Κρύα Βρύση1944: Το Ολοκαύτωμα και η Προσφυγιά
Tης ΚΑΛΛΙΟΠΗΣ ΚΩΤΣΑΚΗ*
Κι είχαμε ακόμα πολλή πίκρα πολλή μνήμη
Πολλή νόηση
Μ. Αναγνωστάκης
Στο ημερολόγιο του Πολιτιστικού Συλλόγου της Κρύας Βρύσης για το 2015, με τίτλο: Κρύα Βρύση 1944, το Ολοκαύτωμα και η Προσφυγιά, καταγράφονται τριάντα τέσσερις μαρτυρίες κατοίκων του μαρτυρικού χωριού, που βίωσαν το δραματικό, ιστορικό γεγονός του Ολοκαυτώματος της 22ας Αυγούστου 1944.
Η περίοδος της Κατοχής αποτελεί ζωντανό και συναισθηματικά φορτισμένο κομμάτι της συλλογικής μνήμης και η 22α Αυγούστου 1944, η ημέρα της ολοκληρωτικής καταστροφής της Κρύας Βρύσης Αγίου Βασιλείου και των Αμαριώτικων χωριών από τα γερμανικά στρατεύματα, είναι μία ημερομηνία ορόσημο. Κάθε γραπτή μαρτυρία, που συμβάλλει στη διατήρηση και την επέκταση της γνώσης αναφορικά με τα γεγονότα εκείνης της περιόδου, είναι αναμφίβολα σημαντική. Καθώς με το πέρασμα του χρόνου αρχίζουν να εκλείπουν οι γενιές των ανθρώπων που βίωσαν τα ιστορικά γεγονότα, η καταγραφή των μαρτυριών τους γίνεται επιτακτική ανάγκη.
Θεωρώντας ως δεδομένο πως η Ιστορία είναι η ίδια η ζωή, τα πρόσωπα που καταθέτουν τις μαρτυρίες τους είναι αυτά που έπραξαν Ιστορία, τη δική τους και του τόπου τους. Άνδρες και γυναίκες, με την ψυχή σημαδεμένη από τον πόλεμο, φανέρωσαν αυτά που είχαν φυλαγμένα μέσα τους. Οι μαρτυρίες του ημερολογίου είναι ιστορικές. Πρόκειται για αναμνήσεις που ζωντανεύουν το Ολοκαύτωμα και τις συνέπειές του και ανάγονται σε μια φρικτή εποχή της νεότερης ιστορίας. Η συγκέντρωση και η καταγραφή τους, όπως συνάγεται από τον πρόλογο και τον επίλογο του ημερολογίου, στηρίχτηκαν α) στη σκέψη πως οι διηγήσεις των ανθρώπων, που αναφέρονται στο συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός αλλά και γενικότερα στα γεγονότα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και της Κατοχής, οφείλουν να διατηρηθούν στη μνήμη των μετέπειτα γενεών και β) στην αδήριτη πραγματικότητα πως οι πολύτιμοι πληροφορητές αύριο δεν θα υπάρχουν, καθώς όλοι οι μάρτυρες – αφηγητές είναι πια υπερήλικες. Οι τριάντα τέσσερις μαρτυρίες, η καθεμιά ως απόσπασμα λαϊκής αυτοβιογραφίας, ξετυλίγουν το ιστορικό γεγονός, φανερώνουν την οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική κατάσταση των αφηγητών και σκιαγραφώντας την κουλτούρα των πέτρινων χρόνων της Κατοχής αναδεικνύουν τις συνισταμένες της: α) τη στέρηση και τη φτώχεια: «Στο χωριό περνούσαμε δύσκολα. Δεν είχαμε σχεδόν τίποτα. Τα μικρά ζώα, όρθες, κουνέλια, πρόβατα είχανε χαθεί. Είχανε πάρει οι Γερμανοί, μας είχανε κλέψει και ντόπιοι. Είχανε χαθεί και τα σκεύη και τα εργαλεία του σπιτιού. Εστρώναμε κουκιές και σπάρτους και εκοιμόμασταν. Στο σπίτι μας ερχότανε κι άλλοι από το χωριό, που είχανε γυρίσει και βρήκανε χαλασμένα τα σπίτια τους κι εμένανε μαζί μας. …Μαζωνόμαστε πολλοί και γεμώσαμε ψείρες. Σκυλίσια ζωή». (Α. Τσουρδαλάκη, 87 ετών), «Αρκετές μέρες μετά εγώ με τους γονείς μας ανεβήκαμε στο χωριό μας. Η εικόνα ήταν απογοητευτική. Από το σπίτι μας είχαν απομείνει μόνο οι μαυρισμένοι τοίχοι και σε μια γωνιά ένα σακί με σιτάρι που δεν είχε καεί εντελώς και τις επόμενες μέρες ξεδιαλέξαμε κάμποσο, το αλέσαμε -μάλλον στα Ακούμια- και κάναμε ψωμί που στην κυριολεξία ήταν ΜΑΥΡΟ. …Δεν είχαμε ΤΙΠΟΤΑ. Όταν διψούσαμε πηγαίναμε στη βρύση να πιούμε νερό, κοιμόμαστε χάμω με μια πέτρα για μαξιλάρι και χωρίς σκέπασμα φυσικά αν και οι φθινοπωρινές δροσιές είχαν αρχίσει». (Γ. Βαβουράκη, 88 ετών), β) την περηφάνια και την αξιοπρέπεια: «Σιγά σιγά τα φτιάξαμε όλα μόνο οι άνθρωποι λείπουν. Αισθανόμαστε αδικημένοι αλλά περήφανοι γιατί κατορθώσαμε μετά από τόσα βάσανα να επιβιώσουμε». (Κ. Βαβουράκη, 91 ετών και Ευρ. Μαυροτσουπάκη, 88 ετών), γ) την αλληλεγγύη και τη συμπαράσταση, την ανθρωπιά: «Πάντως μου έκανε εντύπωση τότε η αλληλοβοήθεια ανάμεσα στους ανθρώπους και το πώς προσπαθούσε ο ένας να στηρίξει τον άλλο». ( Γ. Φωτάκης, 75 ετών), «Το καλό ήταν πως υπήρχε αλληλοβοήθεια… Τότε όλοι οι χωριανοί πήγαιναν να βοηθήσουν κι έτσι επισκευάστηκαν τα σπίτια του χωριού μας. Με τη βοήθεια όλων χτίστηκε κι η εκκλησία του Αγίου Νικολάου που υπάρχει και σήμερα». (Γλ. Βαβουράκη, 88 ετών), «Ήταν άξιο θαυμασμού πως οι χωριανοί βοηθούσαν ο ένας τον άλλον. Τις σκεπές τις έριχναν πολλοί μαζί. Σε ό,τι χρειαζόταν ο ένας βοηθούσαν όλοι. Στους φούρνους που δεν είχαν καεί έψηναν όλοι οι γείτονες κι οι συγγενείς. Στον δικό μας φούρνο -θυμάμαι- σπάνια περνούσε εβδομάδα να μην ζυμώσουν. Έκαναν ψωμί φρέσκο για μια βδομάδα και παξιμάδι για ένα μήνα. …Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα κλάματα και τους οδυρμούς από τις μάνες και τις χήρες κατάμαυρα ντυμένες, με τις μαύρες μαντήλες και τα ορφανά δίπλα κατηφή και κλαμένα. Δύσκολες εποχές! Όμως επιβίωσαν όλοι χωρίς αρρώστιες γιατί υπήρχαν η αλληλοβοήθεια και η συμπαράσταση. Όλες οι πόρτες ήταν ανοιχτές και μπαινόβγαινε κόσμος για να παρηγορήσει, να συμπαρασταθεί και να πει μια κουβέντα παρηγοριάς». (Αν. Κανακάκη, 74 ετών) αλλά και δ) τον φόβο: «Έχει αντάρτες το βουνό; Δεν απάντησα. Τότε μου έβαλε το πιστόλι στο στήθος. Εγώ φοβήθηκα πολύ». (Δ. Βαβουράκης, 85 ετών), ε) τον πόνο και τον θρήνο: «Ένα χωριό καταδικασμένο στην αχλή της φωτιάς και του θανάτου… Δεν πρόκειται όμως ποτέ να ξεχάσω τις χαροκαμένες γυναίκες, τις χήρες, τα ορφανά συγχωριανάκια μου. Την μάνα μου, την Παγώνα, η οποία έχασε τρία αδέρφια εκείνη την ημέρα κι έναν στο αλβανικό μέτωπο! Δεν έβγαλε ποτέ της τα μαύρα, δεν σταμάτησε ποτέ της να πενθεί!». (Αν. Κανακάκη, 74 ετών), στ) και τον αγώνα και τη θέληση για να ξαναρχίσει η ζωή: «Σιγά σιγά οργανωθήκαμε και οι γεωργικές δουλειές γίνονταν κανονικά. Είχαμε ξανά ζώα σπέρναμε, θερίζαμε, βγάζαμε το λάδι, κι αγοράζαμε ό,τι μας χρειαζόταν. Η ζωή μας άρχισε να κυλά με κανονικούς ρυθμούς, μας κυνηγούσε όμως το φάντασμα της Κατοχής και η καταστροφή που ζήσαμε». (Γλ. Βαβουράκη, 88 ετών), «Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν η υπομονή και η δύναμη της μάνας μου, που δεν είχε βοήθεια εκτός της γιαγιάς και όμως στάθηκε βράχος ακλόνητος και μας μεγάλωσε και μας πάντρεψε…». (Μ. Καμπουράκη, 74 ετών), και να αντέξουν, όσοι επέζησαν την προσφυγιά: «Ήμασταν πρόσφυγες στον τόπο μας». (Α. Κανακάκη, 74 ετών), αναδεικνύοντας έναν ιδιότυπο, ξεχωριστό ηρωισμό: «Η μάνα μου δεν έβγαλε ποτέ της τα μαύρα. δεν σταμάτησε ποτέ της να πενθεί! Και κυρίως δεν έχασε ποτέ τη σύνεση και τη λογική της! Παράδειγμα όλες τους για τα εμφανή και αφανή ολοκαυτώματα των σύγχρονων εποχών… Η Κρύα Βρύση θα ήταν διαφορετική αν δεν είχαν χαθεί τα νέα παλληκάρια! Παράδειγμα προς μίμηση όλοι αυτοί οι ήρωες, όλες αυτές οι ηρωίδες!» (Αν. Κανακάκη, 74 ετών).
Ο λόγος του Πλουτάρχου, ο καλύτερος ιστορικός από όλους είναι αυτός που δίνει την ιστορική αφήγηση σαν μια εικόνα πλασμένη με τα πρόσωπα και τα πάθη τους, επιβεβαιώνεται καθώς η αμεσότητα των εμπειριών συνεπικουρούμενη από την οπτική των απλών, κατατρεγμένων ανθρώπων ζωγραφίζει τη δραματικότητα των ιστορικών στιγμών. Ο λιτός, λαϊκός λόγος των τριάντα τεσσάρων μαρτυριών των ανδρών και των γυναικών της Κρύας Βρύσης αποδίδει το τραγικό γεγονός με βουβό πόνο, ξορκίζει τις συνέπειές του, προσφέρει στον αναγνώστη τη συμπάθεια και τη συγκίνηση με την αποκάλυψη της αλληλεγγύης ως χαρακτηριστικό των κατοίκων της Κρύας Βρύσης και των γύρω χωριών, θεωρεί τον πόλεμο υπεύθυνο για τη συμφορά και μετατρέπεται σε μια βαθιά αντιπολεμική κραυγή. Ο λόγος πλαισιώνεται από ασπρόμαυρες φωτογραφίες που αποτύπωσαν τον θάνατο και την καταστροφή αλλά και τον ηρωισμό της εποχής. Η φωτογραφία των μαυροφορεμένων γυναικών της Κρύας Βρύσης συγκλονίζει και αποκαλύπτεται στο χαροκαμένο αλλά ευθύ βλέμμα τους ο καθημερινός τους θρήνος, η αξιοπρέπεια και η θέληση τους για ζωή. «Όμως αν σπάσει το δεντρί, πάντα χλωρή είν’ η ρίζα/ και καρτερεί την άνοιξη τ’ όμορφο καλοκαίρι/ να ξαναβγάλει νιους βλαστούς, καινούρια ακροκλώνια,/να γιγαντώσει πιο πολύ απ’ όσο ήταν πρώτα»( στίχοι από το νεανικό ποίημα της Ειρ. Γ. Πετρακάκη).
Στο εικαστικό έργο του Γ. Ροδαμνάκη, που κοσμεί το εξώφυλλο του ημερολογίου, η επιβλητική γυναικεία μορφή συμπυκνώνει το αξιακό σύστημα των κατοίκων της Κρύας Βρύσης και όλου του ελληνικού λαού. Η γυναίκα, αν και αίρεται της καταστροφής και του θανάτου, σημαδεύεται, το φανερώνουν οι ρυτίδες της, βαθιές, ανεξίτηλες χαρακιές, επιβάλλεται και υποβάλλει με το περήφανο βλέμμα της και το χαμόγελο, που αχνοφαίνεται στα χείλη της, επισημαίνει την ανδρεία απόφασή της για συνέχεια της ζωής. Η χρωματική επιλογή άσπρο-μαύρο ολοκληρώνει την έκδοση καθώς συνάδει με τον λαϊκό λόγο των αφηγήσεων, υπογραμμίζει τον εναγκαλισμό ζωής θανάτου, διατρανώνει τη δύναμη της ζωής: «Θυμάμαι ακόμα με συγκίνηση τους συγχωριανούς μου, έχοντας χάσει συζύγους, παιδιά, αδέλφια, γονείς, συγγενείς κρύβοντας τον πόνο τους να καταβάλλουν υπεράνθρωπες προσπάθειες για να κάνουν ξανά τη ζωή τους ανθρώπινη». (Ειρ. Πετρακάκη, 78 ετών).
Οι τριάντα τέσσερις μαρτυρίες, λεκτικά δομημένες αφηγήσεις ζωής, α) προϋποθέτουν τη μνήμη και αξιοποιούν την ανάγκη των ανθρώπων μέσα από τη γνώση του παρελθόντος, να κατανοήσουν το παρόν, να στοχαστούν για τα προβλήματά του και να προγραμματίσουν υπεύθυνα το μέλλον τους με τρόπο που η μελέτη της τοπικής Ιστορίας να συνοψίζεται στην αγάπη για τον τόπο και κατ’ επέκταση στην αυτογνωσία, και β) απευθύνονται στον Λόγο αλλά και στο Πάθος του λόγου που εκφράζει το δράμα της ανθρώπινης ψυχής: «Επήγε, επαρουσιάστηκε και τονε σκοτώσανε» (Η. Βαβουράκης, 87 ετών), «Το μόνο που θυμάμαι είναι όταν μάθαμε ότι είχαν σκοτώσει τους ανθρώπους μας, μου έβγαλαν το φόρεμα για να μου το βάψουν μαύρο. Όταν άρχισε δε ο καιρός να κρυώνει η μητέρα μου πήρε μαλλί, το έκλωσε, το έβαψε μαύρο και μας έπλεξε ζεστά ρούχα… Όλα ήταν δύσκολα και θλιβερά. Παντού χαλάσματα και πρόσωπα λυπημένα…» (Ειρ. Πετρακάκη, 78 ετών), έτσι που μέσω της συγκίνησης ο προφορικός, καθημερινός λόγος γίνεται τέχνη που «…μπορεί ν’ αλλάξει τις συνειδήσεις κι αυτές είναι που κατευθύνουν τις πράξεις» (Ο. Ελύτης). Επομένως μπορούν να αποτελέσουν πολύτιμο εκπαιδευτικό υλικό για την τοπική Ιστορία και Λογοτεχνία, καθώς ανταποκρίνονται στις βασικές παιδαγωγικές αρχές και στις διδακτικές απαιτήσεις της σύγχρονης διδασκαλίας (παιδοκεντρικότητα, αυτενέργεια, εποπτεία, συνεργατικότητα, διαθεματικότητα, σύνδεση του σχολείου με τη ζωή, καλλιέργεια διαπροσωπικών σχέσεων).
Το ημερολόγιο Κρύα Βρύση 1944, το Ολοκαύτωμα και η Προσφυγιά συνιστά μια πολύτιμη έκδοση και της αρμόζει μια θέση σε κάθε βιβλιοθήκη, σχολική και μη.
* Η Καλλιόπη Κωτσάκη είναι φιλόλογος