Α’ ΜΕΡΟΣ
Αντί προλόγου
Αρχές της δεκαετίας του 80, μου είχε ανατεθεί από τον τότε Δήμαρχο Μανώλη Καρέλη, η οργάνωση και λειτουργία της προς σύσταση πολεοδομίας του Δήμου Ηρακλείου. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι από την πρώτη μέρα λειτουργίας αυτής της Δημοτικής Υπηρεσίας, είχαμε συν τοις άλλοις και την ευθύνη όχι μόνο των δεκαπέντε χιλιάδων «νόμιμων» σπιτιών (από την πλειονότητα των οποίων δεν έλειπαν αυθαιρεσίες κάθε είδους), αλλά και έντεκα χιλιάδων «καθαρόαιμων» αυθαιρέτων.
Αυτή η δεύτερη πόλη που είχε χτιστεί περιφερειακά του Σχεδίου Πόλης του Ηρακλείου, είχε αρχίσει να «κατασκευάζεται» την μακρινή δεκαετία του 60 από εσωτερικούς μετανάστες χωρικούς, προερχόμενους στη συντριπτική τους πλειοψηφία από τον κάμπο της Μεσαράς. Ήταν η περίοδος όπου η Αθήνα για πρώτη φορά «έφαγε» χειμωνιάτικες ντομάτες, τα περίφημα πρώιμα κηπευτικά, που απέφεραν έως και 200.000 δραχμές τον χρόνο σε κάθε νοικοκυριό του κάμπου. Περίπου μια δεκαετία αργότερα, χρονολογείται η εισβολή της τουριστικής λαίλαπας, ενώ παράλληλα, οι υπαίθριες καλλιέργειες αρχίζουν να μετατρέπονται σε θερμοκήπια, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ντόπια οικονομία.
Η σώρευση (χρηματικού) πλούτου στα χέρια ανθρώπων που δεν ήταν «επιχειρηματίες», τους έδωσε την δυνατότητα να εξυπηρετήσουν κάποιες βασικές τους ανάγκες που δεν ήταν σε θέση η πολιτεία να ικανοποιήσει, μια πολιτεία που μόλις το 1950 είχε «κλείσει» την φοβερή δεκαετία της γερμανικής κατοχής και του εμφύλιου σπαραγμού.
Η κτήση επομένως ενός σπιτιού (προσοχή! σπιτιού και όχι διαμερίσματος) στην πόλη ή στα περίχωρά της, φαινόταν ότι εξυπηρετούσε με τον καλύτερο τρόπο ανάγκες όπως, η εύκολη πρόσβαση στον πολιτισμό της πόλης, η ελαχιστοποίηση του χρόνου για παροχή υγειονομικής περίθαλψης, η παροχή καλύτερης ποιότητας παιδείας κλπ.
Κουβαλώντας αυτοί οι άνθρωποι την κουλτούρα του χωριού, δεν αγόραζαν διαμέρισμα αλλά φρόντιζαν να εκμεταλλευθούν την μοντέρνα τότε τεχνολογία του μπετόν, ώστε να στεγάσουν σε ένα κτίριο, γονείς, παιδιά, γαμπρούς και μαγαζιά (ισόγεια προφανώς). Και επειδή η πόλη του Ηρακλείου δεν είχε θωρακιστεί με γενναίες επεκτάσεις Σχεδίου Πόλης ώστε να συντελεστεί ομαλά κατά το δυνατόν η αστικοποίηση αυτών των κοινωνικών ομάδων, η πρόσφορη λύση της αγοράς (και μάλιστα φτηνής) «οικοπέδων» εκτός Σχεδίου έγινε μονόδρομος και ανίατη πληγή.
1. Ηράκλειο και Ρέθυμνο: Βίοι αντιπαράλληλοι;
Η οικιστική πίεση που δεχόταν το Ηράκλειο εκείνων των δεκαετιών, είχε ορισμένα χαρακτηριστικά:
α) Οικονομικά και κοινωνικά, αφορούσε σε νεόπλουτους αγρότες στην συντριπτική τους πλειοψηφία (σύμφωνα πάντοτε με τα τότε μεγέθη) και όχι σε επίδοξους επενδυτές.
β) Γεωγραφικά επομένως, η ζώνη που δεχόταν την οικιστική πίεση δεν είχε να κάνει με τα παραλιακά μέτωπα της πόλης που ήταν άλλωστε και ελάχιστα, αλλά με περιβάλλον που παρέπεμπε στον τόπο προέλευσης των νέων οικιστών.
Επειδή η πόλη του Ηρακλείου δεν φημίζεται για τις παραλίες της, η οικιστική πίεση προς παραλιακές ζώνες εκδηλώθηκε από επενδυτές πλέον, αργότερα (όταν δηλαδή άρχισε να διαφαίνεται το βάρος του τουρισμού στην οικονομία της Κρήτης), σε ζώνες που προσέφεραν συνδυασμό της παραλίας με την διασκέδαση (Σταλίδα, Χερσόνησος, Μάλλια, κλπ.), με τα γνωστά σε όλους οικιστικά αλλά και πολιτισμικά αποτελέσματα.
Τότε δεν γνωρίζαμε καν την λέξη «αειφορία» η οποία έγινε, είκοσι χρόνια μετά, συνταγματική επιταγή και οδηγός για κάθε πράξη που θα έχει στόχο την προστασία του περιβάλλοντος (Αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001).
Ο συγκεκριμένος όμως Δήμαρχος, δικηγόρος το επάγγελμα, διαβλέποντας την εξέλιξη των πραγμάτων, μου είχε αναθέσει προσωπικά, να διερευνήσω αν θα μπορούσαμε ως Δήμος να διαμορφώσουμε μια σκιώδη έστω επέκταση του Σχεδίου Πόλης πέρα από τις ήδη υπερκορεσμένες οικιστικά ζώνες, ώστε να περισωθεί ό,τι μπορούσαμε να περισώσουμε από την συνεχιζόμενη πλημμυρίδα.
Στο Ρέθυμνο σήμερα, τα πράγματα είναι διαφορετικά:
α) Γεωγραφικά η οικιστική πίεση που δέχεται η πόλη, εκδηλώνεται κυρίως στα βόρεια παράλια, τόσο ανατολικά (από Ρέθυμνο μέχρι Σκαλέτα), όσο και δυτικά (παραλίες Επισκοπής και Πετρέ).
β) Οι λόγοι που αναπτύσσεται αυτή η πίεση δεν αφορούν τόσο στην πρώτη κατοικία, όσο στην τουριστική εκμετάλλευση της γης. Εξαίρεση αποτελεί το Ατσιπόπουλο και εν μέρει οι πολεοδομικές ενότητες Περιβολίων, Μισιρίων, Πλατανιά κλπ.
γ) Επομένως οι ιδιοκτήτες ακινήτων ειδικά στην ανατολική ζώνη, είναι σχεδόν αποκλειστικά, δύο κατηγοριών: Φυσικοί κληρονόμοι (όσοι έχουν απομείνει) και μικροί ή μεγάλοι επιχειρηματίες περί τον τουρισμό. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οικισμοί όπως ο Αδελιανός και ο Πηγιανός Κάμπος που έχουν υπαχθεί στην κατηγορία οικισμών κάτω των δύο χιλιάδων κατοίκων, είναι πλέον η καρδιά του τουριστικού Ρέθυμνου, αφού πολιτιστικά αλλά και οικιστικά φιλοξενούν καθημερινά στην διευρυμένη ζώνη επιρροής τους, πάνω από δέκα χιλιάδες τουρίστες, έξη τουλάχιστον μήνες το χρόνο.
2. Η «εξυπηρέτηση» των οικιστικών αναγκών σε εκτός Σχεδίου Πόλης περιοχές
Έχουμε πλέον στα χέρια μας βασικές πληροφορίες για τον τρόπο που «αναπτύχθηκαν» και «αναπτύσσονται» οι εκτός Σχεδίου Πόλης περιοχές που δέχονται οικιστική πίεση:
α) Τόσο στις περιοχές αυθαιρέτων, όσο και στις περιοχές νόμιμα κατασκευασμένων κτισμάτων που όμως βρίσκονται εκτός Σχεδίου Πόλης, ούτε επιδιώκεται από τους ιδιοκτήτες αλλά ούτε είναι νομικά δυνατόν να προβλεφθεί από την πολιτεία δέσμευση γης για το αναγκαίο ποσοστό πρασίνου. Η γέννηση τσιμεντουπόλεων στις περιοχές που δέχονται οικιστική πίεση, οφείλεται απολύτως στο ελλειμματικό ισοζύγιο μεταξύ της ατομικής ιδιοκτησίας και των εκτάσεων πρασίνου, κοινωφελών χώρων, δρόμων κλπ.
β) Οι κοινωνικές και οικονομικές ομάδες που επιβάλλουν σε ζώνες υπό οικιστική πίεση καθεστώς τσιμέντου, διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή.
Οι οικιστές είναι κατά κανόνα εσωτερικοί μετανάστες προερχόμενοι κυρίως από την ενδοχώρα και επιλέγουν για προφανείς λόγους περιοχές κοντά στην πόλη που δεν είναι όμως κατάλληλες για επιχειρηματικές δραστηριότητες (οι σχετικά εύποροι ντόπιοι και ξένοι οικιστές προτιμούν για επίσης προφανείς λόγους, να κατασκευάζουν τις κατοικίες τους σε κάποια απόσταση από το αστικό κέντρο).
Οι λεγόμενοι επενδυτές εξάλλου, υπάγονται σε δύο διακριτές κατηγορίες: Μικρομεσαίοι αυτοαπασχολούμενοι σε οικογενειακές κατά κανόνα επιχειρήσεις (μικρές ξενοδοχειακές μονάδες, ταβέρνες, μπαρ κλπ.) και μεγαλοεπιχειρηματίες που επενδύουν, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, στην κατασκευή και λειτουργία μεγάλων ξενοδοχειακών μονάδων.
Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει βεβαίως ότι η ύπαρξη οικιστικών ζωνών υπό πίεση, έχει νόημα μόνο αν υπάρχουν γήπεδα προς εκμετάλλευση, δηλαδή μόνον όταν δεν έχει ακόμα επέλθει ο οικιστικός κορεσμός. Όταν συζητάμε επομένως για αυτές τις περιοχές, θα πρέπει να παίρνουμε υπόψη και μία τρίτη ομάδα, τους κληρονομικούς ιδιοκτήτες, οι οποίοι για δικούς τους λόγους, ούτε πουλούν ούτε επενδύουν στη γη που κληρονόμησαν. Η απομείωση έως εξάλειψη αυτής της ομάδας σημαίνει ότι επήλθε κορεσμός στην υπόψη περιοχή, δηλαδή τελείωσε, όχι μόνο η οικιστική πίεση αλλά και η οικιστική ζώνη.
3. Η σχέση του Ρέθυμνου με τους κανόνες του Σχεδίου Πόλης σήμερα
Όπως μας πληροφορεί η επιστήμη, για να είναι βιώσιμη μια πόλη, πρέπει να αναλογούν ανά κάτοικο, τουλάχιστον εννιά τετραγωνικά μέτρα πρασίνου. Στο Ρέθυμνο αναλογεί μόλις πάνω από ενάμισι τετραγωνικό μέτρο ανά κάτοικο (για την ακρίβεια 1,7 τ.μ.). Στο Ηράκλειο αυτή η τιμή είναι 2,3 τ.μ., στην Αθήνα 2,2 τ.μ., ενώ στο μακρινό Λονδίνο αναλογούν μόλις (!) 25,0 τ.μ. πράσινο ανά κάτοικο.
Σύμφωνα πάντοτε με την επιστήμη, θα έχουμε καλή αναλογία μεταξύ ατομικών ιδιοκτησιών και δημόσιων εκτάσεων, αν αποδοθεί σε ιδιώτες κάτι λιγότερο από το 60% της υπό πολεοδόμηση έκτασης και το υπόλοιπο (κάτι περισσότερο από το 40%), χρησιμοποιηθεί για κοινόχρηστους, κοινωφελείς και λοιπούς χώρους.
Δυστυχώς, οι εκτός Σχεδίου Πόλης οικιστικές ζώνες δεν προβλέπουν χώρους πράσινου (βλέπε Ηράκλειο Κρήτης). Αλλά ούτε και η επιχειρηματική λεγόμενη δραστηριότητα σε περιοχές υπό οικιστική πίεση, είναι διατεθειμένη να αποδίδει στο Δημόσιο το 40% των εκτάσεων που εκμεταλλεύεται, ώστε, σε μελλοντική πολεοδόμηση να έχει η Πολιτεία το απαραίτητο εργαλείο για τον σχεδιασμό μιας βιώσιμης πόλης. Πρέπει επομένως να το πούμε σε κάθε τόνο και με κάθε τρόπο, ότι, μόνον οι πολεοδομικοί σχεδιασμοί όπως ρητά αναφέρεται στο άρθρο 24 παρ. 3 του Συντάγματος, προσβλέπουν στην προστασία του οικιστικού περιβάλλοντος.
Για να αντιληφθούμε την σχέση των κάθε τύπου ιδιοκτητών με τους πολεοδομικούς κανόνες, θα αναφερθώ σε δύο παραδείγματα:
α) Είχα την, ας πούμε τύχη, να μου ανατεθεί το 1986 από την Πολιτεία η πράξη εφαρμογής της πολεοδομικής ενότητας Περιβολίων ως μία από τις πιλοτικές πράξεις εφαρμογής στη χώρα. Κατέγραψα επομένως και ως μηχανικός και ως πολίτης, την κατάργηση τεσσάρων πλατειών στη θέση των οποίων χτίστηκαν (νομίμως παρακαλώ!) ξενοδοχεία, αποτύπωσα όμως και αυθαιρεσίες όπως αυτή της κατάληψης τμήματος του υφιστάμενου δρόμου από την εκκλησία των Αγίων Αναργύρων απέναντι από το παλιό πανεπιστήμιο. Θα πρέπει ακόμη να υπενθυμίσω ότι μόλις πρόσφατα, δηλαδή τριάντα χρόνια μετά, η σημερινή δημοτική αρχή θέλησε και μπόρεσε να επιβάλει επιτέλους την εφαρμογή της εγκεκριμένης ρυμοτομικής γραμμής την οποία είχαν καταπατήσει όλες οι παραλιακές ιδιοκτησίες. Επί τριάντα χρόνια δηλαδή οι ιδιοκτήτες αυτών των οικοπέδων είχαν κάνει «κατάληψη» και εκμεταλλεύονταν λωρίδα πλάτους περίπου 2,5 μέτρων που την είχαν «αφαιρέσει» από τον παραλιακό δρόμο.
β) Πολύ πρόσφατα, μετά από παρέμβαση του τοπικού Συλλόγου Αρχιτεκτόνων και ομόφωνη απόφαση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ) που αφορούσε στο Ενετικό Λιμάνι Ρεθύμνου, εκδόθηκε Απόφαση της Υπουργού Πολιτισμού που ήταν απόλυτα εναρμονισμένη με τις υποδείξεις των παραπάνω φορέων και υποχρέωνε σε λήψη μέτρων προστασίας της προσβασιμότητας αλλά και της αισθητικής αυτού του πολιτιστικού μας μνημείου τις οποίες είχαν καταργήσει και αλλοιώσει καθ’ όλη την τουριστική περίοδο έξη ή επτά «επιχειρηματίες». Αυτή η Υπουργική Απόφαση δεν εκτελέστηκε ποτέ από τους ιδιοκτήτες, αλλά ούτε και επιβλήθηκε από τους υπεύθυνους φορείς.
4. Το Προεδρικό Διάταγμα του ’85 και η «εφαρμογή» του
Το Προεδρικό Διάταγμα του 1985 που αφορά σε οικισμούς κάτω των 2000 κατοίκων έδωσε την δυνατότητα επέκτασης των ορίων σε στάσιμους αλλά και δυναμικούς λεγόμενους οικισμούς. Αυτή η δυνατότητα θεωρήθηκε από τον «επενδυτικό» τομέα ως μια λαμπρή ευκαιρία για να μετατραπούν σε πεδία οικοδομικής και επιχειρηματικής δραστηριότητας οι πιο προσοδοφόρες οικιστικά ζώνες του νομού μας.
Χωρίς να τηρηθεί η προβλεπόμενη διαδικασία (μελέτες ανά οικισμό, εγκριτικές αποφάσεις, δημοσίευση σε ΦΕΚ) τρεις αποφάσεις της τότε διορισμένης Νομάρχου, βασισμένες σε αυτό το ΠΔ, όρισαν τα νέα όρια 74 οικισμών. Ειδικά για τα κυκλικά χωριά, εκτάσεις άνω των 2000 στρεμμάτων βαφτίστηκαν «αστικές» με μοναδική υποχρέωση κάθε ιδιοκτησίας να απέχει λιγότερο από 800 μέτρα από το κέντρο του οικείου οικισμού παραβιάζοντας κάθε κανόνα νομιμότητας, αλλά και κάθε ορθολογικό και περιβαλλοντικό κριτήριο για τον χωροταξικό σχεδιασμό των οικισμών.
Με βάση αυτές τις αποφάσεις έγινε αυθαίρετη επέκταση του οικοδομικού χώρου, που είχε ως (προφανές) αποτέλεσμα την επέκταση και διόγκωση του (ήδη υπάρχοντος) χρηματιστηρίου αξιών γης. Η οικονομική και πολιτική διαπλοκή είναι το «φυσικό» αίτιο αλλά και το «φυσικό» αποτέλεσμα του ελλείμματος νομιμότητας των πράξεων αυτών. Θα πρέπει κάποτε να διερευνηθούν οι λόγοι που οδηγούν στην σύγκλιση του δίπολου επιχειρηματίες-δημόσιο σε «επενδύσεις» που προφανώς αποκλίνουν από τις επιταγές του άρθρου 24 του Συντάγματος. Θα πρέπει όμως να διερευνηθούν και οι λόγοι για τη στάση που κρατά η τοπική κοινωνία, η οποία κατά κανόνα σιωπά περιμένοντας κάθε φορά κάποιους βάρβαρους να βγάλουν το φίδι από την τρύπα.
Αν διαβάσει κανείς τις δημόσιες τοποθετήσεις βουλευτών του Νομού και τοπικών αρχόντων από το 1985 και μετά, θα καταλήξει στο προφανές συμπέρασμα ότι αυτές οι απόψεις απέχουν σαν τη μέρα με τη νύχτα από εκείνες που διατύπωναν για το ίδιο ζήτημα ο τοπικός σύλλογος Αρχιτεκτόνων και ο πρώην διευθυντής της Πολεοδομίας Ρεθύμνου Μιχάλης Δεληγιαννάκης με την μελέτη του για τις χωρικές παρεμβάσεις στον Νομό Ρεθύμνου. Παρά τις παραπάνω μελέτες και δημοσιεύσεις των κατ’ εξοχήν αρμοδίων, οι τότε πολιτικοί παράγοντες στο σύνολό τους (εξαίρεση αποτελεί η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Άννα Φιλίνη με την επερώτηση αλλά και την τοποθέτησή της στη Βουλή όπως αυτή έχει διασωθεί στα Ρεθεμνιώτικα Νέα της 19 Μαρτίου 2009) επέμεναν να καλύπτουν τις αυθαιρεσίες θεσμών και «επενδυτών», για να γίνουμε τελικά περίγελως όλης της χώρας με το αναλυτικό άρθρο του δημοσιογράφου και αρχιτέκτονα Δημήτρη Ψαρά (Ελευθεροτυπία 25 Ιουλίου 2009) για τα στρογγυλά χωριά του Ρέθυμνου.
Αύριο το β’ μέρος
* O Γιώργος Οικονόμου είναι τοπογράφος μηχανικός