Δόθηκε χθες στη δημοσιότητα η εικόνα της βάσης, όπου θα στηριχτεί το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου σε κεντρικό σημείο των Αθηνών, με χαραγμένο απλά το «Μέγας Αλέξανδρος», δίχως άλλη μνεία -προς το παρόν-στα ελληνικά ή (και) ξενόγλωσση. Το ερώτημα, αν πρέπει να γραφεί κάτι επιπλέον -«κάτι πολύ καλαίσθητον και λείον»- ή αν αυτό θα συνιστούσε έκφραση απαράδεκτου εθνικισμού (είτε, απλά, εθνικισμού, όπως η λέξη έχει καθιερωθεί να συνδέεται με αρνητική φόρτιση), μας οδηγεί να αναφερθούμε εν ολίγοις και στο γενικότερο ζήτημα του τελευταίου.
Έτσι λοιπόν βάζουμε στη συζήτηση τον όρο «εθνισμός» να υποδηλώνει ειλικρινή πατριωτισμό, σε αντιδιαστολή με τον εθνικισμό, που είναι πια συνυφασμένος με την πατριδοκαπηλεία. Ένα παράδειγμα εθνισμού με την πιο πάνω σημασία είναι η αγγλική λογοτεχνία των τελευταίων εκατονταετιών, όπου συχνά-πυκνά βλέπουμε σε μια παράγραφο να παρατίθεται δυο και τρεις φορές η ίδια πολυσήμαντη λέξη με τη διαφορετική κάθε φορά σημασία της (η αγγλική γλώσσα είναι γεμάτη από τέτοιες λέξεις), με προφανή στόχο την προώθηση της γλώσσας τους στους άλλους λαούς. Και φυσικά και η διάδοση του ελληνικού πολιτισμού από τον Μεγαλέξανδρο.
Ζητάμε από τους Σκοπιανούς να αναγράψουν στη βάση των μακεδονικών αγαλμάτων τους την ιστορικότητα, δηλαδή την ελληνικότητά τους (δικαίως: και ο στρατός του Μεγάλου Αλεξάνδρου, δηλαδή και οι Μακεδόνες στρατιώτες του, την ελληνική γλώσσα μιλούσαν). Αλλά θα ήταν σωστό εμείς να παραλείψουμε το αντίστοιχο στο άγαλμα που θα τοποθετηθεί στην πρωτεύουσα, υποτιμώντας την ιστορία μας και αμελώντας την προώθησή της στους άλλους λαούς, είτε απλά κινδυνεύοντας να θεωρηθούμε ότι τηρούμε τέτοια στάση;
Προφανώς θα ήταν λάθος. Για ένα πρόσθετο, εθνιστικό, πολύ σοβαρό λόγο. Το ένδοξο ελληνικό παρελθόν είναι ο αιμοδότης του παρόντος. Χωρίς το πρώτο, η ελληνική οικονομία σήμερα δεν θα ήταν ίδια. Το μοντέλο ήλιος-θάλασσα από μόνο του δεν θα απέδιδε. Ο λεγόμενος ποιοτικός τουρισμός -που με το άνοιγμα των φθηνότερων ανταγωνιστικών προορισμών είναι ο μόνος που απέμεινε να προσβλέπουμε- απαιτεί την παρουσία του πολιτιστικού στοιχείου, τη σύνδεση με το παρελθόν. Την ανάδειξη και βίωση του τελευταίου μέσα στο τώρα, έτσι που το παρόν να αναδίνει την ιστορική συνέχεια.