Μία διεθνώς πρωτοποριακή μέθοδο εύρεσης των βέλτιστων διαδρομών και των χρόνων που απαιτούνται για την εκκένωση μιας παράκτιας περιοχής σε περίπτωση ισχυρού τσουνάμι αλλά και υπολογισμού του κόστους βλαβών που θα υποστούν τα κτήρια παράκτιων περιοχών σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ανέπτυξε η ομάδα πρόγνωσης σεισμών και τσουνάμι του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου Αθηνών, υπό το διευθυντή Ερευνών, Γεράσιμο Παπαδόπουλο.
Η καινοτόμα μεθοδολογία αναπτύχθηκε δοκιμαστικά στην Κρήτη και συγκεκριμένα στην περιοχή του Γαζίου Ηρακλείου.
Η μεθοδολογία των ερευνητών που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Pure and Applied Geophysics, μπορεί να αξιοποιηθεί από κυβερνήσεις για προληπτικούς σκοπούς, όπως για να θωρακίσουν τα κτήρια, να τα κάνουν πιο «γερά», αλλά και για να εντοπίσουν τα εμπόδια στην προσπάθεια των πολιτών να εγκαταλείψουν μια παραλία για να αποφύγουν ένα τσουνάμι.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον κ. Παπαδόπουλο, ο οποίος μίλησε στην εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος της Κυριακής, η μεθοδολογία που ανέπτυξαν οι ερευνητές βασίζεται σε προσομοιώσεις και σε σύστημα γεωγραφικών πληροφοριών, ευρέως γνωστό ως GIS.
Επιλέχθηκε η περιοχή της Κρήτης ώστε να εφαρμοστεί δοκιμαστικά η μέθοδος, καθώς στο νησί είχε προκληθεί μεγάλο τσουνάμι τον 17ο αιώνα π.Χ. μετά την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τον διευθυντή Ερευνών του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου Αθηνών, αναλύθηκε η παράκτια ζώνη πέντε χιλιομέτρων δυτικά του Ηρακλείου στην οποία, στην τότε μεγάλη έκρηξη, είχε προκληθεί τσουνάμι ύψους 14 μέτρων.
Το πόσα κτήρια υπάρχουν στην περιοχή βρέθηκε με βάση την Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία (ΕΛ.ΣΤΑ.Τ) και την απογραφή του 2011.
Στη συνέχεια εκτιμήθηκε πόσα κτήρια είναι βαθμού 5, δηλαδή υπό πλήρη κατάρρευση, πόσα βαθμού 4, δηλαδή μερική κατάρρευση, κ.λπ.
Για να υπολογιστεί το κόστος ανακατασκευών ή επισκευών, πήραν το κοστολόγιο που επισήμως η κυβέρνηση όρισε στους σεισμούς της Κεφαλονιάς το 2014.
Για μερική ανοικοδόμηση, για παράδειγμα, υπολογίζεται κόστος 500 ευρώ το τετραγωνικό. Έτσι, το συνολικό κόστος για τα πέντε χιλιόμετρα της Κρήτης, εκτιμάται στα 55 εκατ. ευρώ.
Η μέθοδος εντάσσεται σε ευρωπαϊκό πρόγραμμα έρευνας και χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και ο βασικός στόχος είναι να γνωρίζει κάποιος εκ των προτέρων τις συνέπειες από ένα τσουνάμι.
Στην Ελλάδα το τσουνάμι είναι σπάνιο φαινόμενο, λέει ο κ. Παπαδόπουλος, ωστόσο, δεν παύει να υπάρχει. Τις περισσότερες φορές απλά, μετά από ισχυρούς σεισμούς, πραγματοποιείται μικρό τσουνάμι που δεν προκαλεί ζημιές.
«Το πότε θα συμβεί τσουνάμι κανείς δεν γνωρίζει. Η σπανιότητα του φαινομένου ωστόσο δεν εγγυάται ασφάλεια», υποστηρίζει ο κ. Παπαδόπουλος και προσθέτει ότι στο σύστημα Πολιτικής Προστασίας στην Ελλάδα δεν έχει πραγματοποιηθεί καμία βελτίωση από το 1995 και μετά.
Υποστελεχωμένες οι υπηρεσίες Πολιτικής Προστασίας
Η περίπτωση της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι ήταν ενδεικτική τέτοιων τεράστιων δυσκολιών εξαιτίας της άναρχης ρυμοτομίας αλλά δεν είναι η μόνη. Αντίστοιχα εμπόδια εντοπίστηκαν και στην παράκτια περιοχή του Γαζίου, δυτικά του Ηρακλείου Κρήτης, όπου εφαρμόστηκε η μεθοδολογία της ομάδας του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου και διαπιστώθηκε ότι αν έπρεπε να εκκενωθεί η περιοχή του Γαζίου και οι κάτοικοι να κινηθούν προς την ενδοχώρα -κάνοντας την αντίθετη διαδρομή σε σχέση με το Μάτι- σύμφωνα με τον κ. Παπαδόπουλο, θα απαιτούνταν 21 λεπτά για να διανύσουν ένα χιλιόμετρο απόσταση, με μέση ταχύτητα τα 3 χλμ./ώρα.
«Χρησιμοποιώντας προληπτικά τη μέθοδο αυτή, μπορείς να εντοπίσεις ένα σωρό τρωτά σημεία. Όπως, για παράδειγμα, να διαχειριστείς συρματοπλέγματα που κόβουν το δρόμο. Επίσης, να φτιάξεις κανονισμούς ώστε τα σπίτια να είναι γερά απέναντι σε ένα τσουνάμι. Και φυσικά πρέπει να γνωρίζεις ποιες είναι οι συνέπειες ενός τέτοιου φαινομένου», ανέφερε στην εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος της Κυριακής ο σεισμολόγος και διευθυντής Ερευνών του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου.
Ο κ. Παπαδόπουλος εμφανίζεται απαισιόδοξος ότι στην Ελλάδα θα μπορούσε να αξιοποιηθεί μία τέτοια καινοτόμα επιστημονική μέθοδος, δεδομένου, όπως υποστηρίζει, ότι η Πολιτική Προστασία «πάσχει», οι υπηρεσίες της παραμένουν διαχρονικά υποστελεχώμενες και με πολλαπλά προβλήματα, τα οποία φάνηκαν τον πλέον εμφατικό τρόπο στην πρόσφατη τραγωδία στο Μάτι.
Ευελπιστεί ωστόσο ο ειδικός ότι η μέθοδος θα αποτελέσει βάση για πρόληψη σε άλλες χώρες. Άλλωστε, όπως ανέφερε, τα δεδομένα που χρησιμοποίησαν για την Κρήτη οι ερευνητές είναι από τον Ειρηνικό Ωκεανό, όπου και εκδηλώνεται συχνά τσουνάμι.
Να σημειωθεί ότι στο Γεωδυναμικό Ινστιτούτο Αθηνών, λειτουργεί το Εθνικό Κέντρο Προειδοποίησης για Τσουνάμι το οποίο έχει συμπεριλάβει την Κρήτη στον σχεδιασμό του και την παρακολουθεί στενά. Έχει εγκαταστήσει τρεις παλιρροιογράφους στο νησί, σε Παλαιόχωρα, Ηράκλειο και Ιεράπετρα και μάλιστα έχει καταγράψει τουλάχιστον δυο μικρά τσουνάμι ύστερα από ισάριθμους σεισμούς.
Σε σχετικό συνέδριο προ δυο ετών, που είχε πραγματοποιηθεί στα Χανιά, ο κ. Παπαδόπουλος όταν είχε ερωτηθεί αν λαμβάνονται τα προληπτικά μέτρα που χρειάζονται για την αντιμετώπιση ενός μεγάλου τσουνάμι, είχε επισημάνει ότι η συγκεκριμένη αρμοδιότητα ανήκει στις κεντρικές, περιφερειακές και τοπικές Αρχές πολιτικής προστασίας σημειώνοντας πως στον τομέα αυτό «μειονεκτούμε πάρα πολύ».
«Έχει παραγνωριστεί αυτός ο κίνδυνος, έχει μπει στην άκρη. Όμως ο κίνδυνος, αν και σπάνιος, είναι υπαρκτός και πρέπει να ενταθούν οι προσπάθειες για ενημέρωση και εκπόνηση σχεδίων έκτακτης ανάγκης», είχε τονίσει.