Έχουν αλλάξει πολλά από την εποχή που κυρίαρχο στοιχείο του Ρεθεμνιώτικου Καρναβαλιού ήταν οι προσφωνήσεις του Βασιλιά Καρνάβαλου και οι αντιφωνήσεις. Αυτά τα κείμενα έχουν ιδιαίτερη σημασία για τον σημερινό ερευνητή της ιστορίας του Ρεθύμνου. Γιατί μέσα από την πηγαία σάτιρα αναδύονταν τα προβλήματα της πόλης και ο τρόπος ζωής των κατοίκων. Σε ένα από τα σπανιότερα κείμενα θα σταθούμε σήμερα.
Είχε ετοιμαστεί για τις Απόκριες του σωτήριου έτους 1907.
Το Ρέθυμνο βρισκόταν και τότε σε μια περίοδο μεγάλης στέρησης για τους πολλούς και μόνο μερικές οικογένειες «τα μεγάλα τζάκια» της πόλης είχαν την ευχέρεια να ζουν με άνεση. Δόθηκε λοιπόν μια ευκαιρία στον κειμενογράφο της εποχής να εκτονωθεί σατιρίζοντας τα «τρωτά» της εποχής του.
Και ιδού πως τα παρουσίαζε προσφωνώντας τον Βασιλιά Καρνάβαλο.
Ως ευ παρέστης Βασιλιά της πιο τρελλής χαράς
του γέλωτος, της τέρψεως και πάσης ευθυμίας
πάσης ιδέας σκωπτικής και όψης ιλαράς
διώκτα δε της σκέψεως της θλιβεράς ανίας
Των πάντων οι πιστότεροι ημείς υπήκοοί σου
φαιδρώς πανηγυρίζομεν δια την άφιξίν σου
δι ήν τόση κατέλαβε το Ρέθυμνο φρενίτις
κι έγινε τόσος θόρυβος και τόσο πατιρντί
στην πόλιν των φάιβ ο κλόκ και των απρέ μιντί
Ώστε ο κάθε μασκαράς Ρεθύμνιος πολίτης
ανεξαρτήτως τάξεως φύλου και ηλικίας
είτε εκ του κύκλου του κλεινού της αριστοκρατίας
είτε αστός απρόσκλητος (!!)στα πάτρια εμμένων
ενθουσιώδης έτρεξεν εις προϋπάντησίν σου
χοροπηδών κι επευφημών. Την δε υποδοχήν σου
την προπαρασκευάζομεν από των Χριστουγέννων
και δεν παρήλθεν έκτοτε ημέρα, ουδέ νυξ
άνευ τινός απρέ μιντί, φάιβο ο κλόκ, ζουρ φιξ.
Μπιεν αριβέ, μπιεν αριβέ, πόσον είσθε καλός
και δεν μας λησμονήσατε μον χιερ Καρναβαλός
Μας καθυποχρεώσατε, παρσκ-λα νομπλές ομπλίζ
Γιαυτό σας ητοιμάσαμεν κιημείς μια γκράντ σουπρίζ
Πουρ βου μετημφιέσθημεν εδώ όλοι ομού
εις αληθείς Παρισινούς δανδήδες του συρμού
Και πάντες είμεθα αν γκραντ, αν μιραμπώ, αν φράμ
κι ο Γιακουμής ο πρόστυχος κι ο ευγενής «λε Ζάκ»
Κρασί πλέον δεν πίνομεν σ’ ετρέ μπουρζουαζί
και νου μπιβόν ντε χιοκολά χιαμπάν ε μαρβαζί
χόρτα, φασόλια κι ες κεσά, σ’ επά κονύ μουά
Ισί ον μανζ ντε φουα γκρα φαιζάν αν Χινουά
του ζούρ μιλούμεν για παρφέμ και εσθήτας μεταξίνας
συνήθως δε τους γάμους μας τελούμεν εις Αθήνας.
Μπιεν απροπό μας έφθασες μες στα διασκεδάσεις
εις εποχήν που δύνασαι προ πάντων να θαυμάσεις
τους κύκλους μας τους υψηλούς, την αριστοκρατίαν
του χρήματος, του πνεύματος και της καταγωγής
την χάριν, την αβρότητα βλέπων την Ρεθεμνίαν
σαν ντουτ, σαν ντουτ μον χιέρ αμί πολύ θα εκπλαγείς
Εδώ οι κυανόαιμοι ευρίσκονται πολίται
εδώ και η ευγένεια και αι περγαμηναί
μόνον εδώ η γαλλική απταίστως ομιλείται
και ρεβεράνς κυριαρχούν όντως Παρισιναί
Εδώ -εδώ Καρνάβαλε η κάθε αυθεντία
με ύφος αρειμάνιον με γλώσσαν αυστηράν
και αι αριστοκράτιδες μέσα στα καφενεία
διδάσκουσιν εις τον λαόν την συμπεριφοράν
Ως ευ παρέστης Βασιλεύ της μασκαραδοσύνης
της μέθης της ξετσιπωσιάς και πάσης αφροσύνης
Επευφημήτω πας λαός και αποκαλυφθήτω
ο κραταιός καρνάβαλος ο βασιλεύς μας ζήτω…
Με αυτάς τας φιλοφρονήσεις υποδέχτηκαν τον Βασιλιά Καρνάβαλο οι Ρεθεμνιώτες του 1907. Εκείνος όμως κατά τα καρναβαλικά πρότυπα δεν φάνηκε να συγκινήθηκε από τις «ρεβεράντζες» και τους στόλισε καλά καλά…
Η αντιφώνηση του καρνάβαλου
Πάντα λοιπόν εις πέλαγος θα πλέετε μωρίας
και θα καταβυθίζεσθε σ’ αμέτρητα δεινά
χωρίς ποτέ καμμιά ακτίς ελπίδος σωτηρίας
για σας κιτρινομούρηδες να λάμπει πουθενά;
Ρεθύμνιοι ανούσιοι κρυοτουρτουρισμένοι
αργόσχολοι, απένταροι, ινφλουεντζαρισμένοι
τα μούτρα σας δεν βλέπετε,της τσέπης σας το χάλι
που μοιάζει σε κουφότητα στο κλούβιο σας κεφάλι
Μόνο ρωτάτε χάσκοντες αν η ορκωμοσία
του αρμοστού εγένετο εν πλήρει απαρτία
Και συζητείτε βλακωδώς προς ποίον τάχα κόμμα
προβλέπει μ’ ευμενέστερον ο αρμοστής σας όμμα
τινές οι νέοι λειτουργοί οι της δικαιοσύνης
και τίνων επληρώθηκαν τα στόματα κινίνης
Αν έπεσε η Κυβέρνησις και αν μεταβολαί
και εις τους κλάδους τους λοιπούς επίκεινται πολλαί
Κι ενώ μη λησμονήσετε φοβούμαι να μασείτε
και κατ’ ανάγκην οπαδοί της Δούγκαν θα γενείτε
χορούς, κονσέρτα κάνετε και θέατρα παντοία
ωσάν μη των στομάχων σας ήρκει η …συναυλία
διόλου δε δεν σκέφτεσθε για δρόμους, για λιμάνι
και τα λοιπά κοινωφελή έργα σας ποιός θα κάνει
Ήθελα κι άλλα να σας πω αγαπητοί μου φίλοι
μα προτιμώ το στόμα μου να δέσω με μαντήλι
ως Παπαλέξης έτερος δι’ ευνοήτους λόγους
και συνοψίζων των λοιπών συμβάντων σας τους ψόγους
σας λέγω ότι δι’ αυτά μεγάλως επεθύμουν
είς εκατόγχειρ σήμερον Καρνάβαλος να ήμουν
Για να μπορούσα μονομιάς τα χέρια μου απλώνων
με εκατό καθένα σας φάσκελα να μουτζώνω.
Αυτό ήταν το κείμενο του 1907 που έχει δημοσιευτεί τρεις με τέσσερις φορές. Για μια από τις πηγές του μάλιστα μας πληροφορεί ένα κείμενο εξαιρετικά ενδιαφέρον, που εντοπίσαμε στην «Κρητική Επιθεώρηση» της 15ης Μαρτίου 1959, και που αναφέρει σχετικά:
«Σήμερον που σιγά σιγά έχουν πια ξεφτίσει όλα τα παλιά ήθη κι έθιμα με τη διαβρωτική επίδραση της αμειλίκτου εξελίξεως και ισοπεδώσεως των νέων τάσεων, ιδεών, αναγκών και τόσων άλλων παραγόντων και αντιξοοτήτων νομίζομεν ότι επιβάλλεται η αναδρομή εις το παρελθόν το ευτυχέστερον και πνευματοδέστερον και πλέον ενθουσιώδες παρελθόν από το τόσο άτονον σημερινόν παρόν…
Αφού δεν μπορούμε πια να ζήσωμεν τα παλιά εκείνα ήθη και έθιμα εις την πραγματικότητα και να έχωμεν το κέφι και το μπρίο των πατέρων μας σήμερον που και αυτό το « μασκάρωμα» έχει πια αποξεχαστεί τουλάχιστον με τη σκέψη μας από της απόψεως αυτής οφείλομεν και μαζί με ημάς όλοι οι αναγνώσται μας χάριτας εις τον παλαίμαχον αειθαλή δήμαρχόν μας κ. Τίτο Πετυχάκη διότι είχε την καλοσύνη να μας δώσει προς δημοσίευσιν την έμμετρον προσφώνησι των Ρεθυμνίων προς τον Καρνάβαλον κατά τις Αποκριές του Φερβρουαρίου 1907 ως και την απάντηση του Καρνάβαλου εις την προσφώνησιν αυτή.
Που είναι πια εκείνες οι καλές μέρες που τα γλέντια έδιναν κι έπαιρναν κι εγέμιζαν οι δρόμοι μασκαράδες, σερπαντίνες και κομφετί και εμαίνετο ο …φασουλοπόλεμος!»
Είχαν μεγάλο ενδιαφέρον οι προσφωνήσεις και οι αντιφωνήσεις του Καρνάβαλου, γιατί έθιγαν προβλήματα εποχής. Και θα δώσουμε μια συνέχεια, με την ευκαιρία των ημερών, για να γνωρίσουμε καλύτερα εκείνους τους ανθρώπους που με τη χαρισματική τους πέννα σκορπούσαν το κέφι τις μέρες του Καρναβαλιού με την ποιοτική τους σάτιρα.
Ένα κείμενο ντοκουμέντο
Το έμμετρο ευχαριστήριο που ακολουθεί έχει μεγάλη ιστορική σημασία γιατί αναφέρεται σε άγνωστους εθελοντές που συνέβαλαν με τη φιλότιμη εργασία τους στην οργάνωση του Καρναβαλιού στις αξέχαστες διοργανώσεις της Περιηγητικής Λέσχης.
Ο Κώστας Κανάς συνήθιζε αυτά τα έμμετρα ευχαριστήρια σε κάθε συνεστίαση μετά το Καρναβάλι της Περιηγητικής.
Έτσι και μετά τη διοργάνωση του 1981, είπε τα παρακάτω, ενώ οι συνδαιτυμόνες του έπιναν στην υγειά του:
– Τέλειωσαν τα Καρναβάλια κι ωραίοι μασκαράδες,
κι έρχομαι με τη σειρά μου,
μια και μού λαχε ο κλήρος να σας πω δύο αράδες.
– Όλους μου τους συνεργάτες θέλω να ευχαριστήσω,
και προσπάθεια θα κάνω,
κι ίσως και τα καταφέρω, μερικούς να σατιρίσω.
– Θα αρχίσω όπως πάντα από Πρύτανη στην τέχνη,
κι όχι από ηλικία,
κι ας με συμπαθά ο Φώτης, αλλά από καλλιτέχνη.
– Ένας είν’ ο Πρινιωτάκης τον γνωρίζετε παιδιά,
καλλιτέχνης απ’ τους λίγους,
με τεράστια προσόντα, πάντα πρώτος στη δουλειά.
– Δούλευε με ηρεμία και δεν άκουγες φωνή,
κι είχε όλες τις ημέρες,
όρεξη για εργασία και μεγάλη υπομονή.
– Θέλει μόνο οι μαζορέτες φίλοι μου οι θηλυκές,
να φροντίσουμε του χρόνου να’ ναι πιο προκλητικές.
Εις την σύσταση που κάνει συμφωνούμε παρ’ ομοίως,
θα φροντίσουμε του χρόνου,
τα καλτσόν οι μαζορέτες, να τα βγάλουνε τελείως.
– Ηλιάκης Μαρκαντώνης είναι οι δυο οι βοηθοί του,
που εμάθανε την τέχνη,
κι η κατασκευή τους τώρα, ξεπερνάει τη δική του.
– Είναι και οι δυο ατσίδες κι έχουνε περίσσιες γνώσεις,
και γι’ αυτό τους θεωρούμε
απαραίτητοι πως είναι σ’ όλες μας τις εκδηλώσεις.
– Τα πινέλα τα κρατούσαν αρκετοί πεπειραμένοι,
του πινέλου μαστοράκια λεύτεροι και παντρεμένοι.
– Σταύρος Κορωνάκης Στέργιος και Βασίλης Ψυχαράκης,
Μαρκουλάκης Φώτης, Στέλιος κι ο Μανώλης ο Τζιράκης.
Ανασκουμπωμένοι όλοι του Καρνάβαλου εργάτες,
στη δουλειά μέσα σκυμμένοι,
μέχρι που στο τέλος φίλοι επιαστήκανε στις πλάτες.
– Βέβαια τον Τζαγκαρούλη με την πείρα τη μεγάλη,
στη σβελτάδα του πινέλου,
και στο βάψιμο εν γένει που να τον προφθάσουν άλλοι.
– Θύμα και αυτός μεγάλο δίχως να προβάλει αιτία,
είναι πανταχού παρών όπου θέλει η πολιτεία.
– Για τον Αγγελογιαννάκη τι να πω πώς να μιλήσω;
ψάχνω μα δεν βρίσκω λόγια για να τον ευχαριστήσω.
– Κάθε του κατασκευή στέρεη λεπτή και ίσια,
δούλεψε όλες τις μέρες,
από το πρωί ως το βράδυ φίλοι μου παλικαρίσια.
– Του Μπιρίκου του καημένου του αλλάξαμε τα φώτα,
γιατί ερχόντανε τα βράδια,
πάντα καθυστερημένος αφού έβλεπε τη τσόντα.
– Γλίτωσε απ’ του πελάγους την καταστροφή την τόση,
μα δεν ξέρω ο καημένος,
και ο ταλαιπωρημένος από μας πως θα γλιτώσει.
– Ο Λουκάς τα έπιασε όλα, ξύλα, σίδερα, μπογιά,
μα ήθελε στο διάλλειμά του,
και λιγάκι χαλβαδάκι για ν’ αρχίσει η δουλειά.
– Ειν’ ο μόνος που πιστεύει πως το λόγο μου τηρώ,
γιατί ανταμείφθηκε στο τέλος,
βάσει μίας συμφωνίας με ένα πολύ σκληρό.
– Θεοδοσόπουλος και Μάρκος πήρανε ζεστά το θέμα,
μέχρι που το Καρναβάλι,
του ογδόντα ένα φίλοι το εβάψανε με αίμα.
– Γι’ αυτό θα γραφούν στη πλάκα των ηρώων τη μεγάλη,
και θα πάρουνε βραβείο,
και παράσημο μεγάλο που δεν το ‘χουν πάρει άλλοι.
– Και ο Νίκος ο Αγγελάκης δούλεψε πολύ καλά,
είναι ίσως απ’ τους λίγους,
που από την πρώτη μέρα εκατάφερε πολλά.
– Όπου και να πείτε φίλοι έβαλε το δακτυλάκι,
στις μεταφορές, στα κάρα,
στο πριόνι στο σκερπάνι ως και εις το πινελάκι.
– Κι απ’ ότι είδα βρε παιδιά όλα βόλτα τα φέρνει,
κι ας λέει πίσω μια ψυχή,
ότι δεν ξέρει τίποτα και δεν τα καταφέρνει.
– Ο Φωτόπουλος ο Γιάννης με τα οικονομικά,
είχε ακόμα αναλάβει,
τον ψηλό τον μπουρλοτιέρη μ’ όλα τα βεγγαλικά.
– Και γι’ αυτό οι μαζορέτες στην εκδήλωση ετούτη,
έλεγε η μια στην άλλη,
μακριά από τον Γιάννη γιατί θα βρωμά μπαρούτι.
– Ότι έφτιαξε ο Σερλής μας ήταν φίλοι μου στολίδι,
στη δουλειά του πάντα λέων αλλά και φωνή ψαλίδι.
– Ο Στρατής ο Ηλιάκης, του ‘δωσε να καταλάβει,
με το ζόρι που επήρε,
στην κυριολεξία, φίλοι, του το βγάλαμε το λάδι.
– Ο Μαθιός αυτή τη δόση μας ερχόνταν που και που,
γλίτωσε όλη την μπόρα,
και εφέρθηκε εν ολίγοις σαν την πονηρή αλεπού.
– Η Θεοδοσοπούλου, φίλοι, κουβαλούσε μπριζολάκια,
και να δείτε με τι χάρη,
εβουτούσαν και καρφώναν τα μεγάλα τα καμάκια.
– Για να δοκιμάσουν όμως δεν προλάβαν οι καημένοι,
Ψυχάρης, Ζαχαριάδης,
και γι’ αυτό κείνο το βράδυ ήταν παραπονεμένοι.
– Πάνω εις την φασαρία και την τόση την δουλειά,
έφθανε ο Γιανναράκης και εφώναζε απ’ την πόρτα,
οι δημόσιες οι σχέσεις πάνε μια χαρά, παιδιά.
– Ουδεμία αμφιβολία γιατ’ εκεί ήταν και ο Μάνος,
και έχει πάντα επιτυχία,
όταν κάτι αναλάβει, φίλοι μου ο Αστρινός.
– Μία σύσταση θα κάνω εις τον Φώτη για καλό του,
πριν χορεύει μαζορέτες
και μικρές δεκαοκτάρες να ρωτάει τον γιατρό του.
– Η Τουρνοπετράκη Ελένη δεν εσήκωσε κεφάλι,
έραψε με την ψυχή της,
κι έδωσε ζωή μεγάλη και σ’ αυτό το Καρναβάλι.
– Αν δεν ήταν σας το λέω δίχως, φίλοι, υπερβολές,
δεν θα είχαμε μαζέψει
τώρα μέσα στα μπαούλα ούτε τις μισές στολές.
– Τώρα ας σηκωθεί επάνω το χορό ευθύς ν’ αρχίσει,
κι έχει άδεια διαρκείας
και αυτή και η Χρυσούλα όποια θέλει ν’ αρρωστήσει.
– Γιατί τότε ποιος μπορούσε να τους κάνει τέτοια χάρη,
μα στις δύσκολες τις ώρες
και στο ζόρι της φουρτούνας φαίνεται το παλικάρι.
– Με χαρά και με υγεία κάθε μία τους ας ζει,
και της μούντζας το βραβείο
των τριών αστέρων, φίλοι, θα το πάρομε μαζί.
– Για Αντωνία και Δανάη, που τις υπέρ αγαπώ,
και για τη Ζαχαριάδου τους αξίζει ότι κι αν πω.
– Που να βρω όμως τα λόγια για να πω τόσα πολλά,
μια ευχή μόνο τους δίνω
απ’ τα βάθη της ψυχής μου και του χρόνου ας είν’ καλά.
– Αυτό εύχομαι σε όλους κι είναι και το πιο σωστό,
και μαζί με τις ευχές μου και ένα μεγάλο ευχαριστώ.
– Όλες κι όλοι μέσα σ’ όλα και με όρεξη μεγάλη,
φτιάξαμε σε λίγο χρόνο το ωραίο Καρναβάλι.
– Κι όπως, φίλοι, αποδειχθεί, όταν θέμε όλες κι όλοι,
όχι μόνο Καρναβάλια,
ότι πείτε κι ότι θέτε φτιάχνομε σ’ αυτή την πόλη.
– Φθάνει η συμβολή σας όλων να ‘ναι, φίλοι, θετική
κι άστε τα όλα τ’ άλλα
τα προβλήματα, βεβαίως, εις την Περιηγητική.
Ακολούθησε και το παράσημο της …ανοικτής παλάμης που ήταν το δώρο της Περιηγητικής σε όλους τους συνεργάτες της. Και κανένας δεν παρεξήγησε. Κανένας δεν ένοιωσε θιγμένος. Είχαν όλοι την αίσθηση του χιούμορ. Γι’ αυτό και τα άρματα της Περιηγητικής Λέσχης είχαν έντονο το στοιχείο της σάτιρας. Κι ακόμα συζητιώνται.