Ζητώ εκ προοιμίου συγγνώμη, κυρία Ελένη – Ευαγγελία, κι αυτό το σημείωμα δε φτάνει ασφαλώς για να επανορθώσω, το ξέρω. Όμως, εφόσον δεν στάθηκα ικανός να κάνω εκείνα που έπρεπε τότε που έπρεπε, θα τα εξομολογηθώ τουλάχιστον στο χαρτί να ξαλαφρώσω.
Γνωριζόμασταν περισσότερο εξ όψεως, ως παλιοί Ρεθεμνιώτες, και λέγαμε οπωσδήποτε την καλημέρα μας. Όμως είχαμε την ευκαιρία να πούμε δυο λόγια παραπάνω σχετικά πρόσφατα, το 2018, όταν σου ζήτησα να μιλήσουμε για ένα κοινό μας μεράκι, το σχολείο της κυρίας Αμαλίας. Ήταν τέτοιες μέρες, 13 Οκτωβρίου, που διοργανώναμε μια ξενάγηση-εκδήλωση για το ιστορικό εκπαιδευτήριο της Αμαλίας Μανουσάκη-Τζανιδάκη με τις «Ημέρες Ρεθύμνου 2018». Ζήτησα να τα πούμε πιο αναλυτικά και τελικά τα καταφέραμε τηλεφωνικά, με μια κλήση που κράτησε πάρα πολύ και επαναλήφθηκε. Τότε έμαθα για τις ευαισθησίες της σχολάρχισσάς σας, τότε έμαθα και για τα όσα της είχες αξιώσει, με τον αέρα της επιφανούς οικογένειας που έφερνες μαζί σου. Όμως, δεν αντιμετώπιζε διαφορετικά και τ’ άλλα παιδιά, απ’ ό,τι μου εκμυστηρεύτηκες: ποτέ δεν σήκωσε χέρι σε παιδί, αυτή και οι υπόλοιποι εκπαιδευτικοί του Σχολείου «Ιδιωτικόν Εκπαιδευτήριον Αθηνά» και ποτέ δεν τα τιμώρησαν ψυχολογικά. Πώς θα μπορούσαν να το κάνουν άλλωστε, αφού εφάρμοζαν τις αρχές δύο πρωτοποριακών εκπαιδευτικών συστημάτων, του Froebel και της Μαρίας Montessori…
Όμως εσύ το είχες παρακάνει. Δεν φτάνει που τσαλαβουτούσες στα κανάλια του νερού του κήπου, δεν φτάνει που δεν σεβόσουν τις αλιτάνες, δεν φτάνει που πείραζες και «ξεμύγιζες» τους συμμαθητές σου, εσύ «της οικογενείας Χατζηγρηγόρη», όπως σε αποκαλούσε, όχι τιμητικά αλλά επιτιμητικά. Και μπόρεσε να πάρει την εκδίκησή της μόνο μετά θάνατον, όταν το 1947 εξεμέτρησε το ζην, πλήρης ημερών, όπως κι εσύ προχτές. Τότε ήταν που σας οδήγησαν με παράταξη στη Μεγάλη Παναγία, παιδαρέλια εσάς, να την αποχαιρετήσετε, παρακολουθώντας ολόκληρη την εξόδιο ακολουθία και την εκφορά, και τότε ήταν που φοβηθήκατε περισσότερο απ’ ότι στους εξοντωτικούς βομβαρδισμούς του 1941. Η κυρία Αμαλία είχε τελικά πάρει το αίμα της πίσω, παγώνοντας το δικό σας, όπως μου έλεγες γελώντας από καρδιάς. Σκέφτομαι ότι ίσως αυτό το περιστατικό να ήταν που οδήγησε χτες στο κλειστό σου φέρετρο, για να μη γίνεις αφορμή να φοβηθεί καμιά ψυχή, μικρού ή μεγάλου.
Σ’ ευχαριστώ που ήρθες στην εκδήλωση εκείνη στο Σπίτι του Πολιτισμού, «Μια βραδιά στο σχολείο της κυρίας Αμαλίας», σε μια βραδιά με ραγδαία βροχή, που είχε αποτρέψει πολλούς άλλους συμμαθητές σου να το κάνουν, φοβούμενοι -και δικαιολογημένα- για την υγεία τους. Τα ξαναείπαμε αναλυτικά τον Απρίλιο της επόμενης χρονιάς, όταν έκανα μια ομιλία-προβολή για το Ρέθυμνο του Νίκου Μαμαγκάκη. Τότε ήταν που ήρθα από το σπίτι, για να σου δανείσω το βιβλίο της βιογραφίας του, που το χάρηκες και μου το ανέλυσες στη συνέχεια, σελίδα προς σελίδα. Γνώριζες πρόσωπα και πράγματα και μου τα σχολίαζες, όχι από κάποια ίσως τάση κουτσομπολιού αλλά από ιστορική, αφού άλλωστε όλοι αποτελούσαν προ πολλού ιστορία για το Ρέθυμνο.
Κάπου εκεί ήταν που κατέβασα τη φαεινή ιδέα: να σου πάρω μια σειρά συνεντεύξεων για το πώς έζησες εσύ τις μεγάλες και τις μικρές στιγμές της πόλης, από τη σκοπιά ενός ευνοημένου μέλους της, μιας από τις πιο γνωστές οικογένειες της αστικής της τάξης. Γιατί και στη συνέχεια είχες την τύχη να συνδέσεις τη ζωή σου μ’ ένα ανήσυχο άνθρωπο, τον «Ιωάννη τον Αληθή», όπως αποκλήθηκε, που, παρότι καταδιωκόμενος αριστερός δάσκαλος, τα κατάφερε να δημιουργήσει ένα δυνατό εκδοτικό συγκρότημα και να διεκδικήσει δυναμικά θέση στην άρχουσα τάξη της.
Είχα ξεκινήσει τις συνεντεύξεις με τη μακαρίτισσα τη μάνα μου, μια Ρεθεμνιώτισσα της μεσαίας τάξης εκείνη, καταγράφοντας κάποιες από τις αναμνήσεις της. Και συνέχισα με την κυρία Ανδρονίκη, μια γυναίκα από εργατική οικογένεια, που είχε μια εντελώς διαφορετική οπτική για τα ίδια πρόσωπα αλλά και για τα ίδια γεγονότα. Έτσι είναι η ιστορία, δεν μπορεί να είναι μία, είναι τελικά ατομική, όπως τη βιώνει ο καθένας μας απ’ τη σκοπιά του.
Και μετά ήρθε η καραντίνα του κορωνοϊού. Η Αγγελική, η νύφη σου, που παρακολουθούσε από κοντά την υγεία σου, μου υπενθύμιζε ότι με περιμένεις, αλλά εγώ δεν τόλμαγα, με τους περιορισμούς που υπήρχαν να χτυπήσω ξένη πόρτα. Ή, για να είμαι ειλικρινής, επειδή η καθημερινότητα με είχε βάλει κάτω. Συμβαίνει συχνά, κυρία Ελένη, να χάνεται κανείς στην καθημερινότητα, προχωρώντας με την ψυχή στο στόμα από μέρα σε μέρα κι από βδομάδα σε βδομάδα, και χάνοντας στο τέλος κάθε έννοια προτεραιότητας Όπως το περίγραψε παλιότερα ο Βάρναλης, «Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!».
Εν τω μεταξύ μιλούσαμε ευτυχώς πού και πού στο τηλέφωνο. Τότε ήταν που μπόρεσα να σου ξεκλέψω μερικά ρεθεμνιώτικα συμβάντα, που θα τα χαρακτήριζα ιστορικά ανέκδοτα. Όχι δηλαδή ότι ήθελες και πολύ, με το αστείρευτο χιούμορ και την εύθυμη διάθεση που διέθετες πάντα. Ήταν στην πρώτη, νομίζω, καραντίνα, που δημοσίευσα στις «Αναδιφήσεις» μου μερικές αστείες ιστορίες, προκειμένου να διασκεδάσω τη βαριά ατμόσφαιρα που επικρατούσε. Φρόντισες να μου διορθώσεις μερικές απ’ αυτές, με άλλες εκδοχές τους, αλλά και να μου προσθέσεις αρκετές ακόμα, από εκείνες που οπωσδήποτε δεν επιτρέπεται να γράφονται σε σημειώματα, όπως το σημερινό. Υπόσχομαι όμως αν κάποτε εκδώσω την «Ανθολογία ρεθεμνιώτικου χιούμορ» να τις περιλάβω εκεί και να σου την αφιερώσω. Γιατί ήσουν μέχρι το τέλος χιουμορίστρια ολκής!
Σου χρωστώ και κάτι άλλο κυρία Ελένη, που μου άρεσε να σε πειράζω για το κακόηχο «Μπούμπα», με το οποίο όλοι σε αποκαλούσαν. Ήταν λίγο πριν την κατάκλυση με νερά της κοιλάδας των Ποταμών, που μετατράπηκε τελικά σε λίμνη με το γνωστό φράγμα. Ήταν φθινόπωρο, ψιλόβρεχε, κι εγώ περιφερόμουν με τη φωτογραφική μηχανή στο χέρι, προσπαθώντας ν’ αποτυπώσω φωτογραφικά ό,τι σε λίγο καιρό θα βρισκόταν κάτω απ’ το νερό: κτήματα, κτήρια, καλλιέργειες, δέντρα. Ήταν τότε που μπήκα σ’ ένα ορθάνοιχτο ψηλό κτήριο, εκδιώκοντας αθέλητα τις κατσίκες από το εσωτερικό του, στο οποίο σταυλίζονταν. Δεν ήξερα τότε ότι αυτό ήταν κάποτε το υποστατικό σας, αν και θα έπρεπε να το είχα υποψιαστεί, αφού η περιοχή αναφερόταν στους χάρτες της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού ως «Μετόχι Χατζηγρηγόρη».
Εκεί πάνω, στον ξύλινο οντά, κάτω από σωρούς ξερής και άσχημης για την αναπνοή κοπριάς, είδα να εξέχει κάποιο χαρτάκι. Το τράβηξα με προσοχή κι είδα ότι ήταν το ψηφοδέλτιο του Μανούσου Χατζηγρηγόρη, που φαίνεται στη φωτογραφία που παραθέτω εδώ δίπλα. Όμως υπήρχαν κι κάποια άλλα χαρτιά, χαρτόνια θα τα έλεγα, που ο σκώρος και τα ούρα των κατσικιών είχαν πασχίσει ν’ αφανίσουν. Άρχισα να τα τραβάω με προσοχή, μέχρι που συνειδητοποίησα ότι είχα να κάνω με έναν χάρτη στα λατινικά, πολύ μεγάλων διαστάσεων. Αργότερα στη αυλή του σπιτιού μου άπλωσα τα φύλλα του, αφού προσπάθησα να τον καθαρίσω όπως όπως.
Ήταν ο χάρτης «Graeciae Antiquae. Tabula in usum scholarum descripta» του Kiepert, τυπωμένος στο Βερολίνο το 1875. Περιείχε όλες τις μέχρι τότε ταυτισμένες πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας της αρχαιότητας. Τον είχα ξεχάσει, προστατευμένο μέσα σ’ ένα μεγάλο ιδιοκατασκεύαστο φάκελο, και τον ανέσυρα χτες βράδυ που έμαθα τα άσχημα μαντάτα. Δεν θυμάμαι αν σου είχα μιλήσει για το εύρημά μου, το είχα όμως σίγουρα κάνει με τον Μανόλη σου. Σήμερα είναι αργά. Είσαι η μόνη που θα μπορούσες να μου εξηγήσεις πώς στο πατάρι ενός αγροτικού υποστατικού των Ποταμών βρέθηκε ένας τέτοιος θησαυρός, ηλικίας 146 χρόνων. Που ψάχνω σήμερα στο θαυματουργό διαδίκτυο και δεν μπορώ να τον εντοπίσω και που ίσως πρόκειται για σπάνιο κομμάτι.
Ας είναι, κυρία Ελένη-Ευαγγελία. Δε σε πρόλαβα ούτε σ’ αυτό, σκέφτομαι όμως να τον δωρίσω, εκ μέρους σου, είτε στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κρήτης, εφόσον δεσμευτεί ότι θα τον συντηρήσει, είτε στο Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας, που υποστηρίζει το Αρχείο Χαρτογραφίας του Ελληνικού Χώρου. Κι όσο για τις αναμνήσεις σου από το Ρέθυμνο που έζησες, που δεν πρόλαβα να τις καταγράψω, αυτές ελπίζω ότι δε θα χαθούν αλλά θα συντηρούνται στη μνήμη των απογόνων σου. Όπως και το αστείρευτο χιούμορ και το από καρδιάς χαμόγελό σου.
* Ο Χάρης Στρατιδάκης είναι Δρ Παιδαγωγικής-ιστορικός ερευνητής-συγγραφέας
strharis@yahoo.gr, 2831055031