Σε τρεις ενότητες μοιράσαμε το αφιέρωμά μας αυτό με την ευκαιρία της Πρωτομαγιάς. Στην πρώτη θα θυμίσουμε τους κορυφαίους Ρεθεμνιώτες συνδικαλιστές, στη δεύτερη την πορεία του Εργατικού Κινήματος στο Ρέθυμνο και στην τρίτη τις μεγαλύτερες αγωνιστικές κινητοποιήσεις στο νομό από τον περασμένο αιώνα.
Καλλιρρόη Σιγανού Παρρέν
Είναι μοναδική η περίπτωση ενός τόπου να αποτελεί γενέτειρα των μεγαλύτερων συνδικαλιστών που τίμησαν τους κοινωνικούς αγώνες διεθνώς. Και πρώτα μια γυναίκα, η Καλλιρρόη Σιγανού Παρρέν.
Η Παρρέν διεκδικεί παράλληλα και τον τίτλο της πρώτης Ελληνίδας δημοσιογράφου και εκδότριας, εκδίδοντας το 1888 την εβδομαδιαία εφημερίδα «Εφημερίς των Κυριών», με συντάκτες και παραλήπτες αποκλειστικά τις γυναίκες. Η γνωριμία της με σπουδαίες προσωπικότητες της εποχής και το πάθος της για ενημέρωση πάνω σε πνευματικά, πολιτικά και κοινωνικά θέματα, τη στιγμάτισε.Σαν κάθε σπουδαίος άνθρωπος, κυνηγήθηκε κι αυτή «διά τας πολιτικάς πεποιθήσεις της».
Εξορίστηκε στην Ύδρα από τον Μάρτιο του 1917 μέχρι τον Νοέμβριο του 1918 «διά τας πολιτικάς πεποιθήσεις της».
Η πολυγραφότατη Καλλιρρόη Παρρέν άφησε πίσω της, ως κληρονομιά, μια πλούσια συγγραφική δουλειά.
Το φεμινιστικό έργο της, όμως, δεν τελειώνει στις σελίδες κάποιων βιβλίων. Συμμετείχε ενεργά σε διεθνή γυναικεία συνέδρια ανά τον κόσμο και διακήρυττε την ανάγκη εξασφάλισης παιδείας και εργασίας για τις γυναίκες, ως βασικές προϋποθέσεις για την πνευματική και πολιτική τους ισοτιμία και χειραφέτηση. Ακόμη, ίδρυσε τη «Σχολή της Κυριακής των Απόρων Γυναικών και Κορασίων» (1890), το «Άσυλον της Αγίας Αικατερίνης»(1895), το «Άσυλον των Ανιάτων» (1896), στην προεδρία του οποίου παρέμεινε πολλά χρόνια, και τον «Πατριωτικό Σύνδεσμο», την «Ένωσιν υπέρ της Χειραφετήσεως των Γυναικών», ενώ το 1896, ως επακόλουθο του συνεδρίου στο Παρίσι, σχηματίσθηκε υπό τη γενική προεδρία της Παρρέν, η «Ένωσις των Ελληνίδων».
Το πάθος της, τέλος, για την αναγέννηση και διατήρηση των ελληνικών εθίμων και παραδόσεων, την οδήγησε το 1911 στη δημιουργία του «Λυκείου των Ελληνίδων».
Δικαίωμα ψήφου
Η Καλλιρρόη Παρρέν έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην κατοχύρωση του δικαιώματος του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι στις γυναίκες. Η κατοχύρωση του δικαιώματος ψήφου ωστόσο άργησε πολύ να χορηγηθεί και η Καλλιρόη Παρρέν είχε τη ατυχία να μην δει ποτέ το όνειρό της για τη γυναικεία χειραφέτηση να γίνεται πραγματικότητα στην πολιτική σκηνή της χώρας. Μέχρι το τέλος της ζωής της πάντως δεν σταμάτησε να αγωνίζεται.
Στις 15 Ιανουαρίου 1940, η σπουδαία αυτή αγωνίστρια του γυναικείου κινήματος έφυγε από τη ζωή, αφού υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο, έχοντας πριν τιμηθεί με το «Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Γεωργίου Β’».
Για την Καλλιρρόη Σιγανού Παρρέν το Λύκειο Ελληνίδων Ρεθύμνου μας έχει συνηθίσει σε εξαιρετικές εκδηλώσεις μνήμης που πραγματοποιούνται στην πόλη και στη γενέτειρα της μεγάλης φεμινίστριας.
Σταύρος Καλλέργης: Σύμβολο γενιάς
Ο Σταύρος Καλλέργης, που γεννήθηκε στο Χουμέρι Μυλοποτάμου Κρήτης το 1864, κατάγεται από ιστορική γενιά, μια και η φύτρα του κρατούσε από παλιό βυζαντινό σόι. Ήταν ο δευτερότοκος γιος του Γεωργίου Καλλέργη, που υπήρξε οπλαρχηγός, διοικητής της επαρχίας Μυλοποτάμου. Ωστόσο, ο Σταύρος δεν έζησε στην Κρήτη τα πρώτα χρόνια της ζωής του γιατί ο πατέρας του, ο καπετάν Γιώργης Καλλέργης πολέμησε το 1866 στο Αρκάδι με αποτέλεσμα να επικηρυχτεί.
Ο μικρός Σταύρος μεγάλωσε με αστικό τρόπο στην Αθήνα – όπως επέβαλε το περιβάλλον της Αυλής. Όταν ενηλικιώθηκε, γράφτηκε στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Πολυτεχνείου και ενεργοποιήθηκε, καθώς φαίνεται, στο φοιτητικό κίνημα, για να την εγκαταλείψει σύντομα παρασυρμένος από τα ενδιαφέροντά του για τις «εγκυκλοπαιδικές μελέτες» και τις πρώτες σοσιαλιστικές ιδέες που τον συνεπήραν. Αποτέλεσμα της φοιτητικής του δράσης υπήρξε η δυσμένεια του βασιλιά απέναντι στον πατέρα του. Ο Γιώργης Καλλέργης υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το Παλάτι και να επιστρέψει στην Κρήτη.
Τότε, ως νεαρός φοιτητής, ο Σταύρος συμμετείχε ενεργά στην οργάνωση της πρώτης σημαντικής σπουδαστικής διαδήλωσης, όπου τέθηκαν βασικά ζητήματα παιδείας. Οι φοιτητές συγκεντρώθηκαν έξω από το παλάτι με πανό που έγραφαν μεταξύ άλλων συνθήματα όπως «Δωρεάν Παιδεία», «Ισότης», «Αδελφότης», και «Κοινοκτημοσύνη».
Ο Καλλέργης, θέλοντας να συντονιστεί με τις διεθνείς εξελίξεις στον χώρο του Εργατικού Κινήματος, ιδρύει στην Αθήνα, την 1η Μαΐου 1890, τον Κεντρικό Σοσιαλιστικό Σύλλογο. Ο σύλλογος αυτός θεωρείται ο πρώτος οργανωμένος και μαζικός φορέας σοσιαλιστικών ιδεών.
Τον επόμενο μήνα από την ίδρυση του Συλλόγου, ο Καλλέργης ξεκινά την έκδοση της εφημερίδας «Σοσιαλιστής.
Ο πρώτος εορτασμός της Πρωτομαγιάς
Ο πρώτος μαζικός εορτασμός της Εργατικής Πρωτομαγιάς στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε το 1893. Την πρωτοβουλία, την οργάνωση και την εκτέλεση ανέλαβε ο Σταύρος Καλλέργης. Στον εορτασμό, που έγινε στο σημείο όπου ανεγέρθηκε λίγα χρόνια αργότερα το Παναθηναϊκό Στάδιο, έλαβαν μέρος πάνω από 500 άνθρωποι, αριθμός σημαντικός για τα δεδομένα της εποχής. Στο πλήθος μίλησε ο Σταύρος Καλλέργης, και μετά το πέρας της ομιλίας του πρότεινε να υπογραφεί ψήφισμα προκειμένου να επιδοθεί στη Βουλή. Ο Καλλέργης με το ψήφισμα ανά χείρας έφτασε στη Βουλή, ωστόσο ο πρόεδρος του Κοινοβουλίου αρνήθηκε να το παραλάβει. Τότε το διάβασε από τα θεωρεία της Βουλής, με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να του επιβληθεί για την πράξη του ποινή φυλάκισης 12 ημερών.
Πληρεξούσιος Κρητικής πολιτείας
Η έντονη πολεμική που δέχτηκε από πρώην συνεργάτες του, τον οδήγησε στα πατρογονικά εδάφη. Στην Κρήτη, ο Καλλέργης δεν έμεινε ανενεργός. Εξελέγη πληρεξούσιος της Κρητικής Πολιτείας και έθεσε υποψηφιότητα για βουλευτής Ρεθύμνου. Ωστόσο, έπειτα από τρεις απόπειρες δολοφονίας σε βάρος του, αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Αθήνα, όπου επιχείρησε ανεπιτυχώς να επανεκδώσει την εφημερίδα «Σοσιαλιστής». Από το 1905 τον ξαναβρίσκουμε στην Κρήτη, με την οικογένεια που στο μεταξύ είχε κάνει, να ζει σε δραματική ένδεια, μια και είχε ξοδέψει όλη την πατρική περιουσία για την προώθηση του σοσιαλισμού στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με μαρτυρίες που είχαμε συλλέξει ο Σταύρος Καλλέργης έφθασε σε οικονομική εξαθλίωση επειδή δεν επέτρεπε στον εαυτό του να φερθεί σαν έμπορος. Κλείνοντας το μαγαζί του άφησε πίσω αμέτρητα χρέη των πελατών του, τα οποία ουδέποτε διεκδίκησε. Στον τύπο της πρώτης δεκαετίας του περασμένου αιώνα βλέπουμε και σχετική διαφήμιση της επιχείρησής του που η μεγαλοψυχία του δεν κατάφερε να την κρατήσει για μεγάλο διάστημα. Και από τα χρέη κάποια στιγμή έβαλα λουκέτο. Ο γενναίος συνδικαλιστής πλήρωσε με τη υγεία του και τη ζωή του το πάθος να υπηρετεί τον συνάνθρωπο και να είναι ο μεγάλος πολέμιος κάθε μορφής εκμετάλλευσης.
Ο Σταύρος Καλλέργης διατήρησε μέχρι το τέλος τα στοιχεία ενός σπάνιου χαρακτήρα. Αρκετές φορές, καθισμένος στο υποζύγιο, θεάθηκε να περιμένει το ζώο να τελειώσει τη βοσκή του, αν έβλεπε κάποιο ελκυστικό χορτάρι στο δρόμο του και σταματούσε, παρά να το διακόψει.
Στα τελευταία του ο αδελφός του θέλησε να του φέρει γιατρό.
«Όχι» είπε εκείνος. «Άφησε καλύτερα αυτά τα λεφτά στην άκρη για να φάνε τα παιδιά μου».
Έτσι χάθηκε ο μοναδικός αυτός άνθρωπος που με τη στάση ζωής του δίδασκε τις ιδέες του.
Λούης Τίκας: Ο ήρωας της ξενιτιάς
Για τον Ηλία Σπαντιδάκη επίσης αρκετά καθυστερημένα πληροφορηθήκαμε τη δράση του αν και συγκατελέγεται επίσημα ανάμεσα στους μάρτυρες του αμερικάνικου εργατικού κινήματος, που έπεσαν θύματα αυτής που ονομάστηκε «Η Σφαγή του Λάντλοου» και ήταν το αποκορύφωμα των «Πολέμων των Λιγνιτωρυχείων» της περιόδου 1914-1915.
Μας τον έκανε γνωστό ο ανιψιός του Γιώργος Σταυρουλάκης, ένα πρωινό, πριν πολλά χρόνια, που μας επισκέφθηκε στα γραφεία της εφημερίδας.
Όπως μας είχε πει, συμπτωματικά έμαθε λεπτομέρειες για τα γεγονότα της εποχής και ύστερα από εντατική έρευνα κατέγραψε την ιστορία του προγόνου του σε ένα βιβλίο με τίτλο «Λούης Τίκας: Ο ήρωας της ξενιτιάς». Κι έτσι μάθαμε για έναν δικό μας κορυφαίο του συνδικαλιστικού κινήματος που ευτυχώς, έστω και καθυστερημένα, γίνονται τα τελευταία χρόνια, εκδηλώσεις προς τιμήν του.
Από την Λούτρα στις ΗΠΑ
Το ελληνικό όνομα του Τίκα ήταν Ηλίας Σπαντιδάκης. Γεννήθηκε στην Λούτρα Ρεθύμνου το 1886 και ο πατέρας του ονομαζόταν Αναστάσιος. Το 1906 σε ηλικία 20 ετών μετανάστευσε στις ΗΠΑ. Εκεί μετέτρεψε το όνομά του στο αγγλοσαξονικό Λούης Τίκας (Luis Tikas), με το οποίο έμελλε να γραφεί στην ιστορία των συνδικαλιστικών αγώνων. Έξι μήνες αργότερα βρέθηκε στο Κολοράντο μέσα στο βαγόνι ενός εμπορικού τρένου. Οι δυτικές πολιτείες υπόσχονταν δουλειά και αγροτική ζωή, που φαινόταν πιο οικεία από εκείνη της μεγαλούπολης: ο Λούης Τίκας εγκαταστάθηκε στο Ντένβερ κι άρχισε να δουλεύει στα χαλυβουργία του Πουέμπλο καμιά τριανταριά μίλια μακριά, με ημερομίσθιο $1.75, για δώδεκα ώρες την ημέρα. Το 1910 ορκίστηκε Αμερικανός πολίτης και άνοιξε καφενείο στην οδό Μάρκετ του Ντένβερ, μια εργατική γειτονιά που έγινε η τοπική Greektown: την εποχή εκείνη στο Ντένβερ ζούσαν 240 Έλληνες.
Επικεφαλής συνδικάτου λούστρων
Είχε μια αθέατη πλευρά: αν πιστέψει κανείς τις φήμες, ήταν επικεφαλής ενός συνδικάτου λούστρων που το 1910 έκαναν απεργία ζητώντας αύξηση 100% (από πέντε σε δέκα σεντς!), ενώ άλλοι λένε πως δούλευε για μια ασφαλιστική εταιρία. Έτσι κι αλλιώς, ο Λούης Τίκας αναδείχτηκε σε ηγετική μορφή ανάμεσα στον συρφετό των καφενόβιων: μιλούσε καλύτερα αγγλικά απ’ οποιονδήποτε άλλον, και έστελνε τα εμβάσματα στην Ελλάδα για λογαριασμό των συμπατριωτών του που δεν ήξεραν πώς να φερθούν στο ταχυδρομείο και στην τράπεζα.
Το νότιο Κολοράντο εκείνη την εποχή περνούσε από το άγριο Ουέστ στη βιομηχανική εποχή. Έλληνες, Ιταλοί, Σλάβοι, Μεξικανοί, Κινέζοι, Γιαπωνέζοι οδηγούνταν ομαδικά στο Τρινιδάδ. Οι δουλέμποροι τους πουλούσαν υποσχέσεις για τη γη της επαγγελίας και ύστερα τους έφερναν να πεθάνουν στα ανθρακωρυχεία του Ροκφέλερ.
Πολλοί από όσους έφτασαν στα ορυχεία, έρχονταν για να σπάσουν απεργίες. Άλλοι το γνώριζαν, άλλοι όχι.
Κόντρα στους εργατοπατέρες
«Είχε πολλούς εχθρούς και μέσα στο Συνδικάτο ο Τίκας. Τους δημιουργούσε με τις θέσεις και τον χαρακτήρα του. Θεωρούσε πως όποιος δεν έχει δουλέψει στα ορυχεία, δεν είχε θέση στο Συνδικάτο. Δεν τα πήγαινε καλά με τους επαγγελματίες εργατοπατέρες», λέει ο Ντέιβιντ Μέησον.
Τα πράγματα είχαν φτάσει στο Αμήν, το Σεπτέμβρη του 1913.
Τελικά στις 23 Σεπτεμβρίου 1913 ξεκινά η μεγάλη απεργία στην πόλη Λάντλοου (Laddlow ή Ludlow), όπου υπήρχαν 13.000 ανθρακωρύχοι.
Επικεφαλής της απεργίας ήταν ο Τζον Λόζον και ο Λούης Τίκας, που είχε μια ομάδα στήριξης από Κρητικούς, μερικοί από τους οποίους είχαν πάρει μέρος στις απεργίες του Μπίνγκαμ στη Γιούτα.
Η εταιρεία ζήτησε την παρέμβαση της εθνοφρουράς και ο κυβερνήτης του Κολοράντο συμφώνησε. Οι συγκρούσεις ήταν βιαιότατες. Κανένας όμως από τους εργάτες δεν εγκατέλειπε τον αγώνα.
Νωρίς το πρωί, οι εθνοφρουροί κάλεσαν το Λούη και του ζήτησαν να τους παραδώσει έναν απεργό. Όχι Έλληνα αλλά Ιταλό. Ενδεικτικό της επιρροής του Λούη και πέρα από την ελληνική κοινότητα. Ο Τίκας αρνήθηκε, αφού δεν είχαν ένταλμα. Άρχισαν οι απειλές και οι απεργοί έβγαλαν τα όπλα τους, να δείξουν ότι δεν αποδέχονται την παράδοση του συντρόφου τους. Ακολούθησε μάχη χαρακωμάτων, ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά έτρεξαν να σωθούν στους γύρω λόφους.
Ο Λούης βγήκε ζωντανός από τη μάχη, παραμένοντας από τους τελευταίους στον καταυλισμό, εμψυχώνοντας, προσπαθώντας να γλιτώσει όσους γινόταν. Ο Τίκας με απαράμιλλο θάρρος, ζήτησε να δει τον επικεφαλής της εθνοφρουράς, λοχαγό Καρλ Λίντερφελντ (Karl Linderfeld) κρατώντας λευκή σημαία. Οι δυο τους συναντήθηκαν στο λόφο και μίλησαν για λίγο.
Μαρτυρικός θάνατος
Έπειτα οι αυτόπτες μάρτυρες είπαν ότι ο αξιωματούχος χτύπησε με πρωτοφανή αγριότητα τον Τίκα στο κεφάλι με την καραμπίνα του. Η καραμπίνα έσπασε στα δύο όπως και το κρανίο του Τίκα. Οι εθνοφρουροί βάλθηκαν να πυροβολούν το άψυχο σώμα. Ευθύς αμέσως εισέβαλαν στον καταυλισμό, ρίχνοντας αδιακρίτως εναντίον οτιδήποτε κουνιόταν. Έδιωξαν τους απεργούς, σκότωσαν 18 άτομα, 10 εκ των οποίων ήταν παιδιά από τριών μηνών ως 11 ετών, και έκαψαν τις σκηνές τους. Είναι πολλά τα ιστορικά στοιχεία, που μας παρέχει το διαδίκτυο, απ’ όπου και αντλήσαμε μερικά.
Το χρονικό της απεργίας δεν γράφτηκε ποτέ. Είχε σχεδόν ξεχαστεί, ώσπου το 1944 ο τραγουδιστής Γούντι Γκάθρι έγραψε ένα τραγούδι με τίτλο «The Ludlow Massacre». Το τραγούδι ακουγόταν συχνά στις διαδηλώσεις της δεκαετίας του ’60.
Σήμερα το Λάντλοου είναι μια πόλη-φάντασμα. Στον χώρο της σφαγής, στην περιοχή Τρίνινταντ, έχει στηθεί μεγαλόπρεπες μνημείο από γρανίτη στη μνήμη των θυμάτων. Εκεί υπάρχει και ο τάφος του γενναίου Λούη Τίκα. Ο γενναίος αυτός άνθρωπος πέθανε μόνος εκεί στην ξενιτιά. Και είναι σπαρακτικό το θέαμα της σορού του στο παγωμένο τραπέζι του νεκροτομείου που κάποιος το φωτογράφησε για να έχουμε μια ακόμα μαρτυρία του τραγικού θανάτου του ήρωα.
Μετά το βιβλίο του Γιώργου Σταυρουλάκη, αρχής γενομένης από τη Λούτρα άρχισε να τιμάται ο ήρωας. Και στο γραφικό χωριό υπάρχουν ακόμα τα κτίσματα από τα πατρογονικά του ήρωα που θυμίζουν το νέο παιδί που δόξασε την πατρίδα του στα πέρατα της γης υπερασπιζόμενος το δίκιο του εργάτη.