Της ΜΑΡΙΑΣ ΜΑΝΙΑΔΑΚΗ*
Οι πρόσφατες καταστροφικές πυρκαγιές στη χώρα μας έφεραν στην επιφάνεια δύο σημαντικά αλληλένδετα θέματα: το πρώτο θέμα είναι οι ορατές πλέον επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης στην καθημερινότητά μας και το δεύτερο είναι αμφισβήτηση των δυνατοτήτων του κράτους να λάβει επαρκή μέτρα για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή.
Ως προς το πρώτο είναι πλέον φανερό ότι η μεταβολή στο κλίμα που οφείλεται άμεσα ή έμμεσα σε ανθρώπινες δραστηριότητες έχει ως αποτέλεσμα να εκτιθέμεθα ολοένα περισσότερο σε καύσωνες, ξηρασίες, δασικές πυρκαγιές αλλά και πλημμύρες, φαινόμενα τα οποία προκαλούν με τη σειρά τους τεράστιες φυσικές και οικονομικές καταστροφές. Οι καταστροφές αυτές όμως δυστυχώς δεν περιορίζονται μόνο στη μείωση του φυσικού και οικονομικού μας πλούτου. Απειλούν τη συνέχιση της ζωής όπως τη γνωρίζουμε σήμερα και εγείρουν εύλογα ερωτήματα στον μέσο πολίτη αν τελικώς το κράτος μπορεί να τον προστατεύσει επαρκώς από τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης ή αν τον εγκαταλείπει έρμαιο των φυσικών καταστροφών. Προκαλείται έτσι περαιτέρω πίεση στο πολιτικό και κοινωνικό σύστημα της χώρας μας που ήδη εδώ και περίπου ενάμιση έτος προσπαθεί να ισορροπήσει από την πίεση της πανδημίας που έχει συγκλονίσει τον πλανήτη μας. Οι πιέσεις αυτές συσσωρεύονται και αποτυπώνονται σε ποικίλα πολιτικά και κοινωνικά φαινόμενα, τα οποία μπορεί να ξεκινούν από αναρτήσεις, διαλόγους κλπ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αλλά όσο συσσωρεύονται έχουν τη δυναμική να εξελιχθούν ακόμα και σε πιο ακραίες μορφές αμφισβήτησης της πολιτικής και κοινωνικής ζωής.
Τέτοιοι κλυδωνισμοί σε μια κοινωνία, όπως η ελληνική, που δοκιμάζεται σκληρά πάνω από μία δεκαετία, μόνο αρνητικά αποτελέσματα δύνανται να έχουν, αφού ενσπείρουν διχαστικές τάσεις και αποπροσανατολίζουν από την πλέον ουσιαστική λύση, που είναι η καλλιέργεια ενός εθνικού οράματος για την προστασία του περιβάλλοντος και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή και η σταδιακή υλοποίηση αυτού. Τα εθνικά οράματα βέβαια τέτοιου βεληνεκούς χρειάζονται ομοψυχία, τόλμη και συλλογική θέληση ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων. Ας μην ξεχνάμε ότι η ιστορία μέχρι σήμερα έχει δείξει ότι οι εθνικές κυβερνήσεις, ακόμη και όταν είναι σίγουρες ότι θα παραμείνουν στην εξουσία για μεγάλο διάστημα, είτε είναι απασχολημένες με τα συγκυριακά προβλήματα χωρίς να είναι σε θέση να προγραμματίσουν μακροπρόθεσμες στρατηγικές σε τομείς όπως το περιβάλλον είτε φοβούνται ότι η επίλυση των εθνικών οικολογικών προβλημάτων θα θέσει σε κίνδυνο την ανταγωνιστικότητα της εθνικής οικονομίας είτε πτοούνται τέλος από τις αντιδράσεις της μερίδας των ψηφοφόρων που θα θιγεί από ενδεχόμενα ισχυρά φιλοπεριβαλλοντικά μέτρα. Είναι γεγονός ότι μέχρι σήμερα ουδεμία κυβέρνηση στην Ελλάδα κατάφερε να υπερβεί αποτελεσματικά τα ανωτέρω ισχυρά προσκόμματα. Για τον λόγο αυτό έχει υποστηριχθεί ότι τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα είναι σε καλύτερη θέση από τις κυβερνήσεις να έχουν μία μακροπρόθεσμη αντίληψη των προβλημάτων και των αναγκών στα θέματα του περιβάλλοντος, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που η χώρα μας συμμορφώθηκε με τις περιβαλλοντικές δεσμεύσεις της υπό την πίεση καταδικαστικών αποφάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όσον αφορά ειδικά την κλιματική αλλαγή, σήμερα, σύμφωνα με το άρθρο 191 παρ. 1 ΣΛΕΕ, «η προώθηση μέτρων για την καταπολέμηση της αλλαγής του κλίματος» αποτελεί έναν ειδικό περιβαλλοντικό στόχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ τον Δεκέμβριο του 2019 υιοθετήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή η «Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία», με την οποία η Ευρώπη φιλοδοξεί να γίνει η πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρος έως το 2050. Η «Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία» αποτελεί ένα συνολικό σχέδιο δράσης που αποσκοπεί να αλλάξει το οικονομικό μοντέλο της Ευρώπης. Φυσικά από τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνουμε ως κράτη- μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν συνεπάγεται ότι είμαστε εκτελεστικά όργανα αυτής και ότι αδυνατούμε να συλλάβουμε και να εκτελέσουμε ένα δικό μας εθνικό όραμα για την προστασία του περιβάλλοντος και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή σύμφωνα με τις ιδιαιτερότητες και τις ανάγκες της χώρας μας. Το αντίθετο μάλιστα: σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας τα κράτη-μέλη της ΕΕ διαθέτουν ένα ευρύ πεδίο δράσης στα περιβαλλοντικά θέματα, ενώ δεν εμποδίζονται να διατηρούν και να θεσπίζουν μέτρα ενισχυμένης προστασίας. Σαφώς και η κλιματική αλλαγή αποτελεί ένα παγκόσμιο φαινόμενο με διασυνοριακό χαρακτήρα και η αποτελεσματική αντιμετώπισή της απαιτεί τη διακρατική συνεργασία. Από το 1992 μάλιστα η διεθνής κοινότητα παρά την απροθυμία των κρατών δίδει βαθμιαία όλο και μεγαλύτερη σημασία στην κλιματική αλλαγή και προωθεί σχετικές συμφωνίες με τελευταία τη συμφωνία των Παρισίων. Η οποιαδήποτε δράση συνεπώς πρέπει να έχει οπωσδήποτε και διεθνή προοπτική.
Η Ελλάδα όμως στη διεθνή και ευρωπαϊκή σκακιέρα έχει το πλεονέκτημα να διαθέτει ένα φυσικό περιβάλλον απαράμιλλης ομορφιάς και μοναδική βιοποικιλότητα καθώς επίσης και έναν ισχυρό νομικό πολιτισμό ως προς την προστασία των δασών. Υπό το πρίσμα αυτό οι πρόσφατες καταστροφικές πυρκαγιές μπορούν να αποτελέσουν μία εξαιρετική αφορμή για την έμπνευση ενός εθνικού οράματος για την προστασία του περιβάλλοντος και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, ενώ ταυτόχρονα μπορούμε να γίνουμε πρωτοπόροι στην εκπόνηση και υλοποίηση σχετικών ευρωπαϊκών και διεθνών δράσεων. Αρκεί να ξεπεράσουμε τους φόβους και τις αγκυλώσεις μας και με ομοψυχία να τολμήσουμε.
* Η Μαρία Μανιαδάκη είναι δικηγόρος, συνεργάτης Παρατηρητηρίου Περιβαλλοντικού Δικαίου Δυτικής Κρήτης