Στο φύλλο της 7ης Απρίλιου των «Ρ.Ν.» δημοσιεύτηκε «ανοιχτή επιστολή» της διευθύντριας του Γυμνασίου Γαράζου Μυλοποτάμου προς την κυρία υπουργό Παιδείας.
Με αφορμή την επιστολή θα επιχειρήσω να σχολιάζω και να αναδείξω μια σειρά ζητημάτων του εκπαιδευτικού μας συστήματος, στα οποία άμεσα ή έμμεσα γίνεται νύξη και στην επιστολή, και να τα συνδυάσω με την παρούσα πανδημία.
Ξεκινώντας με το πρόβλημα των γεωγραφικών ανισοτήτων, ας υπογραμμιστεί ότι αυτό δεν είναι καινούργιο και ούτε περιορίζεται στην Ελλάδα. Όμως, στην εποχή του διαδικτύου και των ψηφιακών τεχνολογιών αναδεικνύεται παραστατικότερα και με διττό τρόπο: ως γεωγραφική και ως κοινωνική ανισότητα. Ο φτωχός έχει λιγότερες ευκαιρίες πρόσβασης και χρήσης των ψηφιακών τεχνολογιών. Και όποιος είναι φτωχός και ζει στην επαρχία βρίσκεται σε ακόμα μειονεκτικότερη θέση.
Αυτό το φαινόμενο δεν είναι καινούργιο. Καινούργιο, όμως, είναι ότι οι γεωγραφικές ανισότητες μπορούν να καταπολεμηθούν και σ’ έναν βαθμό να αρθούν μέσω της χρήσης των ψηφιακών τεχνολογιών. Αυτή είναι μια ευκαιρία η οποία δεν αξιοποιήθηκε μέχρι σήμερα από το ελληνικό κράτος. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από την περίπτωση του Γαράζου που μάλλον είναι αντιπροσωπευτική για την ύπαιθρο σε όλη την ελληνική επικράτεια.
Γενικά, οι ψηφιακές τεχνολογίες ανοίγουν νέες ευκαιρίες και προοπτικές στις μορφές διδασκαλίας-μάθησης και στην επικοινωνία δασκάλων-μαθητών και οικογένειας-σχολείου. Ευκαιρίες που μέχρι σήμερα μένουν αναξιοποίητες στο εκπαιδευτικό μας σύστημα, και ας κάνει λόγο η υπουργός Παιδείας για δήθεν εξ αποστάσεως εκπαίδευση. Η εξ αποστάσεως εκπαίδευση επαφίεται στη φιλοτιμία και στις ψηφιακές δεξιότητες του κάθε εκπαιδευτικού και μόνο. Η ίδια η πολιτεία βρέθηκε εκπαιδευτικά εντελώς απροετοίμαστη.
Εκτός από το ζήτημα της γεωγραφικής και κοινωνικής ανισότητας στην εποχή του ψηφιακού κόσμου, στην επιστολή θίγονται κι άλλα ζητήματα που αφορούν περισσότερό στην εσωτερική οργάνωση και λειτουργία του σχολείου.
Αυτά είναι: το εκπαιδευτικό προσωπικό (μόνιμο ή με σύμβαση) και η έγκαιρη τοποθέτησή του, οι εκπαιδευτικοί ειδικοτήτων, η έγκαιρη κατάρτιση και υλοποίηση του ωρολογίου προγράμματος, το εύρος και περιεχόμενο συγκεκριμένων μαθημάτων όπως είναι η πληροφορική και η ξένη γλώσσα και τα σχετικά ελλείμματα που παρατηρούνται στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα και που δυστυχώς καλύπτονται -όπως έμμεσα παραδέχεται και η διευθύντρια- από τα ιδιωτικά φροντιστήρια. Έμμεση νύξη γίνεται και στη σχέση ή αλλιώς στην ταύτιση ή μη ταύτιση του κάθε εκπαιδευτικού με το σχολείο του.
Καθένα από τα παραπάνω ζητήματα θέλει τη δική του μελέτη και τις συνακόλουθες δικές του απαντήσεις. Ποιες είναι, για παράδειγμα, οι παιδαγωγικές και οι οργανωτικές-διδακτικές συνέπιες της εισαγωγής ειδικοτήτων στο δημοτικό σχολείο;
Καθένα από τα ζητήματα αυτά -καθώς και άλλα που δεν θίγονται στην επιστολή- πρέπει, επίσης, να αποτελέσουν αντικείμενο ενδο- και διασχολικού διαλόγου και κάποια από αυτά και αντικείμενο επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών.
-Όσο τα ζητήματα αυτά δεν επιλύονται ή τουλάχιστον δεν αποσαφηνίζονται τόσο και θα πληθαίνουν οι κραυγές αγωνίας των εκπαιδευτικών -διάβαζε των διευθυντών- που έχουν επωμισθεί την ευθύνη λειτουργίας των σχολείων της χώρας.
Ως παιδαγωγός κατανοώ πλήρως την κραυγή αγωνίας της διευθυντρίας του Γυμνασίου Γαράζου, η οποία θεωρώ ότι αντιπροσωπεύει όλους τους διευθυντές που ανησυχούν για τη λειτουργία των σχολείων τους. Και είμαι μαζί τους σε ό,τι αφορά τα αιτήματά τους για την επίλυση των προβλημάτων που είναι πέρα από τις δικές τους δυνατότητες.
Συγχρόνως, όμως, δεν μπορώ να μη διατυπώσω και κάποια ερωτήματα που αφορούν στη σχέση του κάθε εκπαιδευτικού με το σχολείο του και εν γένει με το έργο του· ή αλλιώς ερωτήματα που αφορούν στα πυρηνικά στοιχεία του εκπαιδευτικού και παιδαγωγικού έργου των εκπαιδευτικών.
Γράφει η διευθύντρια: «Στο σύνολό τους αλλάζουν οι διδάσκοντες κάθε χρόνο, πλην του Διευθυντή…». Και γνωρίζουμε ότι αυτό συμβαίνει όχι μόνο επειδή πολλοί εκπαιδευτικοί είναι αναπληρωτές και άρα αλλάζουν κάθε χρόνο, αλλά και λόγω της κινητικότητας των εκπαιδευτικών. Κινητικότητα από το μακρινό χωρίο στην κωμόπολη, από την επαρχία στο αστικό κέντρο, αλλά και από σχολείο σε σχολείο εντός του αστικού κέντρου. Αυτή η κινητικότητα λειτουργεί ανασταλτικά στη δημιουργία ενός δημιουργικού παιδαγωγικού κλίματος και μιας θετικής σχολικής παράδοσης, στην κάθε σχολική μονάδα. Η σχολική παράδοση κάθε σχολείου παραπέμπει στην ταυτότητά του, δηλαδή σε αυτά τα στοιχεία που το χαρακτηρίζουν και το ξεχωρίζουν από τα άλλα σχολεία. Και η ταυτότητα του κάθε σχολείου δεν προκύπτει από μόνη της, αλλά δομείται και διαμορφώνεται από τα πρόσωπα που δρουν σε αυτό, με πρωτεργάτες τους δάσκαλους. Αυτοί πρωτίστως καλούνται να διαμορφώσουν την ταυτότητα του σχολείου· και για να το πετύχουν πρέπει να διαθέτουν οι ίδιοι μια σαφή και στέρεη «επαγγελματική» ταυτότητα.
Αυτόν τον καιρό της πανδημίας και της συνακόλουθης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης δοκιμάζονται συνειδήσεις και ταυτότητες σε πολλούς εργασιακούς τομείς. Εμφανής είναι η δοκιμασία αυτή ιδιαίτερα στην περίπτωση του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού. Αυτών η ταυτότητα δοκιμάστηκε και δοκιμάζεται και όλα δείχνουν πως αντέχει. Οι άνθρωποι αυτοί μας δείχνουν, κάθε μέρα, ότι είναι καλοί επαγγελματίες, με την έννοια ότι διαθέτουν τα απαιτούμενα επαγγελματικά εφόδια για να φροντίσουν/θεραπεύσουν τους ασθενείς τους. Συγχρόνως, όμως, μας δείχνουν -και αυτό είναι σημαντικότερο- ότι το έργο τους δεν το αντιλαμβάνονται απλώς ως επάγγελμά, αλλά ως αποστολή, ως λειτούργημα. Και από αυτήν την αντίληψη αντλούν δύναμη για αυτοθυσία.
Η κραυγή αγωνίας της εκπαιδευτικού, αλλά και άλλα στοιχεία, δείχνουν ότι αυτόν τον καιρό και οι εκπαιδευτικοί, στη συντριπτική πλειοψηφία τους, περνούν μια δοκιμασία. Αυτό που πρωτίστως δοκιμάζεται αυτήν την περίοδο είναι η παιδαγωγική σχέση με τους μαθητές, αλλά και με τους γονείς. Όσοι είχαν μια καλή παιδαγωγική σχέση μαζί τους έχουν και τις περισσότερες πιθανότητες να διατηρήσουν μια επαφή με αυτούς, τώρα που τα σχολεία παραμένουν κλειστά. Τους υπολοίπους μάλλον τους περιμένουν απογοητεύσεις.
Αυτήν την κρίσιμη περίοδο και οι εκπαιδευτικοί μπαίνουν σε μια φάση περισυλλογής και αναστοχασμού κατά την οποία αναπόφευκτα τίθεται και το θεμελιώδες ερώτημα: απλός επαγγελματίας ή και λειτουργός; Ένα ερώτημα που σε πρώτη ανάγνωση φαίνεται ηθικό -κάποιοι ίσως να το χαρακτήριζαν ηθικοπλαστικό-, αλλά που κατά βάθος είναι πραγματολογικό. Γιατί για να διδάξεις σε ένα σχολείο πρέπει να είσαι επαγγελματίας εκπαιδευτικός, δηλαδή να διαθέτεις τα απαιτούμενα επαγγελματικά εφόδια. Όμως, για να παραμείνεις σε ένα απομονωμένο σχολείο στην επαρχία (όπως για παράδειγμα στην Κράνα ή στο Γαράζο) ή σε ένα σχολείο μιας υποβαθμισμένης περιοχής σε ένα αστικό κέντρο και να αγωνιστείς για την παιδεία και την εκπαίδευση των παιδιών, χρειάζεται «στράτευση». Πρέπει να κατανοείς το έργο σου όχι απλά ως επάγγελμα, αλλά και ως αποστολή, ως λειτούργημα.
Στον τομέα της υγείας το ερώτημα «επάγγελμα ή και λειτούργημα;» απαντήθηκε με περισσή σαφήνεια. Μένει να δούμε αν θα απαντηθεί με την ίδια σαφήνεια και στον επίσης σημαντικό τομέα της παιδείας.
Προσωπικά, την κραυγή αγωνίας της εκπαιδευτικού την ερμηνεύω και ως έκκληση στον δάσκαλο-λειτουργό.