Της ΕΛΠΙΔΑΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ
Τεράστιες αδιάθετες ποσότητες λαδιού και τιμές που δεν ξεπερνούν τα 2,5 ευρώ το λίτρο είναι η εικόνα που καταγράφεται στην κρητική αγορά ελαιολάδου, προκαλώντας ανησυχία και προβληματισμό σε παραγωγούς, συνεταιρισμούς και ελαιοτριβείς. Το μέχρι πρότινος «χρυσό» προϊόν που παράγει το νησί έχει υποβαθμιστεί ποιοτικά λόγω δάκου και κλιματολογικών συνθηκών και συνδυαστικά με την κατάσταση που επικρατεί στη διεθνή αγορά οδηγείται σε παρακμή, αφού η τιμή του έχει πέσει κάτω από τα 3 ευρώ το λίτρο.
Η κατάσταση της ακινησίας αλλά και κατάρρευσης της αγοράς απεικονίζεται με σαφήνεια και στο δελτίο τιμών που εκδίδει ο ΣΕΔΗΚ κάθε εβδομάδα, όπου φαίνεται ότι στην Κρήτη από τις 20 επιχειρήσεις που έδιναν τιμές, τελευταία, δίδουν μόνο 7 και αυτές μόνο για έξτρα παρθένο καλής ποιότητας. Σύμφωνα με το δελτίο του ΣΕΔΗΚ, οι τιμές ξεκινούν από 2,20 ευρώ το λίτρο και φτάνουν μόλις μέχρι 2,50 ευρώ το λίτρο, δηλαδή σε επίπεδα κάτω του κόστους παραγωγής.
Όπως εξηγεί μιλώντας στα «Ρ.Ν.», ο επιστημονικός συνεργάτης του ΣΕΔΗΚ, Νίκος Μιχελάκης, «Οι περισσότεροι αγοραστές που μας έδιναν τιμές στο δελτίο τιμών που εκδίδουμε τελευταία, δεν ανταποκρίνονται καθόλου ή δεν μας δίνουν τιμές. Από τα 20 περίπου ελαιοτριβεία συνεταιρικά και ιδιωτικά, γύρω στα 5 μας δίνουν τιμές πλέον και αυτά όχι για όλες τις ποιότητες λαδιού, αλλά μόνο για το υπερέξτρα παρθένο, δηλαδή για το ελαιόλαδο που είναι από 3 έως 5 γραμμές. Για τα υπόλοιπα αποφεύγεται η τιμολόγησή τους και όπως φαίνεται και αυτοί δεν μπορούν να το πουλήσουν σε τρίτους, είτε στο εσωτερικό είτε στο εξωτερικό. Από την άλλη μεριά έχουμε παράπονα και μεμονωμένων παραγωγών, οι οποίοι επικοινωνούν μαζί μας και ρωτούν τι γίνεται με τις τιμές, καθώς πηγαίνουν στα ελαιοτριβεία και κάποιοι που είχαν λάδι από προηγούμενες περιόδους, αποθηκευμένο επί χρόνια τώρα τους δίνουν σε τιμές απελπιστικά χαμηλές και εκείνοι δεν θέλουν να εκποιήσουν, να «κόψουν» όπως λέμε το ελαιόλαδό τους. Είναι μια κατάσταση πολύ άσχημη, πολύ σοβαρή τόσο για τους ίδιους τους ελαιοπαραγωγούς, όσο και για τους ίδιους τους ασχολούμενους με την εμπορία -δηλαδή τα ελαιοτριβεία και τους μεσάζοντες- οι οποίοι βρίσκονται σε αδιέξοδο και δεν ξέρουν τι να κάνουν. Αρκετοί έχουν λάδι προηγούμενων περιόδων και της φετινής περιόδου και δεν είναι εύκολο να το πουλήσουν ως χύμα στην Ιταλία ούτε και βέβαια να το τυποποιήσουν μιας και είναι υποδεέστερης ποιότητας και να το πουλήσουν ως τυποποιημένο. Εξαίρεση μικρή αποτελούν ορισμένες τυποποιητικές επιχειρήσεις, οι οποίες μόνες τους κάνουν εξαγωγή ελαιολάδου τυποποιημένου στο εξωτερικό στο βαθμό βέβαια που αυτές μπορούν. Οι υπόλοιπες βρίσκονται σε μια κατάσταση που δεν μπορούν να ανταποκριθούν».
Η διεθνής αγορά λαδιού επηρεάζει την πτώση των τιμών
Σύμφωνα με τον επιστημονικό συνεργάτη του ΣΕΔΗΚ, η υποβάθμιση της ποιότητας του λαδιού από τη μια και από την άλλη η κατάσταση που επικρατεί στη διεθνή αγορά με την υπερπαραγωγή αλλά και τους δασμούς που επέβαλλαν προσφάτως οι ΗΠΑ, έχουν οδηγήσει την αγορά σε οριακό επίπεδο, με αποτέλεσμα οι αδιάθετες ποσότητες λαδιού να είναι τεράστιες: «Οι αδιάθετες ποσότητες λαδιού είναι μεγάλες, δεν έχουμε όμως τη δυνατότητα να τις εκτιμήσουμε, καθώς ένα ακόμα πρόβλημα είναι ότι τα ελαιοτριβεία δεν δίνουν στοιχεία -όπως θα ‘πρεπε- στις υπηρεσίες, ώστε να υπάρχει μια γενική εικόνα για τα αδιάθετα αποθέματα. Η κατάσταση είναι άσχημη από την πλευρά του διεθνούς εμπορίου και στην Ελλάδα, γιατί πρώτον η Ισπανία πέρυσι είχε υπερπαραγωγή, ενώ φέτος η παραγωγή της είναι μεν μερικότερη αλλά όχι μικρή. Άρα υπάρχουν αρκετά αποθέματα στη χώρα αυτή, η οποία σημειώνω ότι παράγει περίπου το μισό της παγκόσμιας παραγωγής. Από την άλλη μεριά έχει τεθεί σε εφαρμογή η απόφαση που έλαβαν οι ΗΠΑ να επιβάλλουν δασμούς σε πολλά αγροτικά προϊόντα της Ευρώπης, μεταξύ των οποίων και το ελαιόλαδο. Βέβαια οι δασμοί αυτοί επιβλήθηκαν ειδικά για το ελαιόλαδο της Ισπανίας και όχι της Ελλάδας. Όμως αυτό έχει επιπτώσεις και στη χώρα μας, καθώς συνεπάγεται ότι δεν μπορεί να εξαχθεί εύκολα το ισπανικό ελαιόλαδο στην Αμερική, επομένως συσσωρεύεται και υπάρχει αδιάθετο και σε επίπεδο της Ευρώπης άρα συμπιέζει την υπάρχουσα διαθέσιμη ποσότητα και επομένως επιτείνει την πτώση των τιμών. Ο ένας παράγοντας λοιπόν είναι η υπερπαραγωγή σε συνδυασμό με τους δασμούς που επιβλήθηκαν στις εξαγωγές από την Αμερική. Άρα οι ποσότητες που εξάγονται είναι λιγότερες, είναι κυρίως μόνο από την Ιταλία. Η Ιταλία όμως μπορεί να βρει τα καλά ελαιόλαδα από την Τυνησία και την Ισπανία σε χαμηλές τιμές και άρα δεν έχει διάθεση να έρθει να αγοράσει ελαιόλαδο από την Ελλάδα που πλέον δεν βρίσκει καλή ποιότητα», υποστηρίζει ο κ. Μιχελάκης, ο οποίος πρόσθεσε πως: «Χαμηλές τιμές έχει και η Ισπανία και η Ιταλία σε σχέση με τις τιμές που είχε το προηγούμενο διάστημα. Στην Ιταλία η τιμή έχει φτάσει 3,20 ευρώ για το έξτρα παρθένο, ενώ προ διμήνου ήταν στο 4,50 ευρώ το λίτρο. Στην Ισπανία έχουμε επίσης μιας πτώση όπου τα καλά λάδια κοστίζουν 2,80 ευρώ το λίτρο και καμιά φορά φτάνουν στα 3 ευρώ. Εδώ στην Κρήτη οι τιμές που δίδονται από 5 αγοραστές κυμαίνονται από 2,20 έως και 2,50 ευρώ με τις καλύτερες τιμές να δίδονται από τοπικές τυποποιητικές επιχειρήσεις- αυτές δηλαδή που το ελαιόλαδο που αγοράζουν το εξάγουν μόνες τους χωρίς μεσολαβητές».
Σαν μέτρο από την Ευρωπαϊκή Ένωση με τα επανειλημμένα αιτήματα των Ισπανών, όπως εξήγησε ο κ. Μιχελάκης εφαρμόζεται η ιδιωτική αποθεματοποίηση: «Είναι μια ενέργεια που σημαίνει ότι κάποιες ποσότητες ελαιολάδου θα αποθηκευτούν, θα αποσυρθούν από την αγορά με σκοπό να «εκτονωθεί» η μεγάλη προσφορά. Οι ποσότητες λοιπόν αυτές γίνεται προσπάθεια να αποθηκευτούν προσωρινά. Αυτό το μέτρο που ισχύει σε όλη την Ευρώπη αφορά κατά κύριο λόγο την Ισπανία που έχει μεγάλες ποσότητες, δεν έχει φανεί μέχρι στιγμής να είναι αποτελεσματικό. Οι Ισπανοί αγρότες και ελαιοπαραγωγοί συνεχώς διαμαρτύρονται και συνεχώς ζητούν νέα μέτρα, πράγμα το οποίο βέβαια δεν είναι εύκολο» κατέληξε ο κ. Μιχελάκης.