Είμαι μόνος, πλήρης μοναξιά,
άδειο είναι το σπίτι, δεν με χωράει πια!!
Παιχνίδια πεταμένα σε κάθε γωνιά
που με περιμένουν, να παίξω μ’ αυτά!
Γεμάτο το ψυγείο, τρώγω ό,τι θέλω
μα το παρακάνω, κι’ όλο δε χορταίνω!
Πάω στο ντουλάπι, μπόλικες εκπλήξεις
γλυκά και σοκολάτες, τίποτα δε λείπει.
Πάω στη ντουλάπα, όλα τ’ ανακατεύω,
μα … τι να φορέσω; Ούτ’ εγώ δεν ξέρω!
Ανοίγω τηλεόραση, όμως δε μ’ αρέσει
και στου υπολογιστή κάθομαι τη θέση!
Λίγο τον βαρέθηκα, πάω και ξαπλώνω
και καλώ το φίλο μου, εις το τάμπλετ μόνο!
Ώρες κουβεντιάζουμε, παίζουμε και σκάκι,
ώσπου ν’ αποκοιμηθώ, πάνω στο κρεβάτι!
Δόντια εγώ δεν έπλυνα, ούτ’ έβαλα μπιτζάμα
άκουσα ένα θόρυβο, μάλλον ήρθε η μάνα!
«Ήρθες, καλωσόρισες, μου ’λειψες μαμά μου,
κάπου τη βαρέθηκα αυτή τη μοναξιά μου!»
«Μάτια μου, αγάπη μου, πρέπει να δουλέψω,
για το καθημερινό, πιο πολύ να τρέξω!»
«Όλα όσα θες εσύ, σου τα αγοράζω,
τίποτα δε λείπεσαι, τρέχω και δε φτάνω!»
«Τρέχει κι’ ο πατέρας σου, έρχεται το βράδυ,
σα “σκυλιά” δουλεύουμε, απ’ το πρωί ως το βράδυ!»
«Διάβασες αγόρι μου; Πήγες στο σχολείο;
Ζέστανες το φαγητό από το ψυγείο;»
«Έγραψες στη Φυσική; Έγραψες στ’ Αρχαία;
Μη μου πούνε απ’ το σχολειό άσχημα τα νέα!»
«Ξέρεις … δεν κατάφερα όλα να τα κάνω,
έπιασα με το φίλο μου κουβέντα παραπάνω!»
«Ξέρεις … με το διάβασμα, πολύ δε μου αρέσει,
αλλά στον υπολογιστή έχω πρώτη θέση!»
«Εκεί είν’ όλοι οι φίλοι μου, που με καλούν και παίζω
και όλα τα προβλήματα εγώ σ’ αυτούς τα λέω!»
«Εδώ είμαι αγόρι μου, πες μου τα να τα ξέρω,
για σένα τρέχω στη δουλειά, για σένα εγώ παλεύω!»
«Ξέρεις … δεν το έμαθα από μικρός μητέρα
και δεν μπορώ -στα ξαφνικά- να σου τα πώ τα νέα!»
«Μάθε πολύ σε αγαπώ! Μα μες στη μοναξιά μου,
στο τάμπλετ είναι οι φίλοι μου, για τα προβλήματά μου!»
«Ξέρεις … πολύ σε ντρέπομαι, διάλογο ποτέ μου
μαζί σου εγώ δεν έκανα, μάνα, συγχώρεσέ μου!»
«Ξένοι -νομίζω- είμαστε, μέσα στο ίδιο σπίτι
κι’ ας έτρεχες “νυχθημερόν” τίποτα μη μου λείψει!»
«Λεφτά και όλα τ’ αγαθά, δεν θα αναπληρώσουν
τη μοναξιά της σκέψης μου, ούτε θα μου τα δώσουν!»
«Εγώ -μανούλα- σε ήθελα δίπλα μου κάθε ώρα
για δε γεμίζει η ψυχή με χρήματα και δώρα!»
«Να ’χα ζεστή την αγκαλιά και να με περιμένεις
μ’ ένα ζεστό χαμόγελο εσύ να με προσμένεις!»
«Να σου ’λεγα τα νέα μου, μέρα και κάθε μέρα,
να τρώμε, να διαβάζουμε -μάνα- με σε παρέα!»
«Γι’ αυτό ζητώ συγχώρεση, πολύ δε σε γνωρίζω
έχω τους φίλους έμπιστους, στο τάμπλετ που ανοίγω!»
«Χρόνο πολύ τον ήθελα μαζί σου να περάσω
λιγότερα τα χρήματα και τ’ αγαθά να τα ’χω!»
«Μάλλον -λοιπόν- την πάτησα, παιδί μου κι’ ακριβέ μου,
να μου ’κανες μαθήματα … δεν το ’λπιζα ποτέ μου!»
«Είναι αυστηρή η κριτική αυτή για το γονιό σου
έπρεπε “σεμινάριο” να κάνω για καλό σου!»
«Αυτό που νιώθεις -μάτια μου- επιστροφή δεν έχει
μόνος σου εμεγάλωσες, με θολωμένη σκέψη!»