Η ποίηση του Κ. Π. Καβάφη
Επιμέλεια: ΓΕΩΡΓΙΟΣ Η. ΟΡΦΑΝΟΣ*
Ο Κ. Π. Καβάφης υπήρξε μια από τις σημαντικότερες μορφές της νεοελληνικής λογοτεχνίας, και ιδιαίτερα της ποίησης. Φέτος (29/04/2015), συμπληρώνονται 152 χρόνια από τη γέννησή του και 82 χρόνια από το θάνατό του. Χρόνος ζωής και δράσης τα τέλη του 19ου αιώνα και το πρώτο μισό του 20ου, ενώ τόπος όχι η μητροπολιτική Ελλάδα, αλλά η φημισμένη παροικία του ελληνισμού και κοιτίδα επί αιώνες ενός λαμπρού ελληνοχριστιανικού πνευματικού πολιτισμού, η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Τιμώντας τη μνήμη του και την προσφορά του στα Ελληνικά Γράμματα, στο παρόν σημείωμα θα παρουσιάσουμε τις γνώμες κάποιων γνωστών μελετητών -κριτικών για το έργο του Αλεξανδρινού ποιητή. Ο Κων/νος Π. Καβάφης γεννιέται στις 29 Απριλίου 1863 στην Αλεξάνδρεια και αφού εργάστηκε για βιοποριστικούς λόγους επί σειρά ετών ως χαμηλόβαθμος δημόσιος υπάλληλος, στις -τι σύμπτωση!- 29 Απριλίου 1933 αφήνει τη στερνή του πνοή στην ίδια πόλη, λαβωμένος από καρκίνο. Πολλά ειπώθηκαν κατά καιρούς για την ερωτική ζωή του. Δεν μας αφορούν, όμως, στο παρόν κείμενο. Θα ασχοληθούμε αποκλειστικά με το λογοτεχνικό του έργο, ανεξάρτητα από την πηγή έμπνευσης ή το σκοπό που εγράφησαν κάποια ποιήματα και για πού ήσαν «αφιερωμένα».
Θα ξεκινήσουμε με τη Μαργαρίτα Γιουρσενάρ («Κριτική Παρουσίαση του Κων/νου Καβάφη», σελ. 11-12). Γράφει: «…Όσο ζούσε, ο Καβάφης δεν άφησε να κυκλοφορήσουν παρά ολίγα ποιήματά του, σποραδικά δημοσιευμένα σε περιοδικά. Η δόξα του εδραιώθηκε βαθμιαία με μονόφυλλα που τα μοίραζε φειδωλά σε φίλους ή θιασώτες του. Η ποίηση αυτή, που ξαφνιάζει εκ πρώτης όψεως με την απόστασή της, σχεδόν με το απρόσωπό της, έμεινε συνεπώς κατά κάποιον τρόπον κρυφή μέχρι τέλους, επιδεκτική εμπλουτισμών και βελτιώσεων σε όλη της την έκταση, καρπωνόμενη την εμπειρία του ποιητή ως τον θάνατό του. Και μόνο προς το τέλος της ζωής του ο Καβάφης εξέφρασε κάπως ανοιχτά τις πιο προσωπικές του εμμονές, τις συγκινήσεις και τις αναμνήσεις που ανέκαθεν, αλλά με τρόπο πιο αόριστο και πιο σκεπασμένο, είχαν εμπνεύσει και θρέψει το έργο του…».
Ο Νάσος Βαγενάς («Η παγκοσμιότητα της ποίησης του Καβάφη») σημειώνει, εξάλλου, και ότι «Ο Καβάφης γνώριζε ότι ο ποιητικός του λόγος, που με τόσο κόπο και με τόση τέχνη είχε διαπλάσει μέσα από την αναχώνευση ποικίλων στοιχείων των ποιητικών τεχνοτροπιών του 19ου αιώνα και της αρχαίας ελληνικής εποχής, θα γινόταν, παρά την ιδιοτυπία του, όχι μόνο δεκτός στον ποιητικό κανόνα αλλά και θα διαμόρφωνε τον κανόνα περισσότερο απ’ όσο συνήθως τον διαμορφώνει ένα έργο που έρχεται να προστεθεί σ’ αυτόν. Αυτά σκέφτεται κανείς όταν παρατηρεί το μέγεθος της διεθνούς απήχησης του Καβάφη σήμερα. Βιβλία για την ποίησή του τυπώνονται σε διάφορες γλώσσες· διεθνή συνέδρια διοργανώνονται σε διάφορες χώρες· μελέτες με τίτλους όπως «Ωντεν και Καβάφης», «Ουνγκαρέττι και Καβάφης», «Πλάτεν και Καβάφης» δημοσιεύονται σε διεθνή περιοδικά· τα ποιήματά του παρέχουν το θεματικό υλικό σε έργα μειζόνων ζωγράφων και μουσουργών· διδάσκονται σε τμήματα όχι μόνο νεοελληνικών σπουδών αλλά και συγκριτικής φιλολογίας των ξένων πανεπιστημίων».
Για τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της καβαφικής ποίησης η Πετρούλα Ψηλορείτη (Γαλάτεια Καζαντζάκη) στις 14 Φλεβάρη του 1910 δημοσιεύει σε επιφυλλίδα της στο «Νουμά» μεταξύ άλλων και τούτα: «…Την ποίηση του κ. Καβάφη δυο μου φανήκαν πώς την ξεχωρίζουν χαρακτηριστικά: η βαθειά φιλοσοφική αντίληψη του Ανθρώπου που πολλά ξέρει, και η αισταντικότητα του Ποιητή… Πολλά μελέτησε, φαίνεται, ο κ. Καβάφης. Τα αιστήματα μήνες πολλούς και χρόνια μένουν και σιγοσταλάζουν και πετρώνονται στο νου του κι αποκρυσταλλώνουνται σε μια σκέψη. Έτσι, τα ποιήματα του κ. Καβάφη, αργά και σταλαχτά μας έρχουνται και σα σταλαχτίτες του υπομονετικού καιρού φαντάζουνε. Ιδίως, συναιστήματα του λογισμού και του κορμιού τραντάγματα, που σε πολυσέλιδους λυρισμούς θα μας ξέχυνε κάποιος άλλος ποιητής, θορυβώδης και πληβείος, σεμνά κι αριστοκρατικά μάς δείχνει ο κ. Καβάφης…».
Γράφει πέραν τούτων και ο Ε. Μ. Φόστερ («Η ποίηση του Κ.Π. Καβάφη», μετάφραση Γ. Π. Σαββίδης) για τον Καβάφη: «Πετάει πολύ αργά και συγχρόνως πολύ υψηλά. Είτε υποκειμενικός είτε αντικειμενικός στον τρόπο του, απέχει εξ ίσου από τον στίβο της «επικαιρότητος» – ποτέ του δεν θα συνθέσει ένα Βασιλικόν ή ένα Βενιζελικόν ύμνο. Έχει τη δύναμη -και φυσικά τους περιορισμούς- του ανθρώπου που ζει κλεισμένος στον εαυτό του και που, μολονότι δεν φοβάται τον κόσμο, στέκει πάντα σε ελαφρύ απόκλιση προς το σύμπαν: και έτυχε, πάνω στη συζήτηση, να τον ακούσω να λέει λίγα λόγια γι’ αυτό το ζήτημα. Τι είναι καλύτερο -η πολιτεία ή η μοναξιά; Ο Καβάφης που δοκίμασε και τα δυο, δεν μπορεί ν’ απαντήσει. Αλλά τουλάχιστον είναι βέβαιος για ένα πράγμα- η ζωή προϋποθέτει θάρρος, διαφορετικά παύει να είναι ζωή».
Στο περιοδικό «Κύκλος» (τεύχος 3/1932) ο Άλκης Θρύλος σημειώνει ανάμεσα σε άλλα «…Ο Καβάφης είναι με όλη τη σημασία της λέξης ένας Δημιουργός…Ο Καβάφης δεν είναι ποτέ ανώτερος ή κατώτερος του εαυτού του, είναι πάντα ο εαυτός του…», για να συμπληρώσει και τα εξής: «Ο Καβάφης έχει φυσικά πολύ εκτιμηθεί και θαυμασθεί στην Ελλάδα, νομίζω όμως ότι απέχομε ακόμα πολύ από το να έχομε ακριβώς αναγνωρίσει τη μεγάλη αξία του. Πόσοι ξέρουν ότι ο ΜΟΝΟΣ μας λογοτέχνης του οποίου το σύνολο του έργου θα μπορούσε αν ήταν δυνατό να αποδοθεί άρτια σε μια ξένη γλώσσα, να επιβληθεί στο διεθνές αναγνωστικό κοινό και να το κατακτήσει; Κι άλλοι λογοτέχνες μας έγραψαν εκλεκτά κομμάτια έμμετρα κι πεζά, άλλ’ αυτά είναι και σποραδικά φαινόμενα μισά στο σύνολο της παραγωγής τους, και δεν παρουσιάζουν τίποτε το εντελώς καινούριο. Το ενδιαφέρον τους παραμένει τοπικό. Ο Καβάφης προβάλλει μια εντελώς ξεχωριστή προσωπικότητα».
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, σαγηνευθείς από την ποίηση του Καβάφη, δημοσιεύει στο περιοδικό «Παναθήναια» και μάλιστα στις 30/11/1903 το πρώτο άρθρο που εγράφη ποτέ για τον Αλεξανδρινό ποιητή. Εκεί παρουσιάζοντας ενδεικτικά κατά τη γνώμη του δείγματα γραφής του Καβάφη, καταλήγει στο συμπέρασμα πως «…νομίζω ότι όσα παρέθεσα είναι αρκετά να σας δώσουν κάποιαν ιδέαν της πρωτοτύπου αυτής φιλοσοφικής ποιήσεως, της τόσον νηφαλίου, με το αυστηρόν και ιδιόρρυθμον ένδυμα, με την αριστοκρατικήν τεχνοτροπίαν, με την όλως προσωπικήν υφήν, με την γλώσσαν υπενθυμίζουσαν μακρόθεν τον Κάλβον, και προπάντων με την έλλειψιν κάθε αναρμόστου ελαφρότητος, κάθε ανοήτου ηχολαλιάς, κάθε απατηλού στολίσματος…».
«Θελκτικό και απαράμιλλο» θεωρεί το Καβαφικό έργο ο Μ. Μαλακάσης και ως επίλογο ας χρησιμοποιήσουμε όσα γράφει στη «Νέα Εστία» (1933, τεύχος 158- τόμος 14) ο Κ. Παράσχος «Εκτός από το Σολωμό, κανείς Νεοέλληνας καλλιτέχνης δεν κινεί τόσα προβλήματα, όσα ο Καβάφης. Προβλήματα καλλιτεχνικά, ηθικά, πνευματικά, ψυχολογικά. Ο Καβάφης είναι από τις πιο πλατειές, τις πιο πολυσύνθετες, τις πιο ιδιόρρυθμες και τις πιο αινιγματικές νεοελληνικές μορφές… Ο Καβάφης θα μελετιέται και θα συζητιέται και στο μέλλον με όσο πάθος και σήμερα… η ποίηση του Καβάφη έχει πολλές ομοιότητες με των Αλεξανδρινών. Μα η μορφή της σε ό,τι χαρακτηριστικώτερο, προσωπικώτερο έχει, μένει απολύτως ιδιότυπη, και ο τόνος της (το μίγμα αυτό που λέγεται τόνος και που δεν ξέρει κανείς πώς γίνεται και από πού έρχεται) μοναδικός. Ο μοναδικώτερος στην ποίησή μας μαζύ με του Σολωμού και του Κάλβου».
Και θα κλείσουμε με τη γνώμη του Κώστα Βάρναλη για τον Κ.Π. Καβάφη και το έργο του όπως διατυπώθηκε από τον ίδιο (βλ. «Επιθεώρηση Τέχνης» αφιέρωμα στον Καβάφη (Αριθμός Τεύχους 108, Δεκέμβριος 1963) ): «[…] Ο Καβάφης μπορεί ν’ ανήκει στην δοξασμένη γενιά των «καταραμένων ποιητών». Αλλ’ είναι από τους πρώτους! Μοναδικός, ανομοίαστος κι ανεπανάληπτος. Μοναδικός και προσωπικός και στην σκέψη του και στην τέχνη του και στην γλώσσα του. Είναι στα χρόνια μας ο περισσότερος διαβαζόμενος και συζητούμενος ποιητής. Για κανένα άλλο δεν γραφτήκανε και δεν γράφονται τόσο πολλά βιβλία και μελέτες (ύστερ’ από τον Σολωμό και τον Παλαμά) όσο γι’ αυτόν. Και του αξίζει. Αποτελεί το πιο ενδιαφέρον πρόβλημα των νεοελληνικών γραμμάτων και για τους θαυμαστές του και για τους αρνητές του. Και πραγματικά είναι από τους ποιητές, που δεν τους διαβάζεις μια φορά κι ύστερα τους αφήνεις. Τουναντίον πάντα ξαναγυρίζεις σ’ αφτούς και πάντα τους βρίσκεις καλύτερους και πάντα επίκαιρους σε κάθε περίπτωση. Γιατί ο λόγος τους έχει πολύ βάθος και μιλάει πολύ άμεσα σ’ όλες τις ψυχές[…]».
Από τα πάμπολλα, μετά θάνατον εκδοθέντα γνήσια, ανέκδοτα, αποκηρυγμένα ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη, με δυσκολία, λόγω ίσης υψηλής λογοτεχνικής αξίας, ξεχωρίζουν: «Ιθάκη», «Περιμένοντας τους βαρβάρους», «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον», «Θερμοπύλες», «Το πρώτο σκαλί», «Η πόλις», «Καισαρίων», «Τείχη», «Κεριά», «Μύρης, Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ.», «Νέοι της Σιδώνος (400 μ.Χ.)», «Λόγος και Σιγή», «Η ψήφος της Αθηνάς», «27 Ιουνίου 1906, 2 μ.μ.» κ.α.
* Ο Γεώργιος Η. Ορφανός είναι υποψήφιος διδάκτωρ στο Α.Π.Θ.