Οι ευχές και τα χαμόγελα δίνουν και παίρνουν και οι προσδοκίες αδιάκοπα μας ταξιδεύουν… Τι κι αν οι «οιωνοί» δεν βοηθούν, εμείς εμπιστευόμαστε στις αξίες και τα έθιμά μας!
Πρωί-πρωί σηκώθηκε και το μεσόκοπο αντρόγυνο, που έχει γιο με τρία παιδιά και κόρη με άλλα τρία ανήλικα κι αυτά και με χωρίς δουλειά, τα νεαρά αντρόγυνα περιμένουν τις χαμηλοσυντάξεις των γονιών για να τα βγάλουν πέρα, αλλά πώς. Εδώ σε θέλω κάβουρα να περπατάς στα κάρβουνα, όπως λένε κι οι άνθρωποι της υπομονής…
Με πέντε ευρώ θα πάει η γιαγιά Λουκία να κάνει τα πρωτοχρονιάτικα ψώνια. Μη μου ξοδεύεις τα λεφτά που θα αγοράσω τα φάρμακα… Τον πλησίασε, τον χάιδεψε, τον φίλησε και τον καθησύχασε, πως θα μείνουν νηστικοί, μα τα φάρμακα του θα τα ‘χει. Την κοίταξε γλυκά, αλλά ‘κείνη έφυγε βιαστικά κι άφησε τον Μιχάλη της να μονολογεί για το θησαυρό του. Έτρεξε λοιπόν στην λαϊκή, που για κάμποσα χρόνια τώρα έκανεν εκεί τον «περίπατόν» της κι έψαχνε το κασόνι με τα λαχανικά της πεντάρας… Γέμισε δυο τσάντες, αρκετά και για τρεις οικογένειες, ύστερα πετάχτηκε στο κρεοπωλείο για τα κόκκαλα της σούπας. Αχ, αν μπορούσε να πάρει ‘κείνη τη σπλήνα για το αναιμικό κοριτσάκι του γιου… Πόσο κάνει, ρώτησε διστακτικά. Κι ο καταστηματάρχης νόμισε πως άκουσε τη φωνή της πεθαμένης του μάνας κι αποκρίθηκε, μόνο δύο ευρουλάκια κι η «πελάτισσα» σαν της έδινεν το τυλιγμένο χαρτί έσκυψε να του φιλήσει το χέρι… ένας κύριος φωναχτά παρατήρησε, θα λήξει επιτέλους αυτή η κακομοιριά. Και βέβαια όπου να ‘ναι θα τρώμε με χρυσά κουτάλια, συμπλήρωσε ο αισιόδοξος…
Ο Μιχαλάκης για την τετραπέρατη γυναικούλα του γελούσαν και τα μουστάκια του, μα η ευλογημένη πάλιν τον αναστάτωσε, γιατί με τα ατόφια πέντε που επέστρεψεν θα πήγαινεν στο παιγνιδάδικο για κουκλάκια των τριών κοριτσιών και βιβλία στα αγοράκια. Με τόσανα λεφτά δυστυχισμένη, ήταν θα πάρεις; Το σκέφτομαι, όμως μπορεί να βρω πεταγμένα…
Μόνον η φαντασία σου δουλεύει, το κατάλαβες; Να πεινούνε τα κοπέλια κι αυτή να θέλει να αγοράζει παιγνίδια! Το παιγνίδι για το παιδί είναι φαγητό, συμπλήρωσε μειλίχια η γυναίκα, που κάποτε ονειρευόταν να γίνει δασκάλα, έτσι έριξε νερό στ’ αναμμένα που τόσο τα ‘χε συνηθίσει…
Κι ενώ κατάπιναν τα γοργά της πόδια το δρόμο μιας αδιόρατης ελπίδας άκουσε μια φωνή να την καλεί, κυρία Λουκία, κυρία Λουκία; Σταμάτησε μπροστά σε μια γλυκύτατη νέα κοπέλα που με την εξευγενισμένην της φωνή ρωτούσε, με γνωρίζετε; Λυπάμαι όχι, βοηθήστε τη μνήμη μου. Στο γυμνάσιο κάποτε καθόσαστε με τη μανούλα μου, την Ασημένια Φω., στο ίδιο θρανίο. Σας είχαμε δει πρόσφατα και τώρα σας αναγνώρισα. Ω ναι, είμαστε οι καλύτερες φίλες, τι κάνει πώς είναι η Σταματία μου; Πριν πέντε μήνες μου έφυγε, είπε και την έπνιξε ο λυγμός. Για κείνη θα προσφέρω λίγα χρήματα.
Δεν ήταν καθόλου λίγα τα 500 ευρώ. Η Λουκία μ’ αυτά θα περνούσε τις οικογένειες μήνες και θα αγόραζε και τα δωράκια στα βλασταράκια και θα ‘δινε και στου γείτονα το παιδί… Αμέσως διέκοψεν το δρόμο της απελπισιάς κι από το διάδρομο της εισόδου ανέμιζεν στον αέρα το μάτσο τα πενηντάρικα, ο σύζυγος δεν πίστευεν στα μάτια του. Καλά αυτή δεν είναι κλέφτρα που τα βρήκε τόσα; Μου τα ‘στειλε η χάρη Του, εκείνου που τρέφει τα πουλιά και τα σκουλήκια της γης και για τα παιδιά των ανθρώπων έγινεν κι ο ίδιος παιδί…
Να ευχηθούμεν μ’ όλην την καρδιά για την οικογένεια της ευεργέτιδας με τη μεγάλη ψυχή να ‘χει στο σπιτικό της όλο το χρυσάφι του κόσμου, δηλαδή τον Σωτήρα της οικουμένης!
Και σε σας μια χρονιά
με υγεία και χαρά