Η ιστορία του Ομίλου Νίκου Δασκαλαντωνάκη-Grecotel, της μεγαλύτερης ελληνικής επιχείρησης φιλοξενίας, είναι πάνω απ’ όλα μια ιστορία προσωπική. Έχοντας ως αφετηρία τη γενέτειρά του, το Ρέθυμνο, ο ιδρυτής και πρόεδρος του Ομίλου Επιχειρήσεων Grecotel, Νίκος Δασκαλαντωνάκης, ξεκίνησε πολύ απλά, επιλέγοντας να κάνει σε μεγαλύτερη κλίμακα αυτό που οι Κρητικοί προσέφεραν καθημερινά στους επισκέπτες τους, μια ανοιχτόκαρδη φιλοξενία. Σήμερα ο όμιλος, που πρόσφατα συμπλήρωσε 40 χρόνια λειτουργίας, δημιουργίας και ανάπτυξης, αποτελεί τη μεγαλύτερη ξενοδοχειακή αλυσίδα στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την πρόσφατη μελέτη της ICAP (Οκτώβριος 2016), η Grecotel κατέχει το μεγαλύτερο μερίδιο (βάσει κύκλου εργασιών) στη συνολική αξία της αγοράς των ξενοδοχείων πολυτελείας Α’ και Β’ κατηγορίας (4%), καθώς και το μεγαλύτερο μερίδιο βάσει αριθμού κλινών στα ξενοδοχεία πολυτελείας (4,6%), ενώ απασχολεί πάνω από 5.000 εργαζομένους.
Ο Νίκος Δασκαλαντωνάκης, παραχώρησε συνέντευξη στην εφημερίδα Καθημερινή που δημοσιεύτηκε στο Κυριακάτικο φύλλο και στο ένθετο Ταξίδια, με αφιέρωμα «Τουρισμός – Πρόσωπα».
Από τη βιομηχανία ελαιολάδου, σαπουνιού και γάλακτος βρεθήκατε στο τιμόνι της πιο επιτυχημένης ελληνικής αλυσίδας ξενοδοχείων. Ήταν το μεράκι ή οι συνετές επενδύσεις το κλειδί της επιτυχίας της Grecotel;
Ασχολήθηκα με τον τουρισμό από αγάπη για το αντικείμενο, γι’ αυτό άλλωστε θεωρώ ότι πέτυχα. Μου πήγαινε ως ανθρώπου και τη ρεθεμνιώτικη φιλοξενία, που έμαθα από τη μάνα μου στην Κρήτη, την πρόσφερα και στα ξενοδοχεία, τα οποία θεωρούσα προέκταση του σπιτιού μου. Με οδηγό την ικανοποίηση του ξένου επισκέπτη, αυτή την αρχαία αξία που υπηρετούσε πάντοτε ο τόπος μου, εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ’60, όντες επιτυχημένοι επιχειρηματίες, εγώ και ο αδελφός μου Τάκης αποφασίσαμε να βουτήξουμε στα άγνωστα νερά του τουρισμού, γιατί βλέπαμε ότι στον τομέα αυτό υπήρχε προοπτική. Ήδη από το 1965 αποκτούσαμε σταδιακά παραθαλάσσιες εκτάσεις, δρομολογώντας την είσοδό μας στην ξενοδοχεία, και αυτό ήταν μια κίνηση πρωτοποριακή γιατί κανένας τότε σύγχρονός μας ντόπιος επιχειρηματίας δεν επένδυε σε παραθαλάσσια κτήματα, αλλά προτιμούσαν αγροτεμάχια. Η ποιότητα και η πληθώρα των παροχών που απολάμβανε ο πελάτης στα ξενοδοχεία μας ήταν αυτό που ξεχώρισε την Grecotel, με αποτέλεσμα πολύ γρήγορα να ταυτιστεί με το ποιοτικό ελληνικό ξενοδοχείο, που πλέον αποτελεί ένα προϊόν που «εξάγεται» σε όλο τον κόσμο.
Ποιες άλλες ήταν οι πρωτοποριακές κινήσεις που σας κράτησαν στον αφρό της τουριστικής βιομηχανίας επί σαράντα συναπτά έτη;
Η σημαντικότερη επιχειρηματική κίνηση παραμένει μέχρι σήμερα η «συζεψιά» με τον μεγαλύτερο τουριστικό οργανισμό της Ευρώπης, την TUI, ένα εγχείρημα που ξεπερνούσε τις προσδοκίες μου τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, καθώς δεν έψαχνα συνεργασίες αυτού του μεγέθους. Η TUI όμως ήταν αυτή που μας επέλεξε και η συνεργασία μαζί τους, που φτάνει σχεδόν 40 χρόνια, αποδείχτηκε άψογη. Επίσης, μια σημαντική κίνηση που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ήταν το άνοιγμα της ρωσικής αγοράς στην Κρήτη. Η απόφασή μου να προχωρήσω σε επενδύσεις στις αγορές αυτές όταν διέγνωσα την ευκαιρία και οι στρατηγικές εμπορικές κινήσεις και συνεργασίες στις οποίες προχωρήσαμε, αποδείχτηκαν οι πλέον σημαντικές, αλλά και ιδιαίτερα αποτελεσματικές, αφού μεγάλο ποσοστό επισκεπτών κατέληγε στα ξενοδοχεία της Grecotel.
Πόσο δύσκολο είναι να στελεχωθεί μια μεγάλη αλυσίδα ξενοδοχείων με προσωπικό εφάμιλλης ποιότητας, που μπορεί να υπηρετήσει την έννοια της ελληνικής φιλοξενίας όπως τη γνωρίζουμε στα χωριά μας;
Η δημιουργία της αλυσίδας των ξενοδοχείων της Grecotel δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα επιλογής στρατηγικής και επενδύσεων. Η επιλογή να στελεχώσουμε το προσωπικό στα ξενοδοχεία με χαμογελαστούς και ανοιχτόκαρδους ανθρώπους έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, αφού αυτοί είναι τα πρόσωπα που συναντούν πρώτα οι πελάτες. Το προσωπικό δεν χαμογελά προσποιητά, επειδή αυτό πρέπει να κάνει, αλλά επειδή νιώθει ότι απευθύνεται σε φιλοξενούμενο στο σπίτι του. Και είναι αυτό το ειλικρινές, αληθινό χαμόγελο που αποτελεί την ιδιαίτερη φιλοξενία της Ελλάδας. Πάντα ήθελα ικανούς ανθρώπους ως συνεργάτες και εμπιστευόμουν την άριστη γνώση και εμπειρία τους. Άκουγα τις προτάσεις τους και υποστήριζα την εφαρμογή πρωτοποριακών ιδεών, που συχνά προέρχονταν από αυτούς στα ξενοδοχεία. Τα ικανά και έμπειρα στελέχη δημιούργησαν «σχολή» στον τουρισμό: τη σχολή Grecotel.
Περιγράψτε μου μία στιγμή στην καριέρα σας που αισθανθήκατε μεγάλη ικανοποίηση.
Η κατασκευή των ξενοδοχείων απαιτεί προσπάθεια και κόπο. Έτσι, θυμάμαι την απερίγραπτη χαρά που ένιωσα όταν αποκτήσαμε το Corfu Imperial. Ανήκε στις εταιρείες του Αστέρα της Εθνικής Τράπεζας και έγινε διαγωνισμός, κάναμε την προσφορά χωρίς να το έχω προηγουμένως επισκεφτεί, και τελικώς το αποκτήσαμε – δεν υπήρχε ιδιαίτερος ανταγωνισμός. Όταν το αντίκρισα για πρώτη φορά η πρώτη σκέψη μου ήταν: «Μα πώς αλλιώς μπορεί να είναι ο παράδεισος;».
Πιστεύετε ότι έχουμε αξιοποιήσει ως χώρα την αύξηση της τουριστικής κίνησης που σημειώνεται την τελευταία τριετία;
Η Ελλάδα αρέσει στους ξένους. Το κλίμα, ο ιδιαίτερος χαρακτήρας των νησιών μας, οι ανοιχτόκαρδοι άνθρωποι. Οι Έλληνες επιχειρηματίες έχουν δημιουργήσει ένα καλό ξενοδοχειακό προϊόν. Μέλημά μας τώρα είναι να διατηρήσουμε τη δυναμική στις αγορές που μας αγαπούν και μας έχουν στηρίξει τόσα χρόνια, όπως είναι οι αγορές της κεντρικής Ευρώπης, της Γερμανίας, της Αγγλίας, της Ρωσίας. Έχοντας παραμείνει όλα αυτά τα χρόνια στενός συνεργάτης με τις αγορές αυτές και με την ιδιότητά μου από το 1998 ως επίτιμου προξένου της Ρωσίας για την Κρήτη και τα Δωδεκάνησα, παρακολουθώ στενά τις εξελίξεις. Νέες αγορές όπως οι αραβικές χώρες, η Κίνα και η Αμερική μπορούν επίσης να αυξήσουν σημαντικά τα νούμερα των αφίξεων στην Ελλάδα.
Ποια ήταν η συμβολή σας, διαχρονικά, στη διαμόρφωση του ελληνικού τουριστικού προϊόντος;
Δεν περιμένετε να ακούσετε από μένα το κοινώς παραδεκτό: ο τουρισμός είναι σήμερα ο σημαντικότερος πυλώνας της ελληνικής οικονομίας. Με την αδιάκοπη ενασχόληση και αφοσίωσή μου στον τομέα αυτό για περισσότερο από πέντε δεκαετίες, την επιλογή ισχυρών συνεργασιών στο εξωτερικό, την προσπάθειά μου να ενισχύσω τους δεσμούς της χώρας με άλλους λαούς, όπως αυτόν της Ρωσίας, είμαι περήφανος που έχω συμβάλει στη θεμελίωση αυτού του οικοδομήματος που στηρίζει σήμερα την Ελλάδα.
Τι θα συμβουλεύατε έναν νέο ξενοδόχο;
Αυτό που μπορώ να συμβουλεύσω έναν νέο επιχειρηματία που ξεκινά τώρα είναι αυτό που λέω εγώ να είναι «ζωντανός», δηλαδή δημιουργικός, και να προσαρμόζεται στο ρεύμα των καιρών και στις τάσεις, προβλέποντας την ευκαιρία όπου υπάρχει. Και ευκαιρίες στον τουρισμό υπάρχουν παντού στη χώρα μας. Και, φυσικά, να εμπιστεύεται τους συνεργάτες του. Παρά τις δυσκολίες που πάντα υπάρχουν για έναν επιχειρηματία, πρέπει αυτός να κοιτά μπροστά οπλισμένος με αισιοδοξία για το μέλλον.
Τριάντα μονάδες στο σημερινό χαρτοφυλάκιο του Ομίλου, 15 προορισμοί, δύο πολιτιστικά πάρκα. Ποιο είναι το δικό σας αγαπημένο μέρος, σε αυτό που επιστρέφετε για να νιώσετε τι σημαίνει διακοπές;
Έχω δημιουργήσει και διαμορφώσει πάνω από 45 μεγάλες μονάδες, αλλά ομολογώ ότι αυτό που πραγματικά μου αρέσει είναι να γυρίζω ξανά στη φάρμα μου, Agreco, και να απολαμβάνω τα προϊόντα που παράγει. Ιδιαίτερα απολαμβάνω τις παλιές παραδοσιακές συνταγές, τις παλιές ποικιλίες στο κρασί και στα φρούτα, πολλές από αυτές ήδη ξεχασμένες. Είναι διαφορετική εκεί η γεύση της ντομάτας, ακόμα και του πιο ταπεινού χορταρικού που στην Κρήτη αποτελεί γεύμα. Έτσι, άλλωστε, ξεκίνησε και η ιδέα της δημιουργίας της φάρμας, αλλά και η διάθεση ντόπιων βιολογικών προϊόντων στα εστιατόρια των ξενοδοχείων. Πιστός στην πεποίθησή μου για την άρρηκτη σύνδεση της αγροτικής οικονομίας με τον ελληνικό τουρισμό, χαίρομαι ιδιαίτερα που τα προϊόντα της φάρμας διατίθενται πλέον στα duty free της χώρας.