Και τα βουνά βογκούνε κι οι πέτρες κομματιάζονται και τα πουλιά θρηνούνε, γιατί τα παλικάρια κι οι κοπέλες δεν έχουν οράματα και ροδόχρωμα όνειρα! Και τότε η γονική καρδιά παθαίνει αρρυθμία και τα δάκρυα καίνε, σαν ακούνε και τα μικρούλια τους να γυρεύουν φαγάκι και να ανοιγοκλείνουν το άδειο ψυγείο…
Ο Μανούσος δεν τόλμησε να αναστατώσει τη γυναίκα του εκείνο το μοιραίο πρωί που το αφεντικό τον έδιωξε.
-Άνδρα μου, δε θα χαθούμεν, του είπε η Ζηνοβία, σαν έμαθε το απαίσιο μαντάτο, γιατί κάτι ελπιδοφόρο της το ψιθύριζεν.
-Ήρθε ο χορτάτος ξημερώματα και με βρήκε λέει να κοιμούμαι κι εγώ ο δύστυχος καθόμουνα μισολιπόθυμος στο «κλουβί μου». Που να ξέρει αυτός από πείνα και δεν του εύχομαι ποτέ να το μάθει…
-Αγάπη μου, ηρέμησε σε λίγο καλά νέα θα σου φέρω…
Η έξυπνη και δραστήρια σύζυγος έστειλε το κορίτσι και το αγόρι ως συνήθως νηστικά στο Δημοτικό Σχολείο, έντυσε με το καθαρό και ξεθωριασμένο φουστανάκι το προνήπιο, σταυροκοπήθηκε, το άρπαξε από το χεράκι και τράβηξε για το σπίτι του αφεντικού, που ευτυχώς δεν ήταν πολύ μακριά, γιατί δυνάμεις και για ‘κείνη δεν περίσσευαν…
Πάραυτα η πόρτα άνοιξε κι η ευγενέστατη οικοδέσποινα χαμογελαστή προσκάλεσε την άγνωστη να περάσει μέσα. Κάθισε στο σαλόνι και παρακάλεσε να ακουστεί!
-Κυρία Μυρτώ, θερμά ικετεύω, λυπηθείτε τα τρία μας ανήλικα. Οι λυγμοί την έπνιγαν, αλλά τους κατάπινεν και συνέχιζεν! Ο άντρας μου δεν κοιμήθηκε, είχε λιποθυμήσει.
Στο άκουσμα αυτό, η Αρχόντισσα με μιας βρέθηκε δίπλα της, κάθισε τη μικρούλα στα γόνατά της και με μάτια πλημμυρισμένα διαβεβαίωνε: «ο Παντελής μου ποτέ δε θα διαπράξει ένα τέτοιο ανοσιούργημα. Από αύριο το βράδυ ο κ. Μανούσος θα επιστρέψει στη δουλειά του».
Βλέπετε κι εμείς οι γυναίκες κάναμεν τις δικές μας «διαπραγματεύσεις» κι είναι πάντα δίκαιες!.. γέλασαν κι οι δύο και μετά η οικοδέσποινα ετοίμασεν πλούσιο πρόγευμα. Η δε Ζηνοβία ένιωσεν τόσο φιλικά και πήρε θάρρος να συνεχίσει να αραδιάζει τους καημούς της.
-Καθαρίζω σπίτια, όμως δεν έχω πάντα δουλειά, δεν πετώ ποτέ τα σκουπίδια, παίρνω τις φλούδες από δεύτερο χέρι κι έτσι τα παιδιά μου τρώνε φρούτο…
Η άλλη άκουγε συγκλονισμένη και με θεάκουστη γλώσσα αποκρίθηκε: θα μοιραζόμαστε τα προβλήματα και τα απροσπέλαστα σε τούτους τους απάνθρωπους καιρούς…!Ύστερα ξανά μπήκε μέσα και βγήκε με μια ολοκαίνουργια μεγάλη κούκλα και την απόθεκεν στην αγκαλιά της κορούλας που έκθαμβη ρώτησε: «μαμά !..κή μου μου είναι;!».-Ναι κοριτσάκι, τι θα πεις στη θειούλα; -«Χαριτώ», είπε η μικρή και πήγε να της φιλήσει το χέρι. Μια τσάντα ήρθε για τα άλλα παιδιά!
-Η ζωή δεν έχει μόνον πίκρες, έχει και χαρές, σαν τούτη που τώρα ζούμεν, ψέλλισε με αναφιλητά η φτωχούλα, κι εγώ ζω τη δική μου χαρά αντιψέλλισε η Μυρτώ και την έσφιξεν στην αγκαλιά της.
Έτσι η πορεία μου στη γη γίνεται όμορφη και γεμάτη χάρη. Όταν οι άνθρωποι αλληλοστεγνώνουν τα δάκρυά τους, τότε τα μάτια λαμπυρίζουν, γιατί οι καρδιές μας πλημμυρίζουν και σαγηνεύουν ξεχωριστά…! γονείς και ξένοι γίνονται φίλοι κι η κάθε μέρα μοιάζει μ’ ένα πανηγύρι! Κι ούτε η ανηφοριά υπερβολικά πνίγει…! κι η φουρτούνα της θάλασσα ποτέ δεν φοβίζει!