Παρά την πρόοδο στο δημοσιονομικό πεδίο και την επίτευξη της μακροοικονομικής ισορροπίας, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις και να παρουσιάζει ασθενείς προοπτικές ανάπτυξης.
Όπως αναφέρει ο ΣΕΒ στο μηνιαίο δελτίο του η μείωση της υπερφορολόγησης «ώστε να μένουν περισσότερα εισοδήματα στα χέρια των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών» και ένα σταθερό φιλοεπενδυτικό κλίμα, είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την αύξηση των επενδύσεων στην Ελλάδα.
Ο Σύνδεσμος επισημαίνει ότι το 2017 η κυβέρνηση, από διαθέσιμους πόρους 6,7 δισ., ευρώ επένδυσε μόλις 5,2 δισ. ευρώ κυρίως μέσω του προϋπολογισμού δημοσίων επενδύσεων, επιτυγχάνοντας έτσι δημοσιονομικό πλεόνασμα ύψους 1,5 δισ. ευρώ. Οι μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις εξοικονόμησαν 16,5 δισ. ευρώ, που χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για επενδύσεις και οι τράπεζες 5,8 δισ. ευρώ, που χρησιμοποιήθηκαν κυρίως ως προβλέψεις για να αντιμετωπίσουν τις υψηλές επισφάλειες στα χαρτοφυλάκια τους.
Αντιθέτως, τα νοικοκυριά (που περιλαμβάνουν και τους ελεύθερους επαγγελματίες), όχι μόνο δεν έβαλαν τίποτα στην άκρη, αλλά «τράβηξαν» και 13,7 δισ. ευρώ από τις οικονομίες τους (και ενδεχομένως από δανεισμό), για να επενδύσουν 5,4 δισ. ευρώ και να «ρίξουν» τα υπόλοιπα 8,3 δισ. ευρώ στην κατανάλωση, ξοδεύοντας περισσότερα από ότι τους επέτρεπε το διαθέσιμο εισόδημά τους (είχαν δηλαδή αρνητική αποταμίευση ύψους €8,3 δισ.).
«Οι προοπτικές για βελτίωση της κοινωνικής ευημερίας με το σημερινό ρυθμό αύξησης των επενδύσεων, είναι περιορισμένες. Επιπλέον, πρέπει να κατανοήσουμε ότι η πιθανότητα αναβολής ή αθέτησης των δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί για πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα το 2019 και 2020, πέρα από τη δυσπιστία που θα προκαλέσει στις διεθνείς αγορές, παραπέμπει στις καλένδες και οποιαδήποτε συζήτηση για μείωση της υπερφορολόγησης της εργασίας και των επιχειρήσεων μέσω των περίφημων αντίμετρων» επισημαίνει ο Σύνδεσμος και προειδοποιεί ότι «μια τέτοια προοπτική επιβεβαιώνει ακόμη περισσότερο το σενάριο «χαμηλών πτήσεων» της οικονομίας για τα επόμενα χρόνια».
Ο ΣΕΒ έχει επισημάνει κατ’ εξακολούθηση στο παρελθόν την αναγκαιότητα μιας «επενδυτικής επανάστασης», καθώς δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να βελτιωθεί το βιοτικό επίπεδο και να ισχυροποιηθεί διεθνώς η θέση της χώρας. «Δεν απομένει, λοιπόν, παρά να φτιάξουμε το κατάλληλο επενδυτικό περιβάλλον και να αφήσουμε επιτέλους την ιδιωτική πρωτοβουλία να φέρει νέες δουλειές και σταθερά εισοδήματα στη χώρα μας. Πολλά έχουν γίνει μέχρι σήμερα. Πολύ περισσότερα, όμως, απομένουν για να γίνουν» τονίζει, σημειώνοντας πως χρειαζόμαστε μια δημόσια διοίκηση που να διευκολύνει την επιχειρηματική δραστηριότητα, «και όχι να εμποδίζει κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια, μήπως και χάσει ντοβλέτια και οφίτσια».