Της ΕΥΑΣ ΛΑΔΙΑ
Το κάστρο της Φορτέτζας που αποτελεί εμβληματικό σημείο της πόλης μας, αρχικά δημιουργήθηκε για την προστασία του Ρεθύμνου από τους επίδοξους κατακτητές. Ας θυμηθούμε με την ευκαιρία μερικές βασικές ιστορικές στιγμές της δημιουργίας του.
Σύμφωνα με μια θεωρία, ο λόφος πάνω στον οποίο χτίστηκε στη μακρινή αρχαιότητα ήταν νησίδα, η οποία ενωνόταν με την Κρήτη μέσω μίας στενής λωρίδας γης. Στη διάρκεια των αιώνων, με προσχώσεις ενώθηκε με τη στεριά παίρνοντας τη μορφή που έχει σήμερα.
Στο λόφο του Παλαιοκάστρου υπήρχε η ακρόπολη της αρχαίας πόλης της Ρίθυμνας και το ιερό της Ροκκαίας Αρτέμιδος, όπως μαρτυρείται από λαξεύματα που εντοπίστηκαν σε διάφορα σημεία του λόφου. Ο προσδιορισμός Ροκκαία πιθανώς προέρχεται από το λατινικό «Rocca», που σημαίνει κάστρο ή φρούριο σε απόκρημνο ύψωμα. Στα χρόνια εκείνα το Ρέθυμνο ήταν κωμόπολη ανεξάρτητη με δικό της νόμισμα, αλλά όχι ιδιαίτερα ισχυρή.
Κατά τη Β’ Βυζαντινή περίοδο (10ος-13ος μ.Χ.) ανατολικά από το λόφο Παλαιόκαστρο διαμορφώνεται μία πρώτη μορφή τειχισμένου οικισμού μικρής έκτασης, το Castrum Rethemi ή Castel Vecchio ή Antico Castello (παλιό κάστρο), όπως ονομάστηκε από τους Ενετούς αργότερα.
Στις αρχές του 13ου μ.Χ. αιώνα, ο Γενοβέζος πειρατής Πεσκατόρε, διεκδικητής του νησιού και αντίπαλος των Ενετών, φαίνεται ότι επισκευάζει την βυζαντινή οχύρωση, που περιέκλειε τα κτίρια της μικρής πόλης και βρίσκονταν κοντά στο λιμάνι. Το Castrum Rethemi διατηρήθηκε και μετά την Ενετική κατάληψη του νησιού τον 13ο αιώνα μ.Χ., αλλά δυστυχώς σήμερα από την οχύρωση με τους ορθογώνιους πύργους και τις 2 πύλες δεν σώζεται τίποτα.
Ο χώρος ήταν πάντα στόχος των επίδοξων εισβολέων, όπως ο Χαίρ Αντ Ντίν, ο γνωστός Μπαρμπαρόσα που επιτέθηκε στο νησί το 1538 για να το καταλάβει. Υποχρεώθηκαν οι Ενετοί να προχωρήσουν σε οχυρωματικά έργα κι έτσι έκτισαν γύρω από την πόλη ένα τείχος μήκους 1.307 μ., που σήμερα είναι σχεδόν κατεστραμμένο, αφήνοντας όμως την πλευρά προς τη θάλασσα εκτεθειμένη.
Έγιναν όμως λάθη κι αυτά τα διαπίστωσαν όταν οι Ενετοί δέχτηκαν το 1562 την επίθεση του πειρατή Ολουτζ Αλή με απίστευτα καταστροφικές συνέπειες για την πόλη.
Και μόλις ευνόησαν οι συνθήκες έκτισαν το μεγαλοπρεπές κάστρο που γνωρίζουμε στο λόφο Παλαιοκάστρου.
Φρόντισαν να σχεδιαστεί έτσι ώστε να προσφέρει κατάλληλες συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού. Έτσι περιλαμβάνει μέσα από τα τείχη του, στρατώνες, εκκλησία, νοσοκομείο, αποθήκες και υδραγωγείο.
Χτίστηκε σύμφωνα με το Ενετικό σύστημα οχυρωματικής αρχιτεκτονικής.
Χαρακτηριστικό της κατασκευής είναι ότι οι προμαχώνες ενώνονται μεταξύ τους με τμήματα ευθυγράμμων τειχών, με μεγάλο πλάτος και με κλίση εξωτερικά, για να εξοστρακίζονται τα βλήματα των εχθρών.
Θεμελιωτής του Φρουρίου είναι ο Ρέκτορας Αλβίζε Λάντο. Η θεμελίωσή του έγινε στις 13 Σεπτεμβρίου του 1573 και οι εργασίες στον περίβολο, αλλά και στα δημόσια κτίρια που υπήρχαν μέσα σ’ αυτόν ολοκληρώθηκαν το 1580. Η κατασκευή του έγινε σύμφωνα με τα σχέδια του αρχιτέκτονα Σφόρτσα Παλαβιτσίνι, που κατά τη διάρκεια της υλοποίησης της κατασκευής έκανε και κάποιες αλλαγές προς το καλύτερο. Στην κατασκευή δούλεψαν υποχρεωτικά 107.142 Κρητικοί, ενώ χρησιμοποιήθηκαν και 40.205 επιταγμένα ζώα. Υπεύθυνος για την υλοποίηση των σχεδίων του Παλαβτισίνι ήταν ο πρωτομάστορας Γ. Σκορδύλης.
Προτάσεις για ξενοδοχείο και καζίνο
Κύλησαν οι αιώνες και το κάστρο, κόσμημα πάντα της πόλης μας, εκτός από λογοτέχνες και ποιητές ενέπνευσε και επιχειρηματίες.
Ήταν αρχές του περασμένου αιώνα, το Ρέθυμνο τελούσε υπό Ρωσική Κατοχή, όταν μια Γαλλική Εταιρεία άρχισε να πολιορκεί στενά την τοπική ηγεσία, ζητώντας να της παραχωρηθεί το κάστρο για αξιοποίηση.
Ο σκοπός της ήταν να πάρει τη Φορτέτζα που υποβάθμιζαν αισθητικά οι τρώγλες ολόγυρα, και μετά από τις σχετικές παρεμβάσεις να το λειτουργήσει ως ξενοδοχείο για παχυλά πορτοφόλια και καζίνο. Ιδιαίτερα το τελευταίο τους ενδιέφερε γιατί ότι μπορούσε να επενδυθεί για το κυνήγι της θεάς Τύχης, πάντα απέφερε κέρδη και μάλιστα σημαντικά.
Όσο κι αν ακούγεται περίεργο αυτό, η πρόταση ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών. Μάταια οι εκπρόσωποι της Εταιρείας προσπαθούσαν να κάνουν την πρόταση τους πιο ελκυστική τονίζοντας πως το κάστρο μας δεν θα έχανε το χαρακτηριστικό του χρώμα και ως αντάλλαγμα θα έκαναν και λιμάνι στην πλευρά του Κουμπέ.
Καμιά υπόσχεση όμως δεν κατέβαζε τους τόνους για περαιτέρω διαπραγμάτευση. Και δεν ήταν μόνο η πρόταση αυτή απειλή για τα θεμέλια μιας οικογένειας, αλλά το κυριότερο θα έχαναν την αξία τους τα ακίνητα που ήταν στην περιοχή του λιμανιού Άσε που θα έπρεπε η πόλη να μεταφερθεί για να καλυφθούν οι στεγαστικές ανάγκες, που με την πάροδο του χρόνου είχαν αρχίσει να διαφαίνονται. Μέχρι τότε όμως καλύπτονταν από τα υπάρχοντα κτίσματα κι ας ήταν παλιά.
Κι ο πρώτος που σήκωσε επανάσταση ήταν ο μέγας Καλογέννητος. Ένας από τους σπουδαιότερους οικονομικούς παράγοντες του τόπου.
Ο Νικόλαος Ι Καλογέννητος γεννήθηκε πιθανότατα το 1845 και ήταν έμπορος ειδών κιγκαλερίας. Ήταν προμηθευτής των Ρωσικών δυνάμεων κατοχής και αυτό το προνόμιο του απέφερε μεγάλα κέρδη. Εκτός από το Ρέθυμνο είχε και υποκατάστημα στο Πάνορμο. Η συμμετοχή του στους αγώνες της Κρήτης και στα κοινά της πόλης ήταν ασυνήθιστα σημαντική. Διετέλεσε πληρεξούσιος, δηλαδή βουλευτής, στη Γενική των Κρητών Συνέλευση, καθώς και Δημοτικός Σύμβουλος για χρόνια. Εύρισκε όμως τον καιρό, όπως βλέπουμε, και για άμεση προσφορά υπηρεσιών στη Εκκλησία. Έτσι σε σπάνιο έγγραφο που μας ανέδειξε ο αείμνηστος Κρητολόγος Γιώργης Εκκεκάκης αναφέρεται και το όνομα του Καλογέννητους στους επιφανείς επιτρόπους του Καθεδρικού μας Ναού.
Ήταν απόλυτα ενημερωμένος για τα τοπικά προβλήματα και πολλές φορές ήταν εκείνος που τα αναδείκνυε παλεύοντας για τα συμφέροντα του τόπου του.
Από τα μεγάλα του προτερήματα ήταν η ικανότητα να διαπραγματεύεται. Όλοι το αναγνώριζαν και το εκτιμούσαν.
Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό που μας διασώζει ο αείμνηστος Θεμιστοκλής Βαλαρής στο βιβλίο του «Μια πόλη αναμνήσεις».
Μια μέρα ο Καλογέννητος ετοιμάζεται για ταξίδι στη Αθήνα. Όπως ετοιμαζόταν να πηδήξει στη βάρκα που θα τον μετέφερε στο καράβι που περίμενε αρόδο, πέφτει το βαλιτσάκι που κρατούσε στη θάλασσα. Φαίνεται όμως πως ήταν βαρύ γιατί πήγε κατευθείαν στον πάτο.
Οι βαρκάρηδες που τέτοιες ευκαιρίες περίμεναν για ένα καλύτερο μεροκάματο, προσπαθούσαν κοιτάζοντας επίμονα την έκφρασή του να καταλάβουν αν το περιεχόμενο της αποσκευής άξιζε μια καλύτερη διαπραγμάτευση.
Ο Καλογέννητος που «έπιασε» τις επίμονες ματιές φάνηκε ιδιαίτερα αδιάφορος. Και παίρνοντας μια καλύτερη θέση στη βάρκα σχολίασε εις επήκοον όλων «Δεν με νοιάζει μπρε και να το παραιτήσω, γιατί δεν έχω μέσα πράμα που να αξίζει».
Πετάχτηκε τότε ένας βαρκάρης και πρότεινε να ανασύρει το βαλιτσάκι για δυο ναπολεόνια. Το ίδιο ανέκφραστος ο Καλογέννητος επανέλαβε ότι δεν τον ενδιέφερε και τόσο το βαλιτσάκι.
Έμεινε ξερός ο Τούρκος στη θέα του περιεχομένου. Τώρα καταλάβαινε γιατί με τόσο κόπο είχε καταφέρει να το ανασύρει από τον πάτο της θάλασσας.
Χαμογέλασε βλέποντάς τον ο Καλογέννητος και αποσπώντας από ένα «φυσέκι» ένα ναπολεόνι το δίνει στον Τούρκο εξηγώντας του, ότι αν του γνώριζε το περιεχόμενο δεν θα συμβιβαζόταν αυτός μήτε με δέκα ναπολεόνια.
Να θυμίσουμε με την ευκαιρία ότι ο Καλογέννητος ήταν η καλή μοίρα του Ευάγγελου Τσουρλάκη. Κατάφερε να δουλέψει κοντά του με αφοσίωση μεγάλη και να διακριθεί. Αυτά που διδάχτηκε μάλιστα κοντά στον πανέξυπνο αυτό οικονομικό παράγοντα τον βοήθησαν στις μετέπειτα δικές του επιχειρηματικές δραστηριότητες.
Ο Καλογέννητος λοιπόν αντιτάχθηκε σθεναρά στην πρόταση του καζίνου και κατάφερε να ξεσηκώσει όλο το Ρέθυμνο με το επιχείρημα ότι δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσουν οι νοικοκυραίοι τα παιδιά τους να γίνουν …κουμαρτζήδες.
Μπροστά το γενικό ξεσηκωμό τι να κάνουν και οι τοπικές αρχές. Απέρριψαν την πρόταση και έτσι έμεινε το Κάστρο όπως το ξέρουμε.
Δεν έπαυσε όμως ποτέ να προσελκύει το ενδιαφέρον.
Η αντίδραση του Δ.Αρχοντάκη
Επί επταετίας μάλιστα εκδηλώθηκε ενδιαφέρον από Γερμανούς επιχειρηματίες να τους δοθεί το κάστρο για την ανέγερση ξενοδοχείου 1000 κλινών.
Ήταν καθαρά στη δικαιοδοσία του δήμου να το παραχωρήσει γιατί από το 1959 με ενέργειες του Γιάννη Κεφαλογιάννη ανήκε σ’ αυτόν. Κι ήταν ο μόνος δήμος πανελλαδικά που είχε στην ιδιοκτησία του το κάστρο της πόλης του.
Δήμαρχος όμως ήταν ο Δημήτρης Αρχοντάκης που είχε στα όσια και ιερά του την παλιά πόλη του Ρεθύμνου. Όταν τον πλησίασαν οι ενδιαφερόμενοι βρέθηκαν μπροστά σε τείχος. Τι κι αν του έταξαν χρήματα που δεν χρειαζόταν να εργαστεί ποτέ ξανά ο ίδιος, τα παιδιά του και τα εγγόνια του. Μια υπογραφή ζητούσαν μόνο. Κι εκείνος τους πέταξε έξω από το γραφείο του νοιώθοντας μέσα του, τόσο τον φιλόλογο όσο και τον αρχαιολόγο να επαναστατούν.
Την ίδια στάση τήρησε και σε σύσκεψη που έγινε στη διάρκεια της οποίας μάλιστα, συγκρούστηκε με τη διευθύντρια Περιουσίας υπό τα όμματα ενός εντελώς αμήχανου υπουργού.
Αναφέρει σχετικά σε δημοσίευμά του ο αείμνηστος δήμαρχος.
«Όταν το 1969 καταργήθηκαν οι φυλακές του Ρεθύμνου, είδα στην κατάργηση αυτή μια πολύ καλή ευκαιρία να αποκτήσει η πόλη Αρχαιολογικό Μουσείο και ζήτησα από το υπουργείο Δικαιοσύνης να παραχωρήσει το κενό κτίσμα στο Δήμο για τον κοινωφελή αυτό σκοπό.
Ο υπουργός, Ηλίας Κυριακόπουλος, καθηγητής Νομικής του Α.Π.Θ., το είδε θετικά. Τον φιλοξενούσα στο τραπέζι μου στη Γιορτή του Κρασιού, όταν ένας αστυνομικός του έφερε ένα σήμα που τον καλούσε να ορκιστεί υπουργός την επομένη το μεσημέρι, κι από τότε διατηρούσαμε πολύ καλές σχέσεις. Όμως η διευθύντρια Περιουσίας του υπουργείου, οχυρωμένη πίσω από κάποιες νομικές διατάξεις και μια απόφαση του ίδιου υπουργού να εκποιηθούν όλα τα μη εν χρήσει ακίνητα του υπουργείου για να χτιστούν με το προϊόν δύο σύγχρονα συγκροτήματα φυλακών, αρνιόταν πεισματικά να συναινέσει. Είχε βρεθεί και αγοραστής για τον Προμαχώνα μας, δεν έμαθα ποτέ ποιος, που ήθελε να τον αγοράσει και να τον μετασκευάσει σε ξενοδοχείο. Έτσι ο υπουργός καθόρισε μια σύσκεψη στο Ρέθυμνο, στην Εισαγγελία, που στεγαζόταν τότε στο Νομαρχιακό Μέγαρο, προκειμένου να βρεθεί μια λύση. Στη σύσκεψη αυτή συγκρούστηκα μετωπικά με τη διευθύντρια Περιουσίας υπό την αμήχανη διαιτησία του Υπουργού.
– «Εγώ δεν παραβιάζω τον νόμο», κραύγαζε εκείνη.
– «Ούτε εγώ παραβιάζω τον αρχαιολογικό νόμο. Ο Προμαχώνας είναι Ιστορικό Μνημείο και αν ο αγοραστής σας μετακινήσει έστω και ένα χαλίκι, θα τον βάλω φυλακή», κραύγαζα εγώ. Ισοπαλία, η σύσκεψη έληξε χωρίς αποτέλεσμα.
Αφού απέτυχα να πάρει ο Δήμος τον Προμαχώνα δωρεάν, την επόμενη μέρα έκαμα μια αναφορά προς την Κυβέρνηση και ζητούσα να ακυρωθεί η απαλλοτρίωση του κτίσματος, η οποία είχε γίνει το 1957, αφού είχε πάψει να ισχύει ο λόγος για τον οποίο είχε γίνει, και να αποδοθεί το μνημείο στον προηγούμενο ιδιοκτήτη του που ήταν ο Δήμος.
Σε 15 περίπου μέρες εμφανίστηκε στον Δήμο ένας κύριος και μου συστήθηκε ως Λουκάς Πάτρας, υπουργός άνευ Χαρτοφυλακίου, που είχε έρθει για να εξετάσει το θέμα. Τον πήγα επί τόπου, καθώς και στη Φορτέτζα, όπου του ανέπτυξα το Πολιτιστικό – Τουριστικό Πρόγραμμα του Δήμου, και ακόμη στο τζαμί της οδού Τομπάζη, που ήταν αποθήκη αρχαιοτήτων και του έδειξα όγκο σπουδαίων ευρημάτων μέσα στα κονιορτοβριθή κασόνια.
Μου είπε ότι θα εισηγηθεί θετικά και πραγματικά σε κανένα μήνα πήρα μια Απόφαση που ακύρωνε μεν την απαλλοτρίωση, αλλά δυστυχώς, υποχρέωνε τον Δήμο να επιστρέψει στο υπουργείο Δικαιοσύνης το τίμημα που είχε εισπράξει, 443.550,50 δρχ.
Αυτό ήταν σοβαρό πρόβλημα! Πού να βρεθούν τόσα λεφτά, από ένα Δήμο 14.500 δημοτών; Αποφάσισα λοιπόν, να μοιράσω τη δαπάνη σε δύο φορείς, που είχαν κάποια λεφτά: Έφτιαξα έναν φάκελο με φωτογραφίες του Προμαχώνα, του Φρουρίου και πλείστων αρχαιοτήτων στα κασόνια των αποθηκών της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, έβαλα και το Πρόγραμμα Πολιτιστικής – Τουριστικής Ανάπτυξης του Ρεθύμνου και πήγα στον φυσικό προϊστάμενο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης υπουργό Εσωτερικών, που ήταν ο ρεθεμνιώτης Στ. Παττακός, ο οποίος επιδοκίμασε το θέμα και ενέκρινε την επιχορήγηση του Δήμου με το ποσόν των 221.000 δρχ. Κατόπιν πήγα και στο υπ. Πολιτισμού και συμφωνήσαμε να καταβάλει το άλλο μισό του ποσού, για να φτιάξομε το Μουσείο στον Προμαχώνα.
Ο Μαρινάτος έδωσε εντολή στο Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων (ΤΑΠΑ) να καταβάλει το άλλο μισό του τμήματος του Προμαχώνα, ώστε να αποξενωθεί το υπουργείο Δικαιοσύνης από το μνημειακό αυτό κτίσμα και να προχωρήσει το θέμα. Κι εγώ από την πλευρά μου ανέθεσα στον άξιο Νομικό Σύμβουλο του Δήμου Κώστα Αντωνάκη να κάμει τα δέοντα από την πλευρά του Δήμου.
Παλιότερα απέρριψα μια μεγάλη πλουτοφόρα για την πόλη επένδυση για την κατασκευή στη Φορτέτζα ξενοδοχείου 1000 κλινών (έχω γράψει σχετικό σημείωμα), αποβλέποντας στη διαμόρφωσή της σε Πολιτιστικό Κέντρο ευρύτερης ακτινοβολίας και στοιχείο τουριστικής υποδομής της πόλης, με σεβασμό προς την ιστορικότητα του Μνημείου. ..»
Έκτοτε έχουν γίνει πολλές προτάσεις για την αξιοποίηση της Φορτέτζας μας. Ευτυχώς που δεν αφορούν επενδύσεις τουριστικές. Κι έτσι ο Καλογέννητος μπορεί να απολαμβάνει τον αιώνιο ύπνο του ήσυχος ότι το κάστρο μας δεν απειλείται από υψηλά επενδυτικά σχέδια που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τα ήθη του τόπου μας.
ΠΗΓΕΣ:
Δημήτρη Αετουδάκη: «Ρεθεμνιώτικο – Οδοιπορικό Μέσα στο χρόνο»
Θεμιστοκλή Βαλαρή: « Μια πόλη αναμνήσεις»
Γεωργίου Εκκεκάκη: «Ρεθεμνιώτες που πέρασαν αφήνοντας ίχνη»
Δημήτρη Αρχοντάκη: Πώς ο Προμαχώνας του Φρουρίου (RIVELLINO) δεν έγινε ξενοδοχείο.
Διάφορες αναφορές για το φρούριο της Φορτέτζας στο διαδίκτυο.