Πριν από λίγες ημέρες, βρέθηκα σε μια φιλική συντροφιά. Η συζήτησή μας, πέρα από την ανταλλαγή των τελευταίων προσωπικών μας νέων, έφτασε, πολύ γρήγορα, και σε τρέχοντα, κοινωνικά και πολιτικά, ζητήματα της περιοχής μας και της Ελλάδας γενικότερα.
Ένα από τα θέματα, που μας απασχόλησε και για αρκετή ώρα, εφόσον ακούστηκαν πολλές και διαφορετικές γνώμες, ήταν το ασφαλιστικό. Κι η κουβέντα «άναψε» περισσότερο, όταν κάποιος απ’ την ομήγυρη το συνέδεσε με το πώς οι κυβερνήσεις, στις ημέρες μας και ανά τον κόσμο, λόγω και της παγκοσμιοποίησης, αντιμετωπίζουνε τους εργαζομένους και το εργατικό κίνημα.
Δίχως άλλο, οι οικονομικά δυνατοί, σ’ όλες τις προηγμένες οικονομικά χώρες, επιθυμούν να κερδίζουν όσο γίνεται περισσότερο με το λιγότερο δυνατό κόστος. Γι’ αυτό, και συνεχώς αναζητούν και «εφευρίσκουν» τρόπους να εκμεταλλεύονται, αδηφάγα και αχόρταγα, την εργατική τάξη. Ενδεικτικά παραδείγματα από την ελληνική αγορά εργασίας και «θύματα» της εκμετάλλευσης του εργατικού δυναμικού, με την ανοχή, θαρρώ, των κρατούντων, είναι οι εργαζόμενοι των προγραμμάτων «stage» και όσοι δουλεύουν με μειωμένο ωράριο, συμβασιούχοι ή μόνιμοι (οι «τετραωρίτες»).
Η απληστία των οικονομικά εύρωστων και η αχαλίνωτη εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, όπως εγράφη παραπάνω, συναντά, πολύ συχνά, όχι μόνο την ανοχή, αλλά και τη «συμπαράσταση» των κρατούντων. Οι κυβερνήσεις, τότε, αντί να στηρίζουν την εργατιά, επιστρατεύουν νομομαθείς, κοινωνιολόγους, ηθικολόγους, θεολόγους, οικονομολόγους, προκειμένου να βρουν «επιχειρηματολογία» υπέρ της υποταγής στους «μεγαλοκαρχαρίες». Επωφελούνται ακόμα και το ότι ο χριστιανισμός «ευλογεί» την εργασία και καταδικάζει την αεργία, μολονότι, συνήθως, ακούμε πως η δουλειά είναι «αγγαρεία» που επιβλήθηκε, θεόθεν, στο ανθρώπινο γένος εξαιτίας του «προπατορικού αμαρτήματος»!
Κι όμως οι κρατούντες θα ‘πρεπε να ενισχύουν την εργατική τάξη και να την προστατεύουν και όχι να «κάνουν πλάτες» σ’ όσους «ρουφούν» τον ιδρώτα της, έναντι πενιχρών αμοιβών. Και τούτο, διότι ο καθημερινός μόχθος κάθε εργαζομένου δεν αποσκοπεί στην προσωπική ευμάρεια ή τον πλουτισμό της εργοδοσίας, αλλά είναι αγώνας για μιαν κοινωνία ανθρώπινη, δίκαιη, φιλεύσπλαχνη στην ανάγκη του συνανθρώπου.
Μια κοινωνία, λοιπόν, «υγιής» και ευνομούμενη, θα συντελεί, τα μέγιστα, στην πολύπλευρη (πνευματική, ηθική, υλική) προκοπή και την κοινωνική καταξίωση των μελών της. Θα δίνει κίνητρα στους πολίτες για φανέρωμα κάθε δημιουργικής τους δύναμης και, ταυτόχρονα, θα σπρώχνει, μακριά από την κάθε λογής στυγνή (εργοδοτική ή κρατική) εκμετάλλευση, τον εργαζόμενο – χάρη στη, γεμάτη όρεξη για δουλειά και κοινωνική προσφορά, εργασία του και στην κοινωφελή αξιοποίηση του ελεύθερού του χρόνου – να συμβάλλει, εκούσια, και αυτός να μην ξαναγίνεται λόγος για «παράσιτα», που θα «δίνουν λαβές» για αντεργατικά και αντιλαϊκά μέτρα…