Του ΣΤΕΛΙΟΥ ΧΙΩΤΑΚΗ*
Είμαστε σε πόλεμο με έναν αόρατο και ύπουλο εχθρό, τον κορωνοϊό: επειδή προέχει η καταπολέμησή του, γι’ αυτό και -με ελάχιστες εξαιρέσεις- υπήρξε κατανόηση από την εκκλησιαστική ιεραρχία και τους πιστούς στα αναγκαία μέτρα που πάρθηκαν. Στις εξαιρέσεις ανήκουν μερικοί, αυτόκλητα, «στρατευμένοι ζηλωτές» που συγκεντρώθηκαν στον περίβολο ορισμένων ναών, κατά παράβαση των μέτρων της πολιτείας και χωρίς αίσθημα ευθύνης για τα δεινά που μπορούν να προκαλέσουν.
Η Ιεραρχία της ορθόδοξης Εκκλησίας δεν είναι τυφλή στο γεγονός ότι: στο «πλανητικό χωριό» που ζούμε, σήμερα, μεταδίδονται γρήγορα όλες οι ασθένειες, από όλα τα πέρατα της γης. Ήδη έπρεπε να είχαμε συνειδητοποιήσει «από χθες» ότι δεν ζούμε πλέον, απομονωμένοι, στην κλειστή και προσωποκεντρική κοινότητά μας, αλλά σε έναν άλλο, ανοιχτό και άμεσα αλληλεξαρτώμενο κόσμο. Για να εξακολουθούμε να ζούμε ασφαλείς με τις βασικές ιδιαιτερότητές μας, θα πρέπει να γίνουν «κατ’ οικονομίαν» αναπροσαρμογές, όπως οι προσωρινές στον εκκλησιασμό, ίσως όμως και στη «θεία κοινωνία». Δικαιολογημένα, η εκκλησιαστική Ιεραρχία είναι διστακτική στις προσαρμογές αυτές επειδή φοβάται, κυρίως, ότι και η πιο ελάχιστη καινοτομία μπορεί να επιφέρει διχασμούς και ό,τι άλλο στην Εκκλησία και την κοινωνία. Υπάρχουν όμως συμπολίτες μας που δεν εμποδίζονται από τον βασικό ρόλο τους στο να προειδοποιήσουν πως, χωρίς ορισμένες αναπροσαρμογές είναι αδύνατον να επιβιώσουμε σήμερα. Από τις φωνές αυτές επιλέγω την ειλικρινή κραυγή αγωνίας του Σταύρου Ζουμπουλάκη, που δεν μπορεί να κατηγορηθεί για ασέβεια προς την ορθοδοξία. Γράφει λοιπόν: «Θεία λειτουργία σημαίνει μυστήριο της θείας ευχαριστίας και θεία ευχαριστία σημαίνει μεταβολή του ψωμιού και του κρασιού σε σώμα και αίμα Χριστού. Η ύλη της θείας κοινωνίας ωστόσο, το ψωμί και το κρασί, εξακολουθούν και μετά την Επίκληση και τη μεταβολή να είναι υποταγμένα στους νόμους της φύσεως. Δεν αφθαρτοποιούνται. Ή μήπως γίνεται άφθαρτο και το σάλιο που θα αφήσει στη λαβίδα ο άρρωστος που κοινώνησε από το κοινό Ποτήριο; …». Ήδη πολύ πιο πριν, ο έγκυρος καθηγητής της ορθόδοξης θεολογίας, Παναγιώτης Τρεμπέλας (1886-1987) προειδοποιούσε: «Η πίστις, η εκζητουμένη υπό της θεολογίας ούτε εκτυφλωτική είναι, ούτε ταυτίζεται προς την ευπιστίαν. Το … ‘πίστευε και μη ερεύνα’ δεν είναι αξίωμα ευαγγελικόν … Η υπό της θεολογίας εκζητουμένη πίστις δεν ταυτίζεται προς την ευπιστίαν … το λογικόν δεν αποτυφλούται υπό της πίστεως».
Η χριστιανική θρησκεία στηρίζεται στην πίστη, όμως οι πιστοί οφείλουν να γνωρίζουν υπεύθυνα τι πιστεύουν, σύμφωνα και με το βιβλικό, «Ερευνάτε τας Γραφάς». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η γνώση και η έλλογη ερμηνεία της πίστης, όπως προσλαμβάνεται σήμερα, κατοχυρώνει τους πιστούς και πολίτες στο να ανταποκρίνονται εύστοχα στις ιστορικές προκλήσεις και δοκιμασίες. Ειδικά στον Χριστιανισμό, ο συνδυασμός αυτός των καθηκόντων του «πολίτη» και του «πιστού» βασίζεται και αντιστοιχεί στον διακριτό διαχωρισμό της «κοσμικής εξουσίας» από εκείνα που θεωρούνται ότι ανήκουν «στα του Θεού». Βέβαια η καλλιέργεια γνώσεων και ικανοτήτων για να είναι κανείς «καλός χριστιανός» και «καλός πολίτης», πρέπει να γίνεται, βασικά, στην εκπαίδευση. Στο πλαίσιο της θεσμικής εκπαίδευσης και παιδείας, το «μάθημα των θρησκευτικών» δεν επιδιώκει να καταργεί την πίστη, αντικαθιστώντας την με τη γνώση, αλλά να την συμπληρώσει με αυτήν.
Στην πραγματικότητα βέβαια, και η κοσμική «πολιτική ιδεολογία» δεν συνδέεται τόσο με επιστημονική και πλουραλιστική γνώση, αλλά μάλλον με πίστη. Η έννοια της «κοσμικής» ιδεολογίας δημιουργήθηκε κατά τη Γαλλική Επανάσταση και ήταν, αρχικά, εντελώς αντίθετη προς την (θρησκευτική) πίστη: ήθελε να στηρίζεται μόνο σε επιστημονικά κριτήρια – με παράβλεψη του γεγονότος ότι η επιστήμη, από μόνη της, είναι τυφλή σε ανθρώπινες ευαισθησίες και συναφείς ιδεολογίες. Στην πορεία της όμως στον κόσμο της πραγματικότητας και του ανταγωνισμού για την εξουσία, η ιδεολογία άρχισε να προσαρμόζεται και η ίδια, σταδιακά, και έτσι να μεταλλάσσεται μάλλον σε μια εκκοσμικευμένη μορφή πεποιθήσεων. Έτσι, σήμερα, με τη λέξη «ιδεολογία» αναφερόμαστε σε σχήματα πολιτικής σκέψης και σε πολιτικές θεωρίες που λειτουργούν ως πυξίδα προσανατολισμού, ώστε οι πολίτες να μπορούν να ερμηνεύουν και να νοηματοδοτούν, από τη σκοπιά τους, την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα και, ανάλογα, να εντάσσονται ενεργά σ’ αυτήν. Παράλληλα όμως η ιδεολογία τείνει να χρησιμοποιείται και δημαγωγικά – προπαγανδιστικά για την απόκτηση πολιτικής ισχύος και εξουσίας. Προς το σκοπό αυτό και ειδικά σε ακραίες περιπτώσεις τείνουν να αξιοποιούνται όχι τόσο οι επιστημονικές γνώσεις, όσο οι παραεπιστημονικές, ενώ συγχρόνως προωθείται μια επιθετική και διχαστική δημαγωγία και προπαγάνδα, μαζί με νεφελώδεις προσδοκίες και εξαγγελίες.
Είναι θετικό ότι, σήμερα, μετά από όλα όσα έχουμε περάσει, δεν έχουμε έξαρση του θρησκευτικού, ούτε του πολιτικοϊδεολογικού φανατισμού. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει κίνδυνος, η θρησκευτική πίστη να περιπέσει σε τυφλή θρησκοληψία και η πολιτική ιδεολογία να εκφυλιστεί σε μια εκτός πραγματικότητας ιδεοληψία.
* Ο Στέλιος Χιωτάκης, είναι ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Κρήτης