Την παλιά εποχή ο άνθρωπος, ενώ δεν γνώριζε γράμματα, είχε όμως μεγάλη πνευματική ικανότητα προς όλες τις ενέργειές του που του δίνανε αυτό που επιθυμούσε αλλά και που ήτανε χρήσιμο για να του προσφέρει καρπούς εις την διαβίωσή του.
Γι’ αυτό και πρόβλεπε τι θα συναντήσει μπροστά του: πρόοδο ή φτώχεια, τον καιρό από ορισμένα σημάδια του φεγγαριού και από την συμπεριφορά των ζώων και των μυρμηγκιών.
Αργότερα όλες αυτές τις ικανότητες τις κληρονομούσανε τα παιδιά τους και γνωρίζανε τις επιτυχίες ή τις αποτυχίες τους και από πού προερχότανε.
Αυτές οι συνήθειες αποτελούσανε κανόνα και με μια καλή διαχείριση «κουμάντο» αποφεύγανε τις αποτυχίες και το μέλλον τους προχωρούσε με βεβαιότητα εις την πρόοδό τους.
Αυτά τα χρόνια ο άνθρωπος δεν γνώριζε καθόλου τις τράπεζες ή τα ταχυδρομικά ταμιευτήρια για να καταθέτει λίγα – λίγα τα επιπλέον χρήματά του για να αγοράσει αργότερα ένα βοσκότοπο ή ένα σπίτι ή και να αποκαταστήσει τα παιδιά του.
Η τράπεζα τότε στην οικογένεια ήτανε ένα σακούλι από ύφασμα και μέσα εκεί βάζανε τα χρήματα που περισσεύανε από τα αρνιά από το γάλα από τα μαλλιά από το λάδι, από τα όσπρια από τα σιτηρά όταν τα πουλούσανε μέχρι να γίνουν πολλά για να κάνουν την αγορά τους. Το σακούλι αυτό το κρύβανε μέσα στο στρώμα του κρεβατιού των γονέων που είχε μέσα μαλλιά και τεμάχια υφασμάτων που το ήξερε μόνο ο πατέρας και η μητέρα.
Αυτούς τους λέγανε καλούς νοικοκύρηδες και από αυτούς μαθαίνανε και τα παιδιά τους για και κάνουν το ίδιο όταν μεγαλώσουν για να έχουν πρόοδο. Γι’ αυτό η μάνα τους έφτιαχνε από ένα μικρό σακουλάκι για να βάζουν μέσα εκεί ότι χρήματα εξοικονομούσανε από εξωτερικές εργασίες όπως: από τις ελιές, τα χαρούπια, τα βελανίδια, τα καρύδια κ.λπ. που είχανε το ελεύθερο να μαζεύουν μετά το μάζεμα των χωριανών από τα χωράφια τους. Αυτό το λέγανε «κοκολόγια» για να τα παίρνουν δικά τους. Μετά τα πουλούσανε στη συγκέντρωση ή στα σπίτια για να βγάζουν το χαρτζιλίκι τους. Ακόμα και στις γιορτές από τα φιλοδωρήματα των γονέων και των νονών τους.
Με αυτά τα χρήματα που μαζεύανε λίγα -λίγα τις γιορτές είχανε γίνει πολλά και η μάνα τους- τους αγόραζε παπούτσια και ρούχα να τα φορέσουν να πάνε στην εκκλησία.
Αυτή την πράξη της συγκέντρωσης των χρημάτων από τους γονείς και από τα παιδιά τους συντελούσαν για την καλύτερη διαβίωση της οικογένειας και την αποκαλούσανε: κουκί – κουκί γεμίζει το σακί.
Την ονομασία την πήρε εξαιτίας ενός χωριανού τους που πήγε στα χωράφια των χωριανών μετά από το θέρος των κουκιών τους και μάζευε ένα – ένα κουκί από αυτά που είχανε πέσει από το θέρισμά τους.
Λέγεται ότι άρχισε το πρωί και μέχρι το βράδυ είχε γεμίσει ένα μεγάλο σακί. Σε άλλο τόπο είχε γίνει το ίδιο και με τα φασόλια που λέγανε: φασούλι – φασούλι γεμίζει το σακούλι.
Μετά αφού είδανε ότι αυτή η πράξη φέρει καλά αποτελέσματα στη διαβίωση της οικογένειας την υιοθετήσανε ως μια από τις καλύτερες παροιμίες της ζωής τους που συντελούσε εις την άνοδο της προόδου τους.
Όταν οι γονείς παντρεύανε τα παιδιά τους – μένανε μόνοι τους στο νοικοκυριό τους και συνεχίζανε πάλι να ενδιαφέρονται να περνούν καλά και παράλληλα να βάζουν στο σακούλι τους ότι χρήματα μπορούσανε για να έχουν όταν γεράσουν αφού δεν θα μπορούσανε να εργαστούν και για να ανταποκρίνονται στις ανάγκες τους.
Θέλανε να έχουν το δικό τους πορτοφόλι γιατί δεν ξέρανε τι θα συναντήσουν μπροστά τους προπαντός δυσάρεστο. Λέγανε όπως λέγεται και σήμερα: όταν έχεις δεν φοβάσαι όποιες καταστάσεις και αν συναντήσεις. Οι ηλικιωμένοι συχνά το λένε και τώρα να το ακούνε οι νέοι για να το πράττουν όταν μεγαλώσουν: κράτα γέρο να ‘χεις για να μην πεθάνεις επάνω στην ψάθα. Υπήρχανε βέβαια και ορισμένοι αδιάφοροι που εκείνη την ώρα κάποιος θα βρεθεί να τους ενδιαφερθεί.
Αυτή την εποχή τα παιδιά ενδιαφερότανε για τους γονείς τους πολύ περισσότερο πριν φθάσουν στο τέλος της ζωής τους καθότι δεν υπήρχανε νοσοκομεία και ιδρύματα για να τους προσφέρουν αυτό που είχανε ανάγκη για την υγεία τους. Όσο περνούσανε τα χρόνια τόσο και καλύτερες ημέρες ερχότανε για να φύγει από αυτά που βίωσαν αιώνες και αισιοδοξούσανε για ένα μέλλον χωρίς εμπόδια. Θέλανε να ξεχάσουν το παρελθόν τους και να μην επαναληφθεί στα παιδιά τους. Και όμως, παρά που φύγανε από την παλιά εποχή που ήτανε γεμάτη δυσκολίες, οι συνήθειες που είχανε κυρίως στα οικονομικά συνεχίζονται και σήμερα να εκτελούνται με τον πιο ανεπτυγμένο τρόπο και αποτελούν διδάγματα για τη νέα εποχή που αγκάλιασε ο άνθρωπος.
Έτσι είναι περισσότερο συγκρατείς να δημιουργηθούν για να μην πέσουν στα χρέη με τους συγγενείς – φίλους και τράπεζες. Επιδιώκουν να είναι υπερήφανοι και να κυκλοφορούν με ψηλά το κεφάλι μέσα στην κοινωνία.
Ακόμα και στην απροσεξία της πολιτείας μας που έφερε την χώρα σε οικονομική κρίση την αντιμετωπίζουν με περισσότερο σκληρό αγώνα από την παλιά εποχή και θα είναι πάλι νικητές να συνεχίσουν την πρόοδο που την έχουν ανάγκη.
Τελειώνοντας θα αναφερθούμε σε δύο πρόσφατες συμπεριφορές δυο ηλικιωμένων που επιβεβαιώνουν ότι με την καλή τους διαχείριση «κουμάντο» των χρημάτων τους στην παλιά και νέα εποχή – σήμερα δεν στερούνται εκείνα που έχουν άμεση ανάγκη για την διατροφή και για την υγεία τους.
Ο πρώτος ο κύριος Γιώργος 93 ετών έκανε την εμφάνισή του σε τράπεζα της πόλης μας κρατώντας στο ένα χέρι την κατσούνα του και στο άλλο το βιβλιάριο καταθέσεων να πάρει χρήματα για την διατροφή και για την υγεία του. Χαρούμενος φεύγοντας συναντήθηκε με τον χωριανό του Γιάννη και του είπε: όταν κάνεις καλό κουμάντο, Γιαννιώ, έχεις λεφτά να ζήσεις δεν πεθαίνεις από την πείνα και φάρμακα έχεις να είσαι καλά.
Και ο έτερος ο κύριος Γιάννης 83 ετών πήγε στην οδοντίατρό του να φτιάξει τα δόντια του για να μπορεί να μασά το φαγητό του.
Η όλη εργασία κράτησε 10 ημέρες και πλήρωσε 1.100 ευρώ. Όταν πλήρωσε είπε στη γιατρό του: κυρία Ελευθερία, ευτυχώς που είχα κρατήσει πισινή (καλό κουμάντο) στα χρήματά μου και τώρα έχω τη δυνατότητα να σας πληρώσω. Με την σημερινή κρίση που έχουμε ποιος θα μου τα πλήρωνε; Οπότε θα έτρωγα μόνο αλεσμένες τροφές. Εγώ έκανα ότι λέγανε οι γονείς μου στα γηρατειά τους: κράτα γέρο να ‘χεις… Σήμερα αυτό δεν το κάνει κανείς και γι’ αυτό βουλιάξανε στα χρέη.
* Ο Γιάννης Τσακπίνης, είναι απόστρατος αξιωματικός