Του ΤΑΣΟΥ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ*
Τεκμήρια μνήμης τα μνημεία, μας θυμίζουν το παρελθόν και παράλληλα θυμίζουν στις κοινότητες των ανθρώπων την κοινή τους καταγωγή, θυμίζουν την συντροφικότητα, τους δεσμούς και εκπροσωπούν τελικά με τρόπο συμβολικό την κοινή ταυτότητα των ανθρώπων. Διαφυλάττουν στο πέρασμα του χρόνου την ταυτότητα των ανθρώπων. Διαφυλάττουν την ταυτότητα της προέλευσης των ανθρώπων και τους αγώνες τους.
Διαφυλάττουν τους δεσμούς μεταξύ των συγχωριανών και προσφέρουν κυρίως ένα διάλογο μέσα από την μνήμη με τις ρίζες μας, ένα διάλογο με τις προηγούμενες γενιές και με τις αφετηρίες του προγονικού στοιχείου που κατοικεί στα χωριά μας.
Δημιουργούν τα μνημεία μια οικειότητα με το παρελθόν και μας προσφέρουν μια εξοικείωση με τον κοντινό παρελθόντα χρόνο που είναι ασαφώς γνωστός, ενώ είναι ιστορικά οικείος. Μας καθιστούν σαφή και άμεσα, γνωστά γεγονότα ενός κοντινού παρελθόντος μέσα από την φυσική παρουσία της κατασκευής τους, συνδέοντάς μας με το πρόσφατο παρελθόν των οικογενειών και των τοπικών κοινωνιών.
Είναι τα μνημεία στοιχεία και σύμβολα μιας κορύφωσης των κοσμικών εθίμων των ανθρώπων, των εθίμων που κινούνται παράλληλα με τα χριστιανικά έθιμα και συνθέτουν το πρόσωπο της μνήμης, της ανάμνησης και του συναισθήματος. Παράλληλα όμως προσφέρουν και κάτι άλλο τα μνημεία.
Προσφέρουν και μια βαθιά ανακούφιση, μια βαθιά ηθική αναπνοή, μια ηθική ανάσα, γιατί επιβεβαιώνουν πως οι ρίζες μας υπάρχουν.
Τα μνημεία είναι μάρτυρες και ίχνη μνήμης καταστροφών. Μνημονεύουν καταστροφές εθνικές, κοινωνικές και συλλογικές, αλλά και προσωπικές, και οικογενειακές. Είναι μάρτυρες ενός φαινομένου που ευτυχώς δεν υπάρχει πια, του φαινομένου του πολέμου. Ενός φαινομένου που δεν υπάρχει τόσο κοντά μας στην καθημερινότητα μας, όσο υπήρχε παλαιότερα.
Ας αναλογιστούμε έστω για λίγο πως μπορούμε να αναζητήσουμε μνήμες ή εμπειρίες από το φαινόμενο του πολέμου από μεγαλύτερους ανθρώπους. Αν τους ρωτούσαμε τι σήμαινε ο πόλεμος και ποιο ήταν το πρόσωπό του στην Κρήτη και ιδιαίτερα σε ορεινές κοινότητες πριν από εκατό χρόνια. Τι σήμαιναν τα όπλα, τι σήμαινε ο πολιτισμός των όπλων και κυρίως ποιο ήταν το κοινωνικό κύρος του οπλοφόρου.
Ποιο ήταν δηλαδή το κοινωνικό κύρος του πολεμιστή.
Ήταν ένα κύρος ιδιαίτερα υψηλό και σημαντικό με ποιοτικά και ηθικά στοιχεία ισχυρότερα από το κύρος της οικονομικής ισχύος.
Ήταν το κύρος του πολεμιστή υψηλό γιατί ερχόταν από παλαιές παραδόσεις που ανανεώνονταν διαρκώς. Ερχόταν από τα χρόνια της νεότερης ιστορίας, ερχόταν από τον δέκατο έκτο, δέκατο έβδομο, δέκατο όγδοο και δέκατο ένατο αιώνα, από μια μεγάλη σειρά επαναστάσεων των Κρητών εναντίον των κατακτητών, κατά την ενετοκρατία και κυρίως εναντίων των Τούρκων μετά την οθωμανική κατάκτηση.
Ιδιαίτερα οι ορεινές περιοχές και οι ορεινές κοινότητες που ήταν χώρος κατοίκησης των Κρητικών χριστιανών, ήταν ο τόπος που ξεκινούσαν τις επαναστάσεις. Ξεκινούσαν από την ανυπακοή και ξεκινούσαν από την αντίσταση. Άρα η έννοια του επαναστάτη – οπλοφόρου πέρα από τον κίνδυνο του θανάτου, είχε ένα βαθύτατο και μεγάλο κοινωνικό και ηθικό κύρος και μια σαφή καταξίωση σε αυτές τις ευρείες κοινότητες.
Παράλληλα όμως πολύ συχνά, αυτό το κύρος είχε και τραγική κατάληξη, δηλαδή τον θάνατο. Ήταν ένα υψηλό κύρος για το οποίο υπήρχε συχνά βαρύτατο κόστος.
Ας σκεφτούμε πάλι, αυτοί οι άνθρωποι, κατά τα νεώτερα χρόνια, τι άφηναν πίσω τους όταν πήγαιναν να πολεμήσουν, πως ξεκινούσαν να πολεμήσουν και ποια ήταν η ψυχική ζωή η οποία τους κυβερνούσε έως τότε.
Ποια ήταν η ηθική διαδρομή από τα μητάτα σε ένα στρατό που πολεμούσε, μια διαδρομή η οποία για πολλούς νεαρούς κρητικούς, στα πρώτα χρόνια του ελληνικού κράτους, ήταν εθελοντική.
Άφηναν πίσω τους, αυτοί οι έφηβοι, μια μεγάλη σειρά ηθικών αξιών, μια βαθύτατη σειρά ηθικών κωδίκων. Κωδίκων που τους είχαν ενστερνιστεί, τους οποίους εφάρμοζαν μέσω μιας καθημερινής αγωγής που είχα λάβει κυρίως από τις μανάδες τους. Ήταν η συναισθηματική εκπαίδευση που είχαν λάβει με τρόπο παράλληλο με την βαθιά τους εξοικείωση με την μοναξιά και με τον κόσμο των βουνών.
Σκεφτείτε την μοναξιά των βουνών, τη μοναξιά και την αυτάρκεια ενός νεαρού βοσκού και πως αυτή η αίσθηση θα συνδεόταν με τρόπο φυσικό με την μοναξιά ενός στρατιώτη την ώρα της σκοπιάς σε ένα τόπο της Μακεδονίας των Βαλκανικών πολέμων, σε ένα υψίπεδο της Μικράς Ασίας της μεγάλης εκστρατείας ή σε ένα βράχο των Αλβανικών βουνών τον χειμώνα του 1941.
Οι ηθικές αποσκευές αυτών των ανθρώπων ήταν κυρίαρχες στην σκέψη τους και στις συναισθηματικές τους λειτουργίες τις στιγμές εκείνες. Η εξοικείωση με τους αυστηρούς ηθικούς κανόνες του τόπους τους, έκαναν τον πόλεμο σε πολλούς από αυτούς, περισσότερο οικείο από ότι φάνταζε σε κάποιους άλλους. Η ηθική που κουβαλούσαν στην ψυχή τους ήταν μια φυσική παράδοση που συνόδευε ιδιαίτερα αυτούς τους νεαρούς Κρήτες πολεμιστές των ορεινών χωριών.
Αν όλα τα παραπάνω ήταν μια μαθηματική πράξη μπορούμε να σκεφτούμε το αποτέλεσμα, το οποίο τις περισσότερες φορές ήταν μια πεποίθηση ότι ο πόλεμος ήταν και ένα προσωπικό ζήτημα. Ότι πολλοί από αυτούς πολεμούσαν μόνοι απέναντι στην έννοια του πολέμου, με ζωντανή την προοπτική της ηθικής διάκρισης και την καταξίωσης. Κι ο θάνατος βεβαίως ήταν δίπλα. Κι ο θάνατος έχει χρώμα, ο θάνατος έχει χρώμα το μαύρο. Το μαύρο που πολλές φορές δεν έχει ήχο όπως και ένα μνημείο δεν έχει ήχο. Κι ο ήχος του μνημείου είναι οι σκέψεις που μας δένουνε με αυτούς που τιμούμε.
Τέλος, μια μικρή ιστορία για τους Κρήτες πολεμιστές από τα τεκμήρια που απόκεινται στα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη.
Από το 1922 έως την τελευταία τετραετία του Ελευθέριου Βενιζέλου (1928 -1932), η Ελληνίδα πολεμική ανταποκρίτρια, Έλδα Λαμπίση, έβαλε στόχο να τιμηθεί η μνήμη των σκοτωμένων εθελοντών πολεμιστών των πολέμων και των εκστρατειών της περιόδου 1912-1922. Σταδιακά ήρθε σε επαφή με οικογένειες στα σπίτια των νεκρών και μετά από μεγάλη προσπάθεια, έφτασε στην συγκέντρωση τριακόσιων περίπου φωτογραφιών. Είναι δελτάρια στα οποία η μία πλευρά έχει την φωτογραφία του πολεμιστή και η άλλη πλευρά τα προσωπικά στοιχεία, τις μάχες που έλαβε μέρος, τον τόπο και την μάχη που σκοτώθηκε και τον τόπο καταγωγής του. Στην συντριπτική πλειοψηφία προέρχονται από την Κρήτη. Πρόκειται για εικόνες νεαρών παιδιών φωτογραφημένων σε φωτογραφεία των πρωτευουσών των νομών τους, πριν φορέσουν την στρατιωτική στολή, όταν ακόμη φοράνε βράκες και στιβάνια. Πολλά είχαν δηλώσει ψεύτικη ηλικία για να τους επιτραπεί η κατάταξη. Ήταν η τελευταία τους φωτογραφία πριν γίνουν στρατιώτες, ένα πολύτιμο δώρο στα αγαπημένα τους πρόσωπα. Ήταν τα πρόσωπα αυτά, των οικογενειών τους, που συμπλήρωσαν τα στοιχεία στην πίσω πλευρά της φωτογραφίας σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να τιμηθεί και να μην σβήσει η μνήμη του αγαπημένου τους νεκρού. Στην ίδια λογική το μνημείο στις Κουρούτες τιμά τους πεσόντες και δίνει φωνή στην μνήμη και στην έννοια θάρρους.
* Ο Τάσος Σακελλαρόπουλος είναι υπεύθυνος Ιστορικών Αρχείων Μουσείου Μπενάκη. Ήταν κεντρικός ομιλητής στα αποκαλυπτήρια του Ηρώων στις Κουρούτες Αμαρίου στις 16/8/2017