Θυμάμαι τον Ιωσήφ Χομπίτη σαν έναν άρχοντα καθισμένο στο θρόνο του. Όποτε έμπαινες στο μαγαζί του, σε καθήλωνε η επιβλητική του παρουσία στο βάθος του καταστήματος. Ομολογώ ότι αισθανόμουν ένα δέος στη θέα του αρχικά και μόνο όταν έβλεπα το ευγενικό του υπομειδίαμα ένοιωθα καλύτερα.
Ήταν στα πρώτα χρόνια της καριέρας μου, και δεν ξέρω πως, ξεκίνησα να ρωτώ για την τοπική ιστορία. Μάλλον πως μου είχε δημιουργήσει τη διάθεση ο Χριστόφορος Σταυρουλάκης με τις αξέχαστες ξεναγήσεις του.
Ίσως πάλι ήθελα να γνωρίσω καλύτερα τους αγωνιστές που ζούσαν ακόμα όλοι σχεδόν και με ξετρέλαιναν με τις ιστορίες τους από την Αντίσταση.
Τζιφάκης, Κυριακάκης, Ξεξάκης, Αλέκος Μαθιουδάκης, Νίκος Περακάκης, ήταν μερικοί από αυτούς που δεν χόρταινα να ακούω. Και κοντά σ’ αυτούς έφτασα «συστημένη» στον Ιωσήφ Χομπίτη. Ήρωας κι αυτός της Αντίστασης και από τους επιφανείς μάλιστα, όλοι το έλεγαν. Ακόμα κι όσοι ανήκαν στην άλλη πλευρά.
Οι παλιοί μου γνώριμοι, που διαβάζουν τα ονόματα, θα συμφωνήσουν ότι ποτέ δεν έδωσα σημασία σε ποια «όχθη» ανήκε καθένας. Θα συνέχιζα τη δημοσίευση σχετικών κειμένων τότε, αλλά κάποιος μου συνέστησε να σταματήσω την έρευνα και την καταγραφή, επειδή λόγω των «πολιτικών παθών» κινδύνευα να βρεθώ «μπερδεμένη». Κι έσπευσα να πειθαρχήσω έχοντας πικρή πείρα από οικογενειακές περιπέτειες λόγω αριστερού πατρός.
Σε λίγο καιρό βέβαια οι «σύμβουλοί» μου προχώρησαν σε εκδόσεις σχετικές με το θέμα που με ενδιέφερε αλλά από τότε δεν έδινα σημασία σε τέτοιες λεπτομέρειες. Μπορεί να μη δημοσίευσα, όμως, δεν σταμάτησα να κρατώ σημειώσεις από τις αναμνήσεις αυτές. Και κατά τύχη αγαθή αρκετές αφορούν τον Ιωσήφ Χομπίτη από τυχαίες συζητήσεις.
Μια δική του αφήγηση
Μια από αυτές έγινε το 1979, όταν ο αξέχαστος συμπολίτης ήταν Αντιπρόεδρος της Οργάνωσης Εθνικής Αντίστασης στο Ρέθυμνο.
Τον βρήκα να προετοιμάζει με συναδέλφους του μια εκδήλωση αγωνιστών για το ίδιο βράδυ, κι επωφελήθηκα να προκαλέσω τη μνήμη του να σταθεί σε κάποιες σημαντικές στιγμές από την περίοδο εκείνη.
«Από πού ν ‘αρχίσει κανείς παιδί μου είπε κι έμεινε λίγο σκεπτικός. Έγιναν τόσα πολλά συνέχισε. Εκείνο όμως που μου έκανε εξαιρετική εντύπωση και δεν ξεχνώ όσο θα ζω είναι το εξής συγκλονιστικό γεγονός:
Στο Ροδάκινο είχε γίνει μια συμπλοκή μεταξύ της αντάρτικης ομάδας της περιοχής με μια Γερμανική περίπολο, που αποτελούσαν 14 άνδρες. Στη διάρκεια της συμπλοκής σκοτώθηκαν οι 12 Γερμανοί και δύο πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Από τους Κρητικούς δεν έπαθε κανένας τίποτα. Ο αδελφός μου που ήταν συναρχηγός της ομάδας, με ειδοποίησε αμέσως, επειδή και άλλη φορά είχα συλληφθεί, να εξαφανιστώ γιατί σίγουρα οι Γερμανοί θα μας έψαχναν μετά τη συμπλοκή αυτή και το αποτέλεσμά της.
Με ειδοποίησε με κάποιον Πενθερουδάκη, ένα άξιο παιδί. Να φανταστείς ότι κάλυψε μια απόσταση δέκα ωρών σε τέσσερις μονάχα κι ήρθε στο σπίτι να μου δώσει το μήνυμα του αδελφού μου.
Πράγματι χωρίς να καθυστερήσω κατέφυγα στο σπίτι κάποιας θείας μου Μαραγκουδάκη στον Πλάτανο. Φθάνοντας εκεί την παρακάλεσα να πάει στο σπίτι και να παρατηρήσει την κίνηση για να με ενημερώσει και να δω πως θα πράξω στη συνέχεια.
Μέχρι να πάει η θεία μου στο σπίτι, μιλάμε για διάστημα δέκα μόνο λεπτών, το σπίτι είχε κυκλωθεί από Γερμανούς. Εκεί βρήκαν τη γυναίκα μου και τη ρώτησαν που βρίσκομαι. Όπως το συνήθιζε στις περιπτώσεις αυτές η Αντιγόνη μου, κράτησε την ψυχραιμία της και χωρίς να τα χάσει τους είπε ότι βρισκόμουν για δουλειά στα Χανιά και δεν ήξερε πότε θα επιστρέψω.
Η μέριμνα της Κουκλινού
Έφυγαν αλλά για δυο μέρες παρακολουθούσαν το σπίτι. Το ίδιο διάστημα φρόντισε να με ειδοποιήσει με κάποιο σύνδεσμο και μια καλή και γενναία κοπέλα που δούλευε για λογαριασμό μας στη Γερμανική Αστυνομία. Λεγόταν Κουκλινού. Από κάποιο τηλεφώνημα έμαθε τι είχε συμβεί και βιάστηκε να μου στείλει μήνυμα να φύγω. Δυστυχώς δεν ξέρω αυτή η κοπέλα αν ζει και που βρίσκεται.
Είχε δίκιο ο Ιωσήφ να αγνοεί την τύχη της γυναίκας αυτής. Η Νίνα Κουκλινού για την οποία έκανε λόγο ο Ιωσήφ Χομπίτης, είχε φύγει από το Ρέθυμνο μετά τον πόλεμο και ζούσε στην Αθήνα. Αργότερα την ανακάλυψα. Και τότε έμαθα ότι όπως συνέβη και με τα χωριά του Κέντρους, που δεν την πίστεψε κανείς και είδαμε τι ακολούθησε και στην περίπτωση του Χομπίτη που βρισκόταν σε κίνδυνο, έσπευσε να ειδοποιήσει. Ο λόγος που έδειχνε τόση αγωνία οφειλόταν στον έρωτά της για ένα εξαιρετικό παλικάρι που δούλευε με πάθος στην Αντίσταση, τον μετέπειτα σύζυγό της Γιώργη Κόγκα. Ανησυχώντας για την τύχη του, τον έψαχνε, και πάνω στην έρευνα, μόλις άκουγε κάτι που αφορούσε ζωές πατριωτών, έσπευδε να τους ειδοποιήσει. Έτσι έγινε και με τον Ιωσήφ Χομπίτη.
Κι όπως μου έλεγε αργότερα ο σεβαστός συμπολίτης και όχι μια φορά, στη Νίνα χρωστούσε τη ζωή του, γιατί τον προστάτεψε με την ενημέρωσή της, μέχρι να περάσει η θύελλα.
Ένα σπίτι με ιστορία
Ήταν μεγάλος αγωνιστής ο Ιωσήφ Χομπίτης, που εμείς γνωρίσαμε σαν ένα έμπορο που τιμούσε τη Ρεθεμνιώτικη αγορά με το ήθος και την εντιμότητά του.
Γόνος ιστορικής οικογενείας, που δεν έλειψε από κανένα κάλεσμα της πατρίδας, είχε αναπτύξει μεγάλη αντιστασιακή δράση στη διάρκεια της κατοχής, από τις τάξεις της Εθνικής Οργάνωση Ρεθύμνης (ΕΟΡ).
Από παράδοση η οικογένεια Χομπίτη ανήκε στο κόμμα των Φιλελευθέρων.
Υπάρχει κι ένα γεγονός που έμεινε στην ιστορία γύρω από εντιμότητα του Ιωσήφ Χομπίτη και αξίζει να το αναφέρουμε.
Αρχές του 20ου αιώνα, ο συμπολίτης έμπορος, είχε βάλει στην καρδιά του ένα σπίτι στην οδό Αγίας Βαρβάρας, που είναι σήμερα μια εξαιρετική και πολυτελής τουριστική μονάδα, που κοσμεί την περιοχή.
Θα πρέπει να κτίστηκε αρχές του 19ου αιώνα και είχε δεχθεί τις αρχιτεκτονικές επιρροές του κλασικισμού, που επικρατούσε την περίοδο αυτή σε όλη την Ευρώπη.
Από προφορικές μαρτυρίες είναι γνωστό ότι για το θαυμάσιο από αρχιτεκτονικής άποψης αυτό κτίσμα εργάστηκαν οι 70 καλύτεροι τεχνίτες της εποχής εκείνης και για την ολοκλήρωσή του, απαιτήθηκαν έξι χρόνια. Επίσης οι ταβανογραφίες του, που υπήρχαν σε όλα σχεδόν τα δωμάτια, αλλά δυστυχώς δεν διασώθηκαν στο σύνολό τους, φιλοτεχνήθηκαν από ζωγράφο που ήρθε ειδικά γι’ αυτόν το σκοπό από τη Βενετία.
Κι έγινε το όνειρο πραγματικότητα
Κάποια στιγμή ο Ιωσήφ κατάφερε να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα. Βρήκε τον Τούρκο και κατάφερε να αγοράσει το πολυπόθητο κτίριο, για δική του κατοικία, αντί 110 χρυσών λιρών. Εκεί τώρα σαν γνήσιος Κρητικός και μάλιστα από κεφαλοχώρι του νότου, ένοιωσε άσκημα. Είχε μόνο τις 100 λίρες. Ο Τούρκος όμως, που ήξερε τη φερεγγυότητα του αγοραστή, δέχτηκε να μείνει σε εκκρεμότητα το υπόλοιπο των 10 λιρών.
Πέρασε ο καιρός, και το 1924 με την ανταλλαγή των πληθυσμών Ελλάδας-Τουρκίας, ο Τούρκος Αγάς έφυγε, χωρίς να εισπράξει το χρέος.
Για τον Ιωσήφ όμως αυτό ήταν χρέος τιμής. Ειδοποίησε λοιπόν τους δικούς του ότι, στο χρηματοκιβώτιό του υπήρχαν οι δέκα λίρες, που θα έπρεπε να δοθούν, αποκλειστικά, για την τακτοποίηση του χρέους.
Ο Τούρκος τώρα, στα χρόνια που ακολούθησαν μιλούσε συχνά στα παιδιά και στα εγγόνια του για το Ρέθυμνο και τους ανθρώπους του εξάροντας το ήθος του φίλου του Ιωσήφ Χομπίτη. Τον αποκαλούσε χαρακτηριστικά άνθρωπο σπανίου ήθους. Ποτέ όμως δεν έκανε αναφορά στο χρέος. Σαν να το είχε ξεχάσει.
Κουβέντα στην κουβέντα ένας εγγονός επηρεάστηκε τόσο που θέλησε να έρθει στο Ρέθυμνο μήπως και γνωρίσει τον σπάνιο αυτό άνθρωπο, που του περιέγραφε ο παππούς του.
Πέντε χρόνια, λοιπόν, πριν από το θάνατο του Ιωσήφ Χομπίτη, το 1987, ο εγγονός του Τούρκου ήρθε στο Ρέθυμνο για να γνωρίσει το σπουδαίο άνθρωπο, που δεν έλειπε από τις αναμνήσεις του παππού του. Ο σεβαστός συμπολίτης τον καλοδέχτηκε και η πρώτη του κίνηση ήταν να ανοίξει το χρηματοκιβώτιο και να του δώσει τις δέκα λίρες, που επιμελώς φύλαγε όλα αυτά τα χρόνια.
Καταφύγιο αγωνιστών – «στέκι» προσωπικοτήτων
Αυτό το σπίτι έχει ιστορία, καθώς σε όλη τη διάρκεια της κατοχής ήταν κρυψώνα για όλα τα επικίνδυνα έγγραφα που αφορούσαν τον αγώνα, ενώ φιλοξενούνταν, ασχέτως χρόνου και διάρκειας, αντάρτες κυνηγημένοι, κυρίως από το Ροδάκινο. Όλοι το θεωρούσαν δικό τους σπίτι, γιατί ένοιωθαν ασφαλείς και είχαν κάθε φροντίδα.
Σε καιρό ειρήνης το ίδιο σπίτι φιλοξένησε πολλές προσωπικότητες όπως ο Σοφοκλής Βενιζέλος, επιστήθιος φίλος του Ιωσήφ, ο Γεώργιος και ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο Παύλος Βαρδινογιάννης, άλλα μέλη της οικογένειάς του και πολλοί άλλοι. Στα σαλόνια του επίσης πάρθηκαν σημαντικές αποφάσεις για την απελευθέρωση της Κρήτης, όπως η παράδοση από τους Γερμανούς του κλειδιού της πόλης των Χανίων, πρωτεύουσας της Κρήτης, στον Αντιστράτηγο Αναστάσιο Χομπίτη, αδελφό του Ιωσήφ Χομπίτη, στον οποίο και ανατέθηκε η Γενική Διοίκηση της Κρήτης.
Εκεί κυοφορήθηκε και υλοποιήθηκε η ιδέα ίδρυσης του Σώματος Ελληνίδων Οδηγών με πρόεδρο την Αντιγόνη Χομπίτη, καθώς συχνά την επισκεπτόταν για ολιγοήμερες διακοπές η σύζυγος του υπουργού Αρώνη, που είχε άμεση σχέση με την οργάνωση.
Ένας έντιμος έμπορος
Ο Ιωσήφ Χομπίτης άφησε όνομα και στον εμπορικό κόσμο της πόλης διατηρώντας ένα από τα πιο αξιόλογα και ονομαστά υφασματεμπορικά, περισσότερο από τέσσερις δεκαετίες.
Παράλληλα είχε ασχοληθεί ενεργά με τα κοινά από τη θέση του δημοτικού σύμβουλου αλλά και του μέλους διοικήσεων επαγγελματικών οργανώσεων. Απολάμβανε δε της καθολικής εκτίμησης της ρεθεμνιώτικης κοινωνίας για την ηθική και επαγγελματική του ακεραιότητα.
Έφυγε το Μάρτη του 1992 και κηδεύτηκε με πάνδημη συμμετοχή. Γιατί ήταν πράγματι ένας σπουδαίος άνθρωπος. Κι έτσι έμεινε η φήμη του, μετά θάνατο, να φωτίζει το όνομά του, που εξακολουθούν να τιμούν οι απόγονοί του, με τον ίδιο ζήλο, συμβάλλοντας στην αναπτυξιακή πορεία του τόπου. Όπως εκείνος θα το ήθελε.