Σε κλίμα έντασης συνεχίστηκε χθες στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Ρεθύμνου η δίκη για τη δολοφονία του 70χρονου κτηνοτρόφου Παντελή Δουρουντάκη, στη Χώρα Σφακίων, τον Μάρτιο του 2018.
Η πρόεδρος του δικαστηρίου αναγκάστηκε να διακόψει την ακροαματική διαδικασία επανειλημμένα, εξαιτίας του φορτισμένου κλίματος, ενώ υποχρεώθηκε να αποβάλλει από τη δικαστική αίθουσα τη χήρα του θύματος, η οποία εξαπέλυε φραστικές επιθέσεις και απειλές όχι μόνο εναντίον των κατηγορουμένων αλλά και εναντίον των συνηγόρων τους.
Κατά τη χθεσινή δικάσιμο ολοκληρώθηκε η μαραθώνια εξέταση (5 συνολικά ώρες) του αστυνομικού της υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Χανίων, βασικός μάρτυρας της υπόθεσης, καθώς συμμετείχε στις έρευνες για τον εντοπισμό του 70χρονου Δουρουντάκη από την πρώτη ημέρα της εξαφάνισης του στις 7 Μαρτίου 2018 έως και την ημέρα εντοπισμού και εκταφής της σορού του από τον λάκκο οικοπέδου στον Αλικιανό Χανίων, όπου είχε ταφεί από τον δράστη. Αμέσως μετά ξεκίνησε η εξέταση του επόμενου μάρτυρα και συγκεκριμένα του 27χρονου γιου του θύματος που θα ολοκληρωθεί στην επόμενη δικάσιμο.
Η δίκη διεκόπη με απόφαση της προέδρου του δικαστηρίου λόγω έκτακτης ανάγκης στην πόλη, με αφορμή την πυρκαγιά που ξέσπασε στα Τρία Μοναστήρια. Θα συνεχιστεί το πρωί της Τρίτης 8 Οκτωβρίου.
Να υπενθυμίσουμε ότι στο εδώλιο του κατηγορουμένου κάθονται ένας 45χρονος από τα Σφακιά, ο οποίος κατηγορείται ως φυσικός αυτουργός της δολοφονίας του 70χρονου κτηνοτρόφου και την ταφή της σορού του σε λάκκο βάθους 6 μέτρων σε περιοχή του Αλικιανού Χανίων, ο 40χρονος αδελφός του καθώς και ο 34χρονος φίλος τους από τον Αλικιανό, σε οικοπεδικό χώρο του οποίου ετάφη η σορός του θύματος και το αυτοκίνητο του, που κατηγορούνται για υπόθαλψη εγκληματία και περιύβριση νεκρού.
Και χθες στο δικαστικό μέγαρο Ρεθύμνου υπήρχε ισχυρή αστυνομική παρουσία.
Μια καραμπίνα που παραδόθηκε στην Ασφάλεια Χανίων προκάλεσε ένταση
Στην προηγούμενη δικάσιμο ο αστυνομικός είχε ερωτηθεί τόσο από τη δικαστική έδρα όσο και από τους συνηγόρους της πολιτικής αγωγής σχετικά με το όπλο του εγκλήματος, δηλαδή την καραμπίνα με την οποία ο δράστης πυροβόλησε και σκότωσε το θύμα και για το εάν το όπλο αυτό βρέθηκε ποτέ, αν ερωτήθηκε ο κατηγορούμενος τι το έκανε και εάν η αστυνομία το έχει κατασχέσει. Ο μάρτυρας-αστυνομικός είχε απαντήσει πως δεν θυμάται εάν είχε ερωτηθεί ο δράστης αλλά σε κάθε περίπτωση το όπλο δεν είχε βρεθεί και δεν είχε κατασχεθεί από την Αστυνομία.
Χθες, στην έναρξη της συνέχισης της κατάθεσης του, ο αστυνομικός έκρινε σκόπιμο να πει ότι στην Ασφάλεια Χανίων παραδόθηκε από συγγενή του δράστη μια καραμπίνα. Η αναφορά του αυτή αιφνιδίασε τους συνηγόρους πολιτικής αγωγής, προκάλεσε εντύπωση και στη δικαστική έδρα, ερωτήθηκε πότε παραδόθηκε η καραμπίνα και απάντησε ότι παραδόθηκε πρόσφατα. Προσκομίστηκε μάλιστα στο δικαστήριο σχετικό έγγραφο από την υπεράσπιση των κατηγορουμένων αδελφών με ημερομηνία 2 Οκτωβρίου 2019. Δηλαδή μεσούσης της δίκης πήγε στην Ασφάλεια συγγενής του δράστη και παρέδωσε μια καραμπίνα ως το όπλο του εγκλήματος. Αυτό στάθηκε αφορμή να επικρατήσει ένταση στο δικαστήριο, αφού η πολιτική αγωγή θεώρησε ύποπτο και επιλήψιμο το γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι μεσούσης της δίκης θέλουν να παρουσιάσουν μια καραμπίνα ως το φονικό όπλο, ότι η αστυνομία συμμετέχει σε αυτή την «παρωδία» αφού δεν αναζητήθηκε το όπλο του εγκλήματος όταν ομολόγησε ο δράστης τη δολοφονία, τον Ιούνιο του 2018, αλλά μήνες μετά και μάλιστα χωρίς να μπορεί να εξακριβωθεί εάν πρόκειται για την καραμπίνα με την οποία πυροβολήθηκε το θύμα ή αν πρόκειται για μια άλλη «καθαρή» καραμπίνα.
Ο αστυνομικός-μάρτυρας δέχτηκε βροχή ερωτήσεων από την πολιτική αγωγή για το πως και από ποιον ενημερώθηκε για την πρόσφατη παράδοση της καραμπίνας, για ποιον λόγο η Ασφάλεια παρέλαβε την καραμπίνα και προσπαθεί να τη συσχετίσει με την υπόθεση, ενώ κατατέθηκε και αίτημα στη δικαστική έδρα για διακοπή της δίκης προκειμένου να γίνει έλεγχος του σχετικού εγγράφου.
Ο αστυνομικός-μάρτυρας δέχτηκε βροχή ερωτήσεων από την πολιτική αγωγή για το πως και από ποιον ενημερώθηκε για την πρόσφατη παράδοση της καραμπίνας, για ποιον λόγο η Ασφάλεια παρέλαβε την καραμπίνα και προσπαθεί να τη συσχετίσει με την υπόθεση, ενώ κατατέθηκε και αίτημα στη δικαστική έδρα για διακοπή της δίκης προκειμένου να γίνει έλεγχος του σχετικού εγγράφου.
Αμφισβητώντας κατηγορηματικά η πολιτική αγωγή ότι ενδέχεται να είναι αυτή η καραμπίνα το όπλο της δολοφονίας και δεχόμενος «πυρά» ο μάρτυρας-αστυνομικός υποστήριξε πως ο ίδιος επ’ ουδενί δεν ισχυρίστηκε ότι πρόκειται για το επίμαχο όπλο απλά έκρινε καλό να αναφερθεί στην παράδοση μιας καραμπίνας από πλευράς κατηγορουμένου και όχι στην καραμπίνα του φόνου.
Ερωτώμενος από την πρόεδρο του δικαστηρίου ο μάρτυρας για ποιο λόγο ο δράστης όταν ομολόγησε το έγκλημα δεν ερωτήθηκε που είναι το όπλο με το οποίο δολοφόνησε τον 70χρονο, ο αστυνομικός απάντησε ότι η δικογραφία είχε φύγει τότε από την Αστυνομία, βρισκόταν στις δικαστικές αρχές που είχαν βγάλει και τα εντάλματα σύλληψης για τους τρεις κατηγορούμενους κι αυτό ήταν δουλειά της ανακρίτριας να ρωτήσει για το όπλο.
Ο εισαγγελέας της έδρας απέρριψε το αίτημα για έλεγχο του εγγράφου, λέγοντας ότι για το δικαστήριο η παράδοση της καραμπίνας δεν έχει σημασία αφού δεν υπάρχει η δυνατότητα βαλιστικής εξέτασης, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν είναι το «ένοχο όπλο». Κι αυτό διότι στον τόπο του εγκλήματος δεν είχε βρεθεί η δολοφονική σφαίρα-κάλυκας για να μπορεί να γίνει η ταυτοποίηση του όπλου.
Η αναφορά στην παράδοση της καραμπίνας μεσούσης της δίκης στάθηκε αφορμή για να προκληθεί ένταση στην αίθουσα από τις φωνές και τις ύβρεις της χήρας του θύματος, η οποία ανέφερε ότι η πραγματική καραμπίνα της δολοφονίας εξαφανίστηκε από τον δράστη και τον αδελφό του γιατί έκρυβε ένοχα μυστικά και εμφανίζεται μια άλλη καραμπίνα σήμερα ως να πρόκειται για το όπλο του εγκλήματος, βάλλοντας και απειλώντας κατά των κατηγορουμένων αδελφών αλλά και κατά των συνηγόρων τους.
Στο σημείο αυτό, με εντολή της προέδρου του δικαστηρίου, αποβλήθηκε από τη δικαστική αίθουσα η χήρα του θύματος.
Ο μάρτυρας αστυνομικός ερωτήθηκε και για το όπλο του θύματος, ένα πιστόλι CZ που βρέθηκε μέσα στο όχημα του, στον λάκκο του Αλικιανού όπου είχε ταφεί η σορός του 70χρονου μαζί με το αυτοκίνητο του. Σχετικά με την κατάσταση στην οποία βρέθηκε απάντησε ότι φαινόταν να είχε πάθει εμπλοκή αλλά ότι δεν μπορούσε να ξέρει εάν αυτό συνέβη όσο ήταν εν ζωή το θύμα και μπλόκαρε το όπλο προσπαθώντας να το χρησιμοποιήσει (αυτό ισχυρίζεται η πλευρά του κατηγορουμένου λέγοντας ότι το θύμα στην προσπάθεια του να τον πυροβολήσει και για να προστατεύσει τη ζωή του, πυροβόλησε εναντίον του με την καραμπίνα) ή εάν το όπλο λόγω της πολύμηνης παραμονής του μέσα στον λάκκο έπαθε κάποια ζημιά.
Το όπλο του θύματος, πάντως, σύμφωνα με τα εγκληματολογικά εργαστήρια, όπως κατατέθηκε χθες, ήταν πλήρως λειτουργικό.
Τέλος, ερωτώμενος ο αστυνομικός-μάρτυρας εάν τα δυο κατηγορούμενα αδέλφια είχαν απασχολήσει τις υπηρεσίες της Αστυνομίας στο παρελθόν η απάντηση του ήταν αρνητική.
Να σημειωθεί ότι η υπεράσπιση έχει καλέσει ως μάρτυρα οπλουργό για να καταθέσει σχετικά με το όπλο του θύματος. Βέβαια η πλευρά της πολιτικής αγωγής υποστηρίζει ότι το όπλο δεν ήταν του θύματος κι ότι για άλλοθι ενδέχεται να το τοποθέτησε μέσα στο όχημα του ο δράστης, μετά που τον δολοφόνησε.
«Δεν γνωρίζω γιατί η μητέρα μου υποψιάστηκε αμέσως τα δυο αδέλφια»
Ως μάρτυρας κατηγορίας εξετάστηκε χθες και ο 27χρονος γιος του θύματος, που δεν ολοκλήρωσε την κατάθεση του και θα συνεχίσει στην επόμενη δικάσιμο.
Ο μάρτυρας ερωτήθηκε για την ημέρα της εξαφάνισης του πατέρα του αν ήταν μαζί και ποια ώρα τον είδε τελευταία φορά. Όπως απάντησε, με τον πατέρα του ήταν μαζί στο σπίτι το μεσημέρι από τις 12:30 περίπου. Αφού έφαγαν, ο πατέρας του κοιμήθηκε κι όταν ξύπνησε, όπως έκανε κάθε απόγευμα, έφυγε να πάει στα ζώα τους. Στις 17:45, είπε, τον κάλεσε τηλεφωνικά να πάει σε συγκεκριμένο σημείο, κοντά στο λιμάνι και στο λατομείο των κατηγορουμένων, να πιάσουν μια κατσίκα που είχε φύγει από το κοπάδι. Πήγε, τακτοποίησαν το θέμα με την κατσίκα, χώρισαν με τον ίδιο να γυρνάει στο σπίτι και στη συνέχεια να πηγαίνει για καφέ, ενώ ο πατέρας του είχε ακόμα δουλειά με τα ζώα. Ο μάρτυρας, είπε, επέστρεψε από την έξοδο του τα μεσάνυχτα και η μητέρα του τού είπε πως ο πατέρας δεν επέστρεψε, με αποτέλεσμα να βγει μέσα στη νύχτα να τον ψάχνει φοβούμενος μήπως του συνέβη κάτι εξ αιτίας προβλήματος που είχε με την καρδιά του. Όμως, η αναζήτηση δεν είχε αποτέλεσμα.
Ο 27χρονος μάρτυρας ερωτήθηκε εάν γνώριζε πως το πρωί της ίδιας μέρας είχε διαπληκτιστεί ο πατέρας του με τα δυο αδέλφια, όπως έχει κατατεθεί από άλλους μάρτυρας. Απάντησε αρνητικά, λέγοντας ότι ο πατέρας του δεν του είχε πει κάτι τέτοιο κι ότι το έμαθε λίγες μέρες μετά από τον σύζυγο της αδελφής του αλλά δεν ξέρει ποιος του το είπε.
Ερωτώμενος για τις σχέσεις του πατέρα του με τα κατηγορούμενα αδέλφια απάντησε πως ήταν πολύ καλές κι ότι δεν γνώριζε να είχαν προστριβές. Και γιατί η μητέρα του από την πρώτη στιγμή τα θεώρησε ύποπτα για την εξαφάνιση του πατέρα του, όπως η ίδια έχει καταθέσει: «Δεν γνωρίζω, η μάνα μου είναι τετραπέρατη», απάντησε.
Στις ερωτήσεις της υπεράσπισης σχετικά με τις σχέσεις που είχε το θύμα με το κοινωνικό περιβάλλον του χωριού τους, ο μάρτυρας απάντησε πως ο πατέρας του ήταν αγαπητός κι αν δεν μιλιόταν με κάποια άτομα αυτό συνέβαινε γιατί «δεν ταίριαζαν τα χνώτα τους» κι ότι δεν είχε επίσης καλές σχέσεις με την οικογένεια «του συγχωρεμένου του θείου μου», εννοώντας την οικογένεια του αδελφού του πατέρα του. Απέφυγε όμως να απαντήσει σε ερωτήσεις που αφορούσαν τα γεγονότα που είχαν σημειωθεί μεταξύ του πατέρα του και του θείου του, λέγοντας ότι ο ίδιος ήταν μικρός τότε και δεν γνωρίζει τι έχει συμβεί.
Ο 27χρονος γιος του θύματος ισχυρίστηκε ότι ο πατέρας του δεν είχε όπλο, ενώ ερωτώμενος γιατί θεωρεί ότι ο δράστης σκότωσε τον πατέρα του, απάντησε πως ίσως κάτι να είχε δει και να ήταν εμπόδιο για πιθανές παράνομες δραστηριότητες των αδελφών.