό της την ιδανική γυναίκα που έψαχνε.
Ο γάμος τους έγινε το 1877, μόλις η Δέσποινα πήρε το δίπλωμά της Κουμπάρα τους ήταν η Μαρία Βλαστού, η αγαπημένη σύζυγος του μεγάλου λαογράφου Παύλου Βλαστού, πρώην μουσουλμάνα για να παντρευτεί τον καλό της.
Το ζεύγος Πετρώφ έφυγε αμέσως για τη Μόσχα αλλά επέστρεψε οριστικά το 1882.
Ο φλογερός φιλελληνισμός του Πετρώφ φαίνεται και μέσα στις εκδόσεις του. Να σημειωθεί ότι ερχόμενος στην Ελλάδα, μοίραζε το χρόνο του διαμένοντας ανάμεσα στην ελεύθερη Αθήνα και στο τουρκοκρατούμενο Ρέθυμνο. Μάλιστα το 1886 είχε γίνει μόνιμος κάτοικος της πόλης. Από το γάμο του απέκτησε μια κόρη την Κλεοπάτρα, η οποία παντρεύτηκε το Δεκέμβριο του 1913 τον Ευστράτιο Ευστρατιάδη.
Πρώτη έφυγε από τη ζωή η αγαπημένη του Δέσποινα το 1908 και την ακολούθησε εκείνος το 1922.
Πηγές:
Γιώργου Χιονίδη: Η ανέκδοτη βιβλιογραφία για τη Μακεδονία στα χρόνια της Τουρκοκρατίας του «εκ Μόσχας φιλέλληνος Ιωάννου Πέτρωφ»
Σταύρου Κελαϊδή: Βαλέστρας «Κρητική Επιθεώρηση» Μάιος 1952
Γιώργου Εκκεκάκη: «Ρεθεμνιώτες»
Γιώργου Εκκεκάκη: Μια ακόμα Ρεθεμνιώτισσα των Γραμμάτων