Το λέγανε «Συνάντηση» αυτό το καφενείο…
Στη μέση τση Μεσοχωριάς που έχει και κουρείο!
Από το ’48 μικιό-μικιό κοπέλι…
Κούρεμα, ξύρισμα, καφέ και μεζεδάκια μέλι!
Γαγάνης στ’ Ατσιπόπουλο, ο Σούβλας, ο Βαγγέλης
Και ο παππούς του καφετζής, ο Μανταοβαγγέλης
Κι αυτός κοπέλια έκανε κι ανάθρεψε με αίμα…
γι’ αυτά διγάται ο μικιός με το δικό ντου βλέμμα!
Ένα γ-καφ’ ελαφρύ γλυκό εις στο ψιλό φλυτζάνι…
Εκείνονά πρωτόψησα του Παπατζανογιάννη!
Τα πόδια μου δεν φτάνανε στη χόβολη να ψήσω…
σ’ ένα τελάρο ανέβαινα μη βράσει και τον χύσω!
Κάθε Δεκαπενταύγουστο κάναμε πανηγύρι…
Για ούλους τσ’ Ατσιπουλιανούς τση Παναγιάς χατίρι!
Καρέκλες από τσι χωριανούς, τραπέζια του σπιθιού τους
και το πρωί εκάναμε την κάθε επιστροφή τους!
Μα και του Αη Λευτεριού στα μέσα Δεκεμβρίου…
γλέντι εις στη Μεσοχωριά μικρό του καφενείου!
Συνάντηση πραγματική σε τούτο το ντουκιάνι…
Τα νέα τ’ Ατσιπόπουλου εκάνανε σεργιάνι!
Τη μέρα λίγα πράματα είχε το καφενείο…
Μα αν έβρεχε… κρασόμερα χωρίς σκασιαρχείο!
Τσι Κυριακάδες μόλις βγουν από την εκκλησία…
γέμιζαν δρόμοι στο χωριό κι ούλα τα καφενεία!
Μα όμως στη Μεσοχωριά ήτανε άλλο πράμα…
Να βρεις καρέκλα για καφέ θα ‘πρεπε να ’χεις τάμα!
Στση Παναγίας τα σκαλιά τα ’χαμε για κερκίδα…
Επά… για πρώτη μου φορά τον Καραγκιόζη είδα…
Ο Νώντας με το όνομα, ο Καραγκιοζοπαίχτης…
Ήτανε στη Μεσοχωριά, συχνός μας επισκέπτης!
Το θερινό μας σινεμά… ζάχαρη, πετιμέζι…
Όταν απλώναμε πανί να ’ρθει ο Καντής να παίζει…!
Εδώ τση νεολαίας μας αγαπημένο στέκι…
Γι’ αυτό ο νους μου δεν ξεχνά όσα εδώ ξεπλέκει!
Πόσες καντάδες γίνανε, δυο νότες κι αν ξέρεις…
Ντίλης, Λεράς και Σύκαλος και Ροδινός Λευτέρης!
– Ξεκρέμασε Μιχάλη μας να παίζεις το μπουζούκι…
Κι ο Χάρος ανέ μασε δει, θα φάει το χαστούκι!
– Κεράσετε το Σύκαλο το όργανο να πάρει…
Κι ο Γκαλονόμος τραγουδεί μ’ αηδονιού τη χάρη.
– Κεράσετε το Σοφοκλή, φωνάζει ο Γιαγιάννης…
– Τη λύρα παίξε με νταλκά, τη δίψα να μας γιάνεις!
Ο Μήτσος σέρνει το χορό πρώτος, ο Φουσταλιέρης…
Κι ο Καραγιάννης δεύτερος, έλα κι εσύ αν ξέρεις…
Εις στο τεζιάκι ο μεζές να πίνουνε πολυώρα..
Να τον Σκαρπίνη, τον θωρώ να μπαίνει από τη χώρα!
– Να κεραστεί ο Νικολής να μασέ πει τι ξέρει
Γυρίζει με τη κούρσα ντου εις του ντουνιά τα μέρη!
Να σου κι από το Ρέθεμνος προβάλει ένα τζιπάκι
Ο Γιαννακάκης για ρακές ήρθε το Μιχαλάκη
Κι ο Θάνος εξεπρόβαλε, θωρώ από τη χώρα.
Αστεία και πειράγματα αρχίζουν ετσά ώρα!
– Στείλε κοπέλια ή να πας στο σπίτι του Αντρέα
Πες του Ξενάκη έφτασε ο Θάνος για παρέα!
Μπαίνει ο Γασπαρονικολής κι ούλοι χαμογελούνε…
Μοναδικός στ’αστεία ντου κι ούλοι τον αγαπούνε!
Μέχρι και φροντιστήριο με μαθητές και τάξεις…
Είχαμε τον Τσιβόκωστα δάσκαλο στις επάλξεις!
Να κι ο Βιβύλιος έρχεται και σέρνει και το τράο…
Στο γάιδαρο ντου κάθεται καφέ να του τρατάρω!
Έρχεται χαμογελαστός, να ο Σταγακογιώργης…
– Πάλι θα έπαιξες εφτά, του λέει ο Λιαντρογιώργης
– Ετσά ‘ναι όσοι μπορούν γερά, οι ζωντανοί!! …του κάνει…
– Εφτά φορές καθημερνά γλακώ εις στο Γεράνι…!
– Εφτά κλανές θα έπαιξες, ο Κάμερας του λέει…
εκείνος δεν απάντησε, μ’ από τα γέλια κλαίει!
Τη λεμονάδα ντου ο Πεκές… σαν θα ’ρθει από το σπίτι…
Μ’ από τα γέλια το θωρώ να βγάζει από τη μύτη…
Είναι ο Φραγκιάς ο μπάρμπας του απού κατέχει τρόπου…
Τη λεμονάδα ο Πεκές ψηκάζει επιτόπου..!
Κι ο Άρης τη μουστάκα ντου μας στρίβει με καμάρι…
Μα άμα κρατεί την τράπουλα δεν παίρνει άλλο χαμπάρι!
Να σου κι Γιάννης του Μανιού πρώτο πρεφαδοράκι…
Όμως το Μάρκο ταραχά πολύ τον Χατζηδάκη
Ψιλή κουβέντα για το ΚΤΕΛ σαν θέματα πατρίδας
Γκιουνάνης, το Σαμψωγιαννιώ, Βλάχος και Λεωνίδας.
θέματα για τσι τράπεζες αν έμπαινε… αλί μας!
Πού ’ναι οι μισοί τραπεζικοί τση Χώρας χωριανοί μας
Βρέχει κι απόξω πέρασε ο Γιώργης τ’ Αναστάση…
Κωστή Φραδέλο συναντά, καβάλα κάνουν στάση!
Ψιλή κουβέντα πιάσανε, θωρώ να κάνουν μέρες!
Εβράδιασε, δεν έφυγαν κάτω από τσ’ ομπρέλες!
– Το μάθετε θα παντεφτώ εθέκαμε ντο… νέτα…
…Λέει ο Μανωλης ο Γαμπρός, πως βρήκε μια γυναίκα!
– Άμε Γαμπρέ στη χώστρα σου, μη θέλεις παρακάλια…
Και το πρωί θα κουβαλείς δυο Σκάνια τσουβάλια!
– Εγώ μωρέ μπορώ γερά, είμαι παλικαράκι…
– Γιαννουλογιώργη δε θωρώ, να ’ρθεις στου Γκιανιδάκη!! (Τζανιδάκη)
Το Βαγγελάκη πρόβαλε και θέλει το καφέ ντου…
ακούει, βλέπει και γελά, μα δε μιλεί ποτέ ντου!
Μιχάλης, Μάρκος, Αλεξάς τ’ αδέρφια στο Ρουκούνι…
Κάτω Χαλέπας φύλακες, λαγωνικό αρθούνι!!
Μια τρίκυκλη σταμάτησε σκέτο καφέ γυρεύει…
ο Λιαντρογιάννης γελαστός είναι που ξεπεζεύει
Μα να σου κι άλλο τρίκυκλο… ο Ντίλης από πέρα
Βάλε να πιούμε 2 ρακές, να ξεντρεθιάνει η μέρα!
Γροικώ τ’ αλόγου τσι πατές και ξεχωρίζω χάρη
Του Στάθη ο Γιώργης έρχεται και στέκει με καμάρι!
– Πού είναι ο κουμπάρος μου, θέλω να με κουρέψει.
– Κάνε μου ένα βαρύ γλυκό, μέχρι να ξεμπερδέψει…
Πετρακογιώργης, Χατζηδές και ο Λιονής Ανδρέας…
Στ’ αμπέλια πως εσκάφτανε θυμούνται τση «Πατέλας»
Ο Μπαρμπαγιάννης σύσκεψη μαζί με τον Δραγάτη…
Εκτιμητή τον είχενε και το δεξί ντου μάτι!
Ήρθενε από την Αγορά, να ο Κωστολευτέρης!
– Τα Νέα μρε Ευάγγελε, διάβασε ’συ που ξέρεις!
Κι ο Κασέλας ο Μαθιός, ούλος του πειραχτήρι…
κάνει πως εροχάλιζε και τους χαλά χατίρι!
Ο Παπουτσάς με άδεια ήρθε εις στο χωριό ντου…
που μόνο τ’ Ατσιπόπουλο έχει στο λογισμό ντου!
Ξενολευτέρης έφταξε κι εμείς δειπνούμε τώρα
– Τρώτε θαρρώ λιανοχοχλιούς και περιμένω ώρα!
Κείνα τα καλοκαίρια μας και πώς να ξεχαστούνε;
Απού φώναζαν δυο κουφοί να συνεννοηθούνε!
Βρόντα στη πόρτα του Κουφού… που λέει το στιχάκι
Μανιαδογιάννης φώναζε με το Παναγιωτάκη!
Ίδια πως βλέπω το Μανιό να έρχεται από πέρα…
Με τα αστεία που γροικώ, μου φτιάχνει την ημέρα!
Κωστής Συκάκης έρχεται απ τσ’ Αρκαλές τα μέρη
Στσι ιστορίες ρήτορας, στσι ζωγραφιές ξεφτέρι!
Τα κοπελάκια μάθαινε ούλα να ζωγραφίσουν…
να δεις γαϊδάρους ζωγραφιές έτοιμοι να τσινίσουν!
Και λειτουργιά χωρίς παπάς, κανένας να υπάρχει…
Στο καφενείο είχαμε δικό μας Πατριάρχη!
Δυο μέτρα άντρας έντιμος, με λίγη οξυθυμία
Τσι προσευχές του κι ο Θεός γροικά απ’ την Παναγία!
Εκείνος ήταν βαφτιστής τση Σούβλας τα βαφτίσια
κι ο Καλημέντος ο νονός, γι’ αυτό και ψάλλουν ίσια!
Μα μια και πιάσαμε εδά να λέμε ιστορίες…
Του Αγγελάκη Αλέξανδρου θυμήθηκα θυσίες!
Ο λόγος του ήτανε σπαθί, λίγος και μετρημένος…
Παράπονο δεν άκουσα κι ας ήταν λαβωμένος!
Ένδοξα πολεμήσανε κι υπερβολή δεν κάνω…
Άκουσα κατορθώματα κι από τον Πελεκάνο!
Για την πατρίδα τρέξανε με σθένος και ανδρεία…
Δεν θέλησαν παράσημα μα την ελευθερία!
Ναι, οι παλιοί Ατσιπουλιανοί όπου κι πολεμήσαν,
το όνομα του τόπου μας με αίμα ζωγραφίσαν!
Τσι χωριανούς μου δεν ξεχνώ όσα ’χομε περάσει…
Κι ας φέραν νέες εποχές στσ’ αθρώπους αποστάσεις!
Κανένα εδώ δεν ξέχασα, όμως που να προφτάξω;
Αν φτάξω ως την σύνταξη, βιβλίο θα σας γράψω!
Ατσιπόπουλο 3-5-2020
Γιώργης Γαγάνης