Του ΆΛΗ ΜΩΧΑΜΕΝΤ ΧΑΓΚ
Αντιπολιτεύομαι σημαίνει ότι έχω μια διαφορετική σύλληψη και προοπτική για το μέλλον και καταθέτω μια ολοκληρωμένη πρόταση. Σημαίνει ότι δρω στη βάση σχεδίου. Δεν αντιδρώ επομένως περιπτωσιακά σε κάθε ενέργεια της εκάστοτε κυβέρνησης. Δεν προσπαθώ «να της πάρω τη μπάλα» σε κάθε μικροζήτημα, αλλά έχω ευδιάκριτη δική μου γραμμή πλεύσης που δίνει ένα συγκεκριμένο και σαφές πρόγραμμα δράσης ικανό να πείσει και να εμπνεύσει τις πλατιές λαϊκές μάζες.
Σήμερα είναι ακόμη περισσότερο κυρίαρχο το φαινόμενο, τα κόμματα της αντιπολίτευσης να μην αντιπολιτεύονται με τεκμηριωμένες θέσεις, αλλά να λειτουργούν στο επίπεδο του «μαρκαρίσματος», όπως γίνεται στο ποδόσφαιρο, με αποτέλεσμα ο δημόσιος πολιτικός διάλογος να έχει πέσει στα πιο χαμηλά επίπεδα των τελευταίων χρόνων.
Ένα πρόγραμμα όμως δεν είναι κατάλογος υποσχέσεων, ούτε ευχολόγιο. Υποσχέσεις και ευχές μπορεί να διατυπώνει ανέξοδα ο καθένας εφόσον δεν θεμελιώνει με συγκεκριμένη ανάλυση το γιατί και το πώς των αλλαγών και των μεταβολών που υπόσχεται ότι θα φέρει όταν ανέλθει στην εξουσία. Ακριβώς γι’ αυτό, οι προγραμματικές διακηρύξεις των κομμάτων έχουν τελικά μόνο οριακές διαφορές που αφήνουν αδιάφορη την κοινωνία των πολιτών. Τα «θα πάμε μπροστά», «θα ενισχύσουμε», «θα πατάξουμε», «θα εκσυγχρονίσουμε», «θα βελτιώσουμε» κ.τ.λ., μπορεί να τα λέει ο καθένας προεκλογικά, εφόσον δεν γίνονται σε τέτοιο βαθμό συγκεκριμένα ώστε να δεσμεύεται μετεκλογικά.
Η αόριστη προσδοκία μιας αλλαγής παίζει πάντοτε ένα ρόλο. Ένα ρόλο εντελώς αφηρημένο και μόνο στο ψυχολογικό επίπεδο, αλλά όχι εκείνον που θα έπρεπε να παίξει αν δινόταν το συγκεκριμένο περίγραμμα με στοιχεία των αλλαγών που είναι αναγκαίες και εφικτές και με εξηγήσεις προς το κοινωνικό σώμα για το πώς μπορεί να γίνουν.
Λανθασμένα θεωρείται ότι ένας κατάλογος από αρνητικές διαπιστώσεις, μια λίστα από το τι ο πολιτικός αντίπαλος δεν έκανε σωστά ή δεν έκανε καθόλου, δίνουν κατ’ αντιδιαστολή κάτι σαν υποκατάστατο δικού μας προγράμματος.
Όταν δεν υπάρχουν σαφείς ιδεολογικοί προσανατολισμοί και συγκεκριμένο πρόγραμμα, δεν μπορούμε να μιλάμε για αναγνωρίσιμο ιδεολογικό στίγμα και συγκεκριμένη πολιτική ταυτότητα. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει γραμμή με σαφή πολιτική κατεύθυνση και η πολιτική δεν απευθύνεται στους πολίτες, αλλά έχει μεταβληθεί σε εσωτερική υπόθεση κλειστών κύκλων και η πληροφόρηση δε γίνεται υπεύθυνα, αλλά η «ενημέρωση» της κοινής γνώμης γίνεται μόνο με καταιγισμό αοριστολογιών και συνθηματολογικών πυροτεχνημάτων.
Ο νεοσύστατος πολιτικός φορέας που ονομάστηκε «Κίνημα Αλλαγής», δεν φαίνεται μέχρι σήμερα να αποτελεί έναν καινοτόμο σχηματισμό στη βάση των ραγδαίων εξελίξεων και των νέων αναγκών που προκύπτουν, αλλά φέρει όλα τα παλαιοκομματικά χαρακτηριστικά και τέτοιες εσωτερικές δομές που ευνοούν την επιβολή μιας εκ των άνω αυταρχικής θέλησης και παρεμποδίζουν κάθε πιθανή μορφή ζύμωσης, κάθε γόνιμη συζήτηση που θα προωθούσε νέες απόψεις, νέες ιδέες και νέες πολιτικές θέσεις αλλά και προτάσεις για τη δημοκρατική αλλαγή των εσωτερικών λειτουργιών και την ανανέωση των μηχανισμών, αλλά και των προσώπων που τους στελεχώνουν.
Στην Ελλάδα, ίσως περισσότερο από κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα, δεν είναι οι διαφανείς διαδικασίες αλλά το παρασκήνιο που καθορίζει τη λειτουργία των κομμάτων, γι’ αυτό και είναι σύνηθες το φαινόμενο της υπονόμευσης των διαδικασιών της αλλαγής και της προόδου «από τα μέσα», δηλαδή από τους ίδιους τους ανθρώπους που υποτίθεται ότι είναι οι φορείς του καινούριου και της αλλαγής.
Σε ό,τι αφορά στο «Κίνημα Αλλαγής», όλες οι μέχρι σήμερα ενδείξεις (πράγμα που ισχύει και για όλα τα άλλα κόμματα) αποδεικνύουν ότι παραμένει ένα ξεπερασμένο από τις εξελίξεις σχήμα χωρίς ιδεολογική ταυτότητα, σαφή πολιτικό προσανατολισμό και με τεράστιες ανεπάρκειες και αδυναμίες, γι’ αυτό και εμφανίζεται ως κόμμα που κινείται ανάμεσα στα άκρα, ως κόμμα που υποτίθεται ότι λειτουργεί «εξισορροπιστικά» παρεμποδίζοντας την πόλωση. Αυτή είναι και η αιτία που ο πολιτικός διάλογος εσωτερικά, αλλά και η πολιτική αντιπαράθεση με τα άλλα κόμματα γίνεται, λόγω έλλειψης επιχειρημάτων, σε απαράδεκτα χαμηλό επίπεδο και μάλιστα παρατηρείται το θλιβερό φαινόμενο διατύπωσης δηλώσεων όχι μόνο από στελέχη πρώτης γραμμής, αλλά και από τις ηγεσίες, που υποτιμούν προκλητικά τη νοημοσύνη και την αισθητική των πολιτών.
Στη βάση αυτών των δεδομένων, θα πρέπει να επισημάνω ότι δεν θα υπάρξει ουδεμία δυνατότητα μεταβολής και ουσιαστικής ριζικής ανανέωσης, όσο τα κόμματα θα παραμένουν προσηλωμένα και εγκλωβισμένα στα παλιά δοκιμασμένα και ξεπερασμένα σχήματα με τις αναχρονιστικές αποτυχημένες δομές και με τις γνωστές οδυνηρές επιπτώσεις, εάν δεν πάψουν να αποτελούν φέουδα ορισμένων προσώπων και ομάδων ευλύγιστων αυλικών που μπλοκάρουν κάθε δυνατότητα εξέλιξης μέσα από ελεύθερες και διαφανείς διαδικασίες, που θα ξεκινούσαν από τη βάση της κοινωνίας, από τους ίδιους τους πολίτες. Διαφανείς διαδικασίες που θα διασφάλιζαν την αξιοκρατική επιλογή των άριστων από πλευράς ικανοτήτων και ουσιαστικών προσόντων και θα απέκλειαν την είσοδο των ατόμων της ευκαιρίας. Διαδικασίες που θα διασφάλιζαν με συγκεκριμένα κριτήρια την επιλογή και προώθηση ανθρώπων με ισχυρή προσωπικότητα και χαρακτήρα, δημιουργικότητα, ήθος και εντιμότητα, προκειμένου να υπηρετήσουν το γενικό συμφέρον στα πλαίσια ενός θεσμικού συστήματος διαφανούς, μέσω του οποίου θα είναι όχι απλώς δυνατός αλλά επιβεβλημένος ο έλεγχος των πεπραγμένων του καθενός που καταλαμβάνει δημόσια θέση και διαχειρίζεται ζητήματα που αφορούν τις τύχες του λαού και το μέλλον της χώρας. Και από τέτοιους ανθρώπους όχι μόνο δεν έχουμε έλλειψη, αλλά αντιθέτως η Ελλάδα διαθέτει πάρα πολλούς και εντός και εκτός των συνόρων.
Οι διαδικασίες αυτές, ασφαλώς, για να είναι δημοκρατικές θα πρέπει να ξεκινούν από τη βάση της κοινωνίας, από τη βάση της πυραμίδας και σταδιακά να φθάνουν μέχρι την κορυφή και όχι το αντίθετο, όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα. Μόνο έτσι θα αλλάξουν οι κακές νοοτροπίες και τα κόμματα θα λειτουργούν πράγματι δημοκρατικά και θα επιλέγονται μεταξύ των αρίστων και τα στελέχη των επί μέρους οργάνων και οι ηγεσίες.
Τότε μόνο θα μπορούμε να ατενίσουμε ξανά με αισιοδοξία το μέλλον. Το μέλλον που υπονόμευσαν και υποθήκευσαν οι προηγούμενες γνωστές σε όλους καταστάσεις.
«Η ιστορία θα μας κρίνει από τη διαφορά που θα κάνουμε στις καθημερινές ζωές των παιδιών». (Νέλσον Μαντέλα, 9 Μαΐου 2002, Ν. Υόρκη)