Διαμαρτύρεται ο συνεργάτης της εφημερίδας μας Χάρης Στρατιδάκης για την ανευθυνότητα με την οποία τα συνεργεία του ΟΤΕ αντιμετωπίζουν τη δημόσια περιουσία στην πόλη μας.
Ο κ. Στρατιδάκης, σε επιστολή που μας έστειλε συνοδευόμενη από ανάλογες φωτογραφίες, αναφέρει:
«Γνώριζα εκ πείρας με ποιο τρόπο οι δημόσιες υπηρεσίες αντιμετωπίζουν στην πλειοψηφία τους τη δημόσια περιουσία, τον τελευταίο καιρό όμως, διαπιστώνω την ανάλογη αντιμετώπιση και από ιδιωτικές εταιρίες, όπως είναι εδώ και πολλά χρόνια ο ΟΤΕ. Πριν από τις γιορτές των Χριστουγέννων, συμβεβλημένο μαζί του συνεργείο, έσκαψε τους δρόμους γύρω από το κέντρο της πόλης, όπου κατοικώ, περνώντας καλώδιο και επιστρώνοντάς τους μετά από ένα μήνα με ασφαλτικό μείγμα, το οποίο παρασύρθηκε από τις πρώτες βροχές. Το ίδιο συνέβη ακόμα μία φορά, μέχρι που το τρίτο υλικό κρίθηκε επιτέλους επιτυχημένο, αν και αυτό έχει αρχίσει να αποσαθρώνεται σε ορισμένα σημεία.
Χθες επανήλθαν, όχι πια ένας συμβεβλημένος εργολάβος, αλλά η κεντρική υπηρεσία της εταιρίας. Γυρίζοντας το μεσημέρι στο σπίτι μου, παρατήρησα τους πέριξ δρόμους, Ζυμβρακάκη και Καστρινάκη και τα πεζοδρόμιά τους, να είναι γραμμένα με τεράστια σε μέγεθος σύμβολα. Συνάντησα έναν κύριο να εντοπίζει τις τηλεφωνικές γραμμές με ένα μηχάνημα τηλεπισκόπησης και έναν άλλο με χάρτη και κόκκινο σπρέι στο χέρι να μαρκάρει οπουδήποτε έκρινε εκείνος σκόπιμο, πάνω σε δρόμους και πεζοδρόμια. Ο δεύτερος κύριος, από τον οποίο ζήτησα την άδεια που όφειλε να έχει για να γεμίζει με τα γκράφιτι αυτά την περιοχή, μου δήλωσε μηχανικός και αρνήθηκε να φωτογραφηθεί για τις ανάγκες της παρούσας αναφοράς. Ο προϊστάμενός του, τον οποίο κάλεσε τηλεφωνικά και ήρθε, μετά από απειλή μου για κλήση της αστυνομίας, με πληροφόρησε ότι θα επακολουθήσουν συνεργεία για την ανάπτυξη οπτικών ινών.
Σε ερώτησή μου αν τα γκράφιτι θα καλυφθούν, μου απάντησε ότι αυτό δεν θα συμβεί μ’ αυτά των πεζοδρομίων, εφόσον το κανάλι θα σκαφτεί στο ρείθρο του δρόμου, αλλά όμως «θα ξεβάψουν με τον καιρό». Προσπάθησα να του εξηγήσω ότι αυτό είναι ανεπίτρεπτο για μια χώρα του πρώτου κόσμου, πολύ περισσότερο για μια πόλη τουριστική, όπως το Ρέθυμνο και με αντιμετώπισε με συγκαταβατική ειρωνεία. Επικαλέστηκε τη δημόσια ιδιοκτησία των πεζοδρομίων, χωρίς -όπως φαίνεται- να γνωρίζει ότι η ευθύνη για την κατασκευή και συντήρησή τους βαρύνει τους παρόδιους ιδιοκτήτες. Του εξήγησα ότι υπάρχουν και άλλοι τρόποι σήμανσης, ακριβότεροι και περισσότερο χρονοβόροι ασφαλώς, αλλά λιγότερο επιβαρυντικοί για την εικόνα μιας πόλης ευρωπαϊκής.
Επειδή δεν έχω διάθεση να χάνω τον χρόνο μου αντιδικώντας με υπαλλήλους ιδιωτικών εταιριών, θα ήθελα να ρωτήσω τις δημοτικές αρχές, που είναι αρμόδιες και υπεύθυνες για δρόμους και τα πεζοδρόμια, αν γνωρίζουν την κατάσταση αυτή. Και να τις παρακαλέσω, πριν η πόλη μετατραπεί σ’ ένα τεράστιο γκράφιτι, να γνωρίσουν εγγράφως και εξωδίκως στην εταιρία ότι της απαγορεύουν να συνεχίσει αυτή την τακτική, στους δημόσιους πόρους, τους οποίους είναι επιφορτισμένες να διαχειρίζονται και προστατεύουν».