Στις πρόσφατες εθνικές εκλογές οι δυνάμεις της αριστεράς και της οικολογίας, σωρευτικά, προσέγγισαν το 47% και αποτελούν, πια, την πλειοψηφία στην κοινωνία, παρά την οριακή απώλεια της αυτοδυναμίας. Η αντιμνημονιακή δικομματική κυβέρνηση, που σχηματίστηκε με κορμό το ΣΥΡΙΖΑ έφερε από τη σύστασή της αλλά και από τις πρώτες της ενέργειες την ελπίδα και την αισιοδοξία στο κόσμο, το χαμόγελο στα πρόσωπα των ανθρώπων αλλά και εντυπωσιακά ποσοστά στήριξης, που αποτυπωθήκαν τόσο δημοσκοπικά όσο και με μεγάλες συγκεντρώσεις υποστήριξης στα μεγάλα κέντρα, των ενεργειών της κυβέρνησης. Αρχικοί, κύριοι, στόχοι μιας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ είναι οι διαπραγματεύσεις με τους δανειστές μας και η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας με βάση το πρόγραμμα της «Θεσσαλονίκης». Όσον αφορά τις σχέσεις μας με τους δανειστές μας είναι φανερό ότι επιθυμούν, να μας οδηγήσουν σε ένα επώδυνο για μας συμβιβασμό με τις συντηρητικές δυνάμεις και πολιτικές που κυριαρχούν στην Ευρώπη, δεδομένης της πάση θυσίας επιθυμίας της πλειοψηφία του λαού μας για παραμονή στο ευρώ, αλλά και του φιλοευρωπαϊκού προσανατολισμού μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ. Δομικά στοιχεία του συμβιβασμού, φαίνονται να είναι, η συνέχιση παραμονής σε πρόγραμμα επιτήρησης, η ελάφρυνση της εξυπηρέτησης του χρέους, είτε με ρήτρα ανάπτυξης είτε / και με χρονική επιμήκυνση και μείωση των επιτοκίων δανεισμού, και η ρητή δέσμευσή μας μ’ ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων εμπνεύσεως της ελληνικής κυβέρνησης. Είναι φανερό, δηλαδή, ότι οδηγούμαστε σε μια λύση που μου θυμίζει το συμβιβασμό, που οδήγησε στη θεσμοθέτηση των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων (ΜΟΠ) επί Α. Παπανδρέου το 1985. Ακόμα και έτσι όμως, είναι φανερό πια σε όλους ότι υπήρχαν και υπάρχουν ουσιαστικά περιθώρια διαπραγμάτευσης με τους εταίρους – δανειστές μας, που οι προηγούμενες κυβερνήσεις δεν είχαν το θάρρος να θέσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Είναι κατανοητό πια τόσο στη χώρα όσο και στην Ευρώπη, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ χωρίς δεσμεύσεις – υποχρεώσεις στην υφιστάμενη πολιτική ελίτ της χώρας μπορεί να προχωρήσει σε πραγματικά δομικές μεταρρυθμίσεις στη φορολογία εισοδήματος και κεφαλαίου, στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, της διαφθοράς και του οικονομικού εγκλήματος, στη ριζική αναδιάρθρωση του κράτους και των δημοσίων επιχειρήσεων, με απελευθέρωσή τους από το πελατειακό σύστημα, στην καταπολέμηση της γραφειοκρατίας και στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, με σεβασμό στους νόμους και στο περιβάλλον. Παράλληλα, όμως, αχνοφαίνεται στην Ευρώπη μια στροφή στην ανάπτυξη και απομάκρυνση από τις πολιτικές μονομερούς λιτότητας και νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων – απορυθμίσεων. Στα πλαίσια αυτά, η ΕΚΤ δείχνει πρόθυμη να «ρίξει» άφθονο φθηνό χρήμα στην αγορά και οι δυνάμεις του βορρά, υπό τον φόβο της ακροδεξιάς και της μακρόχρονης ύφεσης, δείχνουν έτοιμοι να ανεχτούν κευνσιανές λογικές.
Εκεί όμως που τα περιθώρια δράσης είναι πραγματικά μεγάλα είναι στο εσωτερικό με τη θέσπιση νέων δομών και την προώθηση πραγματικών δομικών μεταρρυθμίσεων, χωρίς αποδόμηση του κοινωνικού κράτους. Παρά τον περιορισμό των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, υπάρχουν ουσιαστικά περιθώρια άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής με βάση το πρόγραμμα της «Θεσσαλονίκης», προς την κατεύθυνση της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας και της ουσιαστικής ανακούφισης των πιο έντονα χτυπημένων από την κρίση τμημάτων του λαού μας. Προσωπικά, θεωρώ ότι με ορίζοντα τετραετίας η κυβέρνηση μπορεί να υπερβεί τους στόχους της «Θεσσαλονίκης» και να μειώσει την ανεργία σε ανεκτά επίπεδα γύρω στο 15%, να ανακόψει την αποδόμηση του κοινωνικού κράτους και να προχωρήσει σταδιακά στην επανίδρυσή του, να σταματήσει το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας καταργώντας το ΤΑΙΠΕΔ, να ορθολογοκοποιήσει τη φορολογία εισοδήματος και κεφαλαίου, να σταθεροποιήσει τις συντάξεις και να προχωρήσει σε μικρές αυξήσεις στο τέλος της τετραετίας στο σύνολο των εργαζομένων και συνταξιούχων. Παράλληλα όμως, πρέπει να μας απασχολήσουν θέματα όπως η ύπαρξη και η ενδυνάμωση του κομματικού μηχανισμού, ως μηχανισμού παραγωγής πολιτικής και σύνδεσης της κοινωνίας με την κυβέρνηση, η επαναδραστηριοποίηση και επέκταση σε νέους τομείς των κινημάτων ως μοχλό πίεσης στην κυβέρνηση για πιο αριστερή και ανθρώπινη άσκηση της εξουσίας. Όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς με απώτερο στόχο τον σοσιαλισμό, οφείλει να μη διαχειριστεί απλά την κρίση αλλά, όπου το επιτρέπουν οι συνθήκες, να δημιουργεί νέους θεσμούς και να προωθεί την αριστερή ιδεολογία. Κυρίαρχο ζήτημα της εποχής μας, λοιπόν, είναι η ιδεολογική κυριαρχία της αριστερής ιδεολογίας. Προνομιακοί χώροι ανάδειξης της ήταν πάντα τα Πανεπιστήμια, οι Επιστημονικοί Σύλλογοι και τα Επιμελητήρια. Οι δυνάμεις της αριστεράς πρέπει να επιδιώκουν, εφεξής, τη συμπόρευση με την κοινωνία σε κάθε μετερίζι. Ελπίζουμε, μπορούμε, θα τα καταφέρουμε.
* Ο Μανόλης Ντουντουνάκης είναι αιρετό μέλος Περιφερειακού Συντονιστικού Συμβουλίου ΣΥΡΙΖΑ Κρήτης