Κι όπως ξεφύλλιζα το αρχείο μου, έπεσε το βλέμμα σε μια συλλογή του Μανόλη Σιγανού, κορυφαίου του λόγου αλλά και ξεχωριστού ζωγράφου και αγιογράφου.
Με τράβηξε ο τίτλος «Κρητικός Επιτάφιος». Ένα σύνθετο λυρικό ελεγείο για έναν ήρωα της Κρητικής Αντίστασης (Αθήνα 1983).
Τι να ήταν αυτό και ποιον άραγε αφορούσε;
Οι πρώτοι στίχοι με καθήλωσαν:
Ήταν μια φορά κι έναν καιρό
Ένα παλικάρι, ένας λεβέντης
που τον έλεγαν Δημόκριτο
κι ένα πρωινό τ’ Απρίλη
τον αντάμωσε ο Χάρος
Στην απάνω βίγλα και τον λάβωσε
και στον Κάτω κόσμο τον πήρε
και τον έκανε αδερφό του
ένας λεβέντης του καιρού μου
Παραμύθι αληθινό!
Μία ελεγεία συγκλονιστική
Μάλιστα ήταν μια εξαιρετική ελεγεία για τον λεβέντη Δημόκριτο Μ. Βοσκάκη από τη Νίθαυρη Αμαρίου.
Όπως ανέφερε και ο ποιητής έκανε με το ποίημα αυτό, που αποτελεί έναν ύμνο με δεκάδες στίχους, ένα μνημόσυνο ιερό, ταπεινό και αιώνιο στη μνήμη το νεκρού συμπολεμιστή -και στη μνήμη όλων των μαρτύρων της Κρήτης, εκείνης της εποχής.
Έγραφε ο Σιγανός, επεξηγηματικά μεταξύ άλλων:
«Κι ήρθανε μέρες μαύρες που θαρρείς η γης της Κρήτης έγινε μια κόλαση φωτιάς και μαρτυρίου. Ήταν τότε που οι ορδές των Ούννων πάτησαν τα χώματά της. Όμως τα παλικάρια της -σαν έπαψε η θύελλα της μάχης -πήρανε το ανηφόρι. Κι από τις Σφακιανές Μαδάρες, το Γέρο Ψηλορείτη ως τα Λασιθιώτικα βουνά, τους κάμπους και τα ακρογιάλια, άρχισαν το χορό για τη χαμένη με τόσο αίμα λευτεριά τους. Και δεν έμεινε γέρος και δεν έμεινε κοπέλι και δεν έμεινε κοπέλιά που να μην χορέψει αυτόν τον τρισάγιο χορό -τέσσερα ολάκερα χρόνια -που ήταν χορός θανάτους.
Κι όταν κάποτε ξαναγύρισε η λευτεριά η Ιστορία μέτρησε χιλιάδες νεκρούς. Ναι ήταν χιλιάδες οι νεκροί εκτελεσθέντες στο Γολγοθά του μαρτυρίου της Κατοχής 1941-1944.
Για έναν από αυτούς είναι ο «Κρητικός Επιτάφιος» για τον Δημόκριτο Μ. Βοσκάκη από τη Νίθαυρη Αμαρίου».
Ένα μνημειώδες έργο
Αυτό το μνημειώδες έργο, ισάξιο του άλλου γνωστού επιταφίου του Ρίτσου, ο Μανόλης Π Σιγανός, ο Βυζαριανός, όπως υπογράφει, το έγραψε την άνοιξη του 1945. Αν και χάθηκαν πολλά χορικά, το διάστημα 1943-1945 στις διάφορες μετακινήσεις του, όπως αναφέρει σε υποσημείωση, ωστόσο δεν αλλάζει τίποτα από το νόημα του ελεγείου.
Μα ποιος ήταν ο Δημόκριτος Βοσκάκης;
Ένας ήρωας με φτερωτά πόδια
Αναζητώντας την άκρη βρέθηκα σε μια θαυμάσια εργασία του κ. Ζαχαρία Τσουπάκη στην εφημερίδα Ρέθεμνος (Μάιο του 2013) που ανάμεσα στα άλλα ανέφερε για τους Βοσκάκηδες:
«Στο μικρό οικισμό Σάτα της επαρχίας Αμαρίου, στα σύνορα με το Νομό Ηρακλείου, διατηρούσαν περιουσίες οι Βοσκάκηδες και οι Παραδεισανοί από το Βυζάρι. Εκεί πάντα έβρισκαν ασφάλεια οι Βρετανοί απεσταλμένοι του συμμαχικού στρατηγείου Μέσης Ανατολής.
Εκεί από αρχής κατοχής του 1941 παρουσιάστηκαν Άγγλοι κατάσκοποι, ο Τομ και ο Νίκος Σουρής και άλλοι που οργάνωσαν την Αγγλική κατασκοπία στο Νομό Ηρακλείου, τη Μεσσαρά και την επαρχία Αμαρίου. Συνεργάστηκαν αμέσως με τους Γιώργη Μ. Βοσκάκη, Δημόκριτο Μ. Βοσκάκη, Ηλία Βοσκάκη και τους Παραδεισανούς από το Βυζάρι, που και αυτοί διατηρούσαν περιουσίες στη Σάτα. Ο Κριτός (Δημόκριτος)ήταν πολύ έμπιστος στην κατασκοπία που τον είχαν αγγελιοφόρο από τα Χανιά μέχρι τη Σητεία».
Όπως αναφέρει ο κ. Τσουπάκης ο Δημόκριτος που έπαιζε και ωραία λύρα μέχρι τον πόλεμο ήταν ένα γενναίο και άφοβο παλληκάρι, που έτρεχε σαν αστραπή. Για το λόγο αυτό και του ανέθεταν επείγουσες αποστολές επικίνδυνες πάντα. Κι εκείνος ακούραστος δεν σκέφτηκε ούτε μια φορά ν’ αρνηθεί.
Αετό τον έλεγαν
Τον έλεγαν αετό και ο κ. Τσουπάκης μας εξηγεί πως και γιατί τον ονόμασαν έτσι:
«Ήτανε μαζεμένοι στο μιτάτο του Λαντζουραλέξη Άγγλοι αντάρτες. Μια στιγμή φτάνει ο Δημόκριτος, τους βλέπει ανάστατους και του λέει: «Τι συμβαίνει βρε παιδιά;» Κριτέ αυτό το σήμα πρέπει να πάει στα Ανώγεια σε τρεις ώρες. Τότε αρπά το γράμμα και εξαφανίστηκε σαν αετός. Επήγε στα Ανώγεια σε δυόμιση ώρες! Τότε οι άγγλοι τον ονόμασα ΑΕΤΟ.
Και να σκεφτεί κάποιος ότι από το μιτάτο του Λαντζουραλέξη να πάει στα Ανώγεια ένας νέος σαλευτής, θα κάμει το λιγότερο εννιά ώρες!
Τρέχει ξοπίσω του
Ο θάνατος
Με το γοργό φαρί
Να τον προλάβει
Μα η απετάλωτη φοράδα του
Έγινε Πήγασος
Άιντε απετάλωτη
Μικρή φοράδα μου
Πριν ξημερώσει να βρούμε την κρυφή πηγή
Που έχει
Τ’ αθάνατο νερό
Κι όπου βαστάξει
Έτσι κι αλλιώς
Θα μας κληρονομήσει ο θάνατος
Δυστυχώς προδόθηκε
Ο Κριτός, γράφει ο κ. Τσουπάκης, έφερε τον μεγάλο αξιωματικό της Αγγλικής κατασκοπίας, τον Νίκο Μόντη, με το μουλάρι του Πετρακογιώργη, φορτωμένο με τον πρώτο ασύρματο που ήρθε στην επαρχία.
Τον έφερε στις 12:00 στις 20 Ιουλίου. Δυστυχώς προδόθηκε από κάποιον που ήταν χωροφύλακας στο Ηράκλειο. Τον πιάσανε τον πήγανε στις φυλακές της Αγιάς. Στρούσια που δε λέγονται. Αυτά διηγούνταν αυτοί που ήσαν μαζί στη φυλακή. Ο Δημόκριτος έπαιρνε σιγά σιγά θέση στο πάνθεον των ηρώων μαρτύρων:
Δεν έχει μάτια η νύχτα
για να δει το φονικό
δεν έχει φως η μέρα
να τον κλάψει
δεν έχουν τα πουλιά φτερά
να φέρουν το μαντάτο.
Ένα συγκλονιστικό γράμμα στη μάνα
Από αυτά που θυμίζουν τον μεγάλο πατριώτη Δημόκριτο Βοσκάκη, που ύμνησε ο Σιγανός, ήταν και τα γράμματά του. Συγκλονιστικό αυτό που έστειλε στη μάνα του ο πατριώτης αυτός πριν από το τέλος. Μοιάζει να αντιπροσωπεύει όλους τους πατριώτες που έζησαν τη φρίκη της Αγιάς πριν από την εκτέλεση:
«Μάνα μου βρίσκεσαι μακριά και πώς να σου μιλήσω
να ‘φτάνε το χεράκι μου να σ αποχαιρετήσω.
Να έπαιρνα με την ευχή κι ένα φιλί στο στόμα
να το βαστώ συμβόλαιο στο μαυρισμένο χώμα.
Μην κλαις γλυκιά μανούλα μου πως βρίσκομαι μακριά σου
για δε θα ξανασμίξομε μόνο στα όνειρα σου.
Μια χάρη μάνα σου ζητώ κι αν θέλεις την εκάμε,
το γάλα που μου τάισες χαλάλι μου το κάμε.
Άλλοι ζητούν απ τους γονείς αμπέλια και περβόλια
κι εγώ ζητάω μίαν ευχή απ τους γονείς μου τώρα.
Όλοι που με γνωρίζετε, φίλοι που μ αγαπάτε
πως θα με τουφεκίσουνε δε θέλω να λυπάστε.
Μόνο γλεντάτε το ντουνιά τη σφαίρα την αθλία
και πλούτη μη γυρεύετε σ’ αυτή τη κοινωνία.
Μέσα έχω πόνο και πονώ μα κάτι με γιατρεύει,
πως τα’ όνομά μου αθάνατο σ’ αυτό τον κόσμο μένει.
Έχω το μέτωπο ψηλά, το χάρο δε φοβούμαι,
έκαμα το καθήκον μου και δε στεναχωρούμαι.
Έτσι επάξια χαρακτηρίστηκε ψυχή του αντιστασιακού αγώνα ο Δημόκριτος Βοσκάκης ή Κριτός, που λίγο πριν εκτελεστεί στις φυλακές της Αγιάς, έγραψε: «όταν θα μάθετε τον τραγικό θάνατό μου, θέλω να γλεντάτε κι όχι να στενοχωριέστε…».
Πάει τέλειωσε το μακελειό
Αυτό ήταν όλο
Πάει και αυτός
Μια και είπε το στερνό το λόγο
Μονάχος του τον δρόμο διάλεξε
Μονάχος του τον δρόμο πήρε.
Έτσι έμεινε στην ιστορία ο φτεροπόδαρος Κρητός.
Και έτσι καταλαβαίνουμε διαβάζοντας το συναξάρι του ήρωα, πως εμπνεύστηκε αυτό το έμμετρο αριστούργημα ο Μανόλης Σιγανός και με την περίφημη πένα του αποχαιρέτισε τον Δημόκριτο Βοσκάκη, στον συγκλονιστικό ΕΠΙΤΑΦΙΟ που του αφιέρωσε:
Χαίρε και εσύ Δημόκριτε!
Για μας δεν πέθανες παντοτινά
Άκου
Εμείς σε τραγουδούμε ακόμα
Κι ένα μεγάλο Σάββατο
Θα ηχήσουν σήμαντρα
Από καμπάνες πέτρινες
Κι οι Μυροφόρες
Θα ξανάρθουν
Με τα μύρα της αυγής
Κι από τον Γέρο Ψηλορείτη
Θα κατέβει
Με τα φτερά της αστραπής
Λευκά ντυμένος
Σαν νιφάδα του χιονιού
Της λευτεριάς ο αρχάγγελος
Να σ’ αναστήσει.
Τι μπορεί αλήθεια να βρει κάποιος ανασκαλεύοντας τα βιβλία του. Κρυμμένο θησαυρό όπως αυτός ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ, για ένα λεβέντη από τη Νίθαυρη, που έγραψε ο ξεχασμένος επίσης αλλά αξιόλογος Αμαριώτης ποιητής Μανόλης Σιγανός. Πόσα ακόμα είναι κρυμμένα στη λήθη και ποιος ξέρει αν θα μπορέσουμε ποτέ να ανασύρουμε. Η μοίρα δυστυχώς των σεμνών ανθρώπων, που δεν προσκύνησαν για να διακριθούν, τα έχει αυτά. Και ο Μανόλης Σιγανός σ’ αυτή την ασυμβίβαστη γενιά ανήκε.