Βαρύ τίμημα σε ανθρώπινες ζωές πληρώνει η χώρα μας, λόγω της αδυναμίας της να αντιμετωπίσει τη διαχρονική κρίση της μικροβιακής αντοχής και την αλόγιστη χρήση αντιβιοτικών.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι κάθε χρόνο η χώρα μας μετρά 1.627 θανάτους, λόγω των λοιμώξεων που προκαλούν τα πολυνανθεκτικά βακτήρια.
H Ελλάδα είναι στην πρώτη θέση της Ευρώπης στην κατανάλωση αντιβιοτικών (σχεδόν 40 ημερήσιες καθορισμένες δόσεις ανά 1.000 ασθενείς την ημέρα, έναντι 21,8 που είναι ο μέσος όρος των χωρών της Ε.Ε.) και στις πρώτες θέσεις σε νοσοκομειακή κατανάλωση αντιβιοτικών και στα ποσοστά αντοχής παθογόνων σε ευρέως φάσματος προωθημένα αντιβιοτικά, η οποία σε κάποια παθογόνα και σε ειδικά τμήματα όπως οι ΜΕΘ, ξεπερνά κατά πολύ το 50%.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, τα επόμενα 30 χρόνια οι λοιμώξεις από μικρόβια ανθεκτικά στα αντιβιοτικά θα «στοιχίσουν» στη χώρα μας περίπου 70.000 θανάτους ασθενών, σχεδόν 1.000 επιπλέον ημέρες νοσηλείας ανά 100.000 πληθυσμού σε ετήσια βάση και περίπου 60 εκατ. δολ. ετησίως ως δαπάνη υγείας.
Και όπως τονίζουν οι ειδικοί επιστήμονες, «δεν μιλάμε πλέον για επιδημία, αλλά για ενδημία. Η χώρα μας είναι ενδημική στη μικροβιακή αντοχή. Δεν είμαστε οι χειρότεροι της Ευρώπης. Είμαστε σε άλλο επίπεδο από την υπόλοιπη Ευρώπη».
Τη ζοφερή αυτή εικόνα παρουσίασαν ειδικοί επιστήμονες σε ημερίδα του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων για τη μικροβιακή αντοχή.
«Χρειαζόμαστε επειγόντως δράσεις για τον έλεγχο και την πρόληψη των λοιμώξεων από πολυανθεκτικά μικρόβια», τόνισε ο καθηγητής Παθολογίας Λοιμώξεων στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ και συνεργάτης του ΚΕΕΛΠΝΟ Σωτ. Τσιόδρας, ο οποίος σημείωσε, ότι πρέπει να δοθεί έμφαση στην υγιεινή των χεριών από το υγειονομικό προσωπικό, η οποία αποτελεί ένα από τα αποδοτικότερα μέτρα για τη μείωση των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων, αλλά και τη σωστή διαχείριση των ασθενών εντός των νοσοκομείων με διαχωρισμό των περιστατικών, όσο είναι αυτό εφικτό.
Στην ανάγκη επένδυσης σε δράσεις για τη μείωση της μικροβιακής αντοχής αναφέρθηκε και ο επικεφαλής του σχετικού προγράμματος του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC) Ντομινίκ Μονέ. Όπως ανέφερε, για κάθε ευρώ που επενδύει το κράτος σε δράσεις για την πρόληψη των λοιμώξεων από ανθεκτικά μικρόβια, εξοικονομεί 2,4 ευρώ από το κόστος της αντιμετώπισής τους.
Το θεσμικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση της μικροβιακής αντοχής στη χώρα μας υπάρχει. Το θέμα είναι στην εφαρμογή».
Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξαν οι ειδικοί επιστήμονες που συμμετείχαν στη σχετική ημερίδα του ΚΕΕΛΠΝΟ. Αν και στη χώρα μας έχει θεσμοθετηθεί δέσμη μέτρων από το 2014 για την αντιμετώπιση της μικροβιακής αντοχής, στα νοσοκομεία αυτά δεν υλοποιούνται πάντα όπως θα έπρεπε. Όπως ανέφερε ενδεικτικά η υπεύθυνη του γραφείου νοσοκομειακών Λοιμώξεων και Μικροβιακής Αντοχής του ΚΕΕΛΠΝΟ, παθολόγος-λοιμωξιολόγος κ. Φλώρα Κοντοπίδου, μόλις στο 50% των νοσοκομείων έχει εγκριθεί ο εσωτερικός κανονισμός για την πρόληψη νοσοκομειακών λοιμώξεων, η αναλογία εξειδικευμένου προσωπικού αποκλειστικά απασχολούμενου στην πρόληψη λοιμώξεων είναι πολύ μακριά από αυτή που θα έπρεπε (ένας ανά 250 κλίνες) και δεν υπάρχει επαρκής επικοινωνία μεταξύ επιτροπών και κλινικών γιατρών ή και διοικήσεων.
Είναι ενδεικτικό, ότι μόλις το 14% των μελών Επιτροπών Νοσοκομειακών Λοιμώξεων θεωρεί, ότι συνεργάζεται επαρκώς με τους κλινικούς γιατρούς για την πρόληψη των νοσοκομειακών γιατρών και το 30%, ότι υπάρχει επαρκής συνεργασία με τη διοίκηση. Το 66% του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού δηλώνει επαρκώς εκπαιδευμένο στην εφαρμογή μέτρων προφύλαξης, ενώ πιστοποιημένη εκπαίδευση στον έλεγχο λοιμώξεων έχει λάβει ένα στα δύο μέλη των Επιτροπών Νοσοκομειακών Λοιμώξεων.
Τέλος, δεν υπάρχει εξωτερική αξιολόγηση των διαδικασιών που τηρεί κάθε νοσοκομείο, ενώ δεν έχουν πρόσβαση στα δεδομένα επιτήρησης της μικροβιακής αντοχής του κάθε νοσοκομείου, το ίδιο το προσωπικό του.