Είμαι από φύση ζηλιάρης, το παραδέχομαι, όπως άλλωστε και όλοι σχεδόν οι άνθρωποι. Περισσότερο ή λιγότερο ο καθένας, είτε το κρύβουν είτε όχι. Ζηλεύω όμως περίεργα πράγματα. Συχνά, πολύ συχνά, διαβάζω ένα βιβλίο και ζηλεύω τον συγγραφέα του. Σκέφτομαι τότε, «γιατί να μην το έχω γράψει εγώ;». Ή διαβάζω μια ωραία ιδέα και ζηλεύω που από το μικρό μου το μυαλό ποτέ δεν θα μπορούσε να έχει προκύψει.
Πάντα ζήλευα, ενόσω ήμουν ενεργός δάσκαλος, όταν υποψιαζόμουν ότι ο δάσκαλος (η δασκάλα) της διπλανής τάξης έκανε καλύτερο μάθημα από μένα ή είχε καλύτερη σχέση με τους μαθητές του/της. Την τελευταία πενταετία μάλιστα ως σχολικός σύμβουλος δεν ήταν λίγες οι φορές που ζήλεψα νέους εκπαιδευτικούς, που με προσκάλεσαν να μπω στην τάξη τους και να τους παρακολουθήσω στο μάθημά τους. «Γιατί να μην είμαι νέος, σκεφτόμουν, και να μην τους έχω συναντήσει νωρίτερα; Πόσο διαφορετικός θα γινόμουν μέσα κι έξω από την τάξη»! Συχνά βέβαια ζήλευα τον εαυτό μου, που δεν είχα καταντήσει σαν κάποιοι άλλοι, «μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει», και άλλα ωραία της λαϊκής σοφίας, τα οποία μερικοί συνάδελφοι φαίνεται να είχαν υιοθετήσει από γεννησιμιού τους…
Μιας όμως και άρχισα τις αποκαλύψεις, τώρα που δεν έχω δουλειά να κάνω σαν συνταξιούχος, θα σας αποκαλύψω κι ένα άλλο από τα χούγια μου. Στα νιάτα μου ο μακαρίτης ο πατέρας μου, όταν διαπίστωσε ότι δεν είχα σοβαρό σκοπό να τελειώσω τη σχολή που φοιτούσα, επάνω στην τετραετία μου είχε κόψει τα εμβάσματα. Κι εγώ, ως γνήσιος γιος που έπρεπε να χτίσω το είναι μου «κατεδαφίζοντάς» τον, όπως λένε σήμερα οι ψυχολόγοι, έκανα εκείνο που έπρεπε: συνέχισα να το τραβάω γι’ ακόμα τρία χρόνια, μέχρι που οι καθηγητές της πρώτης μου σχολής, έσπρωξαν όσο μπορούσαν για να με «αποβγάλουν», όπως το λέμε κομψά στην Κρήτη. Όμως από την αρχή κιόλας των τριών κρίσιμων εκείνων χρόνων που μεσολάβησαν αντιλήφθηκα ότι, αν δεν δούλευα, δεν θα τα κατάφερνα να κάνω την «επανάστασή» μου. Και, να ‘ναι καλά, οι γραφικές τέχνες, έφαγα ψωμί τότε στα ατελιέ και στα τυπογραφεία τους.
Απέκτησα όμως ένα ακόμα κουσούρι από τη θητεία μου εκεί: να θεωρώ ως το καλύτερο άρωμα του κόσμου εκείνο του τυπογραφικού μελανιού. Γι’ αυτό ίσως είναι που δεν σταμάτησα στη συνέχεια να βγάζω βιβλία, το 35ο από τα οποία μόλις κυκλοφόρησε. Όμως δεν γράφω αυτό το σχόλιο, όπως ίσως υποψιαστήκατε, για να κάνω έμμεση διαφήμιση, για να κάνω «τοποθέτηση προϊόντος», όπως το λένε στη μιντιακή γλώσσα (αν και θα έπρεπε να το κάνω κανονικά κι αυτό, προκειμένου τα βιβλία μου να βγάζουν τουλάχιστον τα έξοδά τους και να συνεχίσω να βρίσκω εκδότες…). Το γράφω για ν’ αποκαλύψω το άλλο μου κουσούρι, το να τριγυρνώ δηλαδή στα τυπογραφεία και ν’ αναπνέω «άρωμα μελανιού». Και, βέβαια, να ερανίζω εκεί από τους πάντα δοτικούς φίλους τυπογράφους, ένα σωρό αποκτήματα, από βιβλία μέχρι φυλλάδια κι από ημερολόγια συλλόγων μέχρι ταχυδρομικές κάρτες.
Μ’ αυτό τον τρόπο είναι που απέκτησα ένα περίεργο σε πρώτη όψη βιβλιαράκι, μοβ χρώματος, μακρόστενο, με μια όμορφη -αλήθεια- σύνθεση στο εξώφυλλο, με συρματοραφή και 24 σελίδες. Ο τίτλος του είναι «ποιητικό εργαστήρι», έτσι ακριβώς, με πεζό το αρχίγραμμα. Αυτό ήταν μάλλον που με έκανε να το προσέξω, μιας που η σχέση μου με την ποίηση είναι παρόμοια μ’ αυτήν του διαβόλου με το λιβάνι. Κι αυτό γιατί στα καλύτερά μου χρόνια, πριν από μισό αιώνα, τότε που θα μπορούσα ίσως να την έχω προσεγγίσει, βρέθηκα μέσα σ’ ένα εκπαιδευτικό σύστημα που φρόντιζε να την απαξιώνει συστηματικά. Βρέθηκα σ’ ένα σύστημα που μας παρουσίαζε ως υψηλή ποίηση εκείνη του Στέλιου Σπεράντζα και του Ιωάννη Πολέμη και αργότερα του Λάμπρου Πορφύρα, μέχρι το πολύ του Γεωργίου Δροσίνη. Ήταν ένα σχολείο που φρόντιζε συστηματικά να «σκοτώνει» ό,τι ωραιότερο υπήρχε. Κι αυτό όχι, δυστυχώς, μόνο στη λογοτεχνία, αλλά και στο θέατρο. Γιατί ως θέατρο νοούνταν τότε οι πρωινές παραστάσεις της «Θυσίας του Αβραάμ», που δίνονταν στην «Ευφροσύνη» και παρακολουθούνταν από το σύνολο του μαθητικού δυναμικού της πόλης, σε ώρες σχολικές. Δίνονταν από μπουλούκια της συμφοράς, που είχαν όμως το πλεονέκτημα να διαθέτουν «μπάρμπα στη Κορώνη», την αρμόδια δηλαδή επιτροπή του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, που χορηγούσε τις χρυσοφόρες άδειες για τα σχολεία. Είναι από τα μαθητικά μου χρόνια λοιπόν που όχι μόνο δεν μπορώ να αγαπήσω το θέατρο αλλά που θεωρώ ως μεγίστη παραχώρηση το να παρακολουθήσω μια θεατρική παράσταση φίλων.
Πολλοί και κατά πολύ σοβαρότεροι από εμένα ισχυρίζονται ότι «ό,τι διδάσκεται σκοτώνεται». Το φυλλάδιο όμως που έχω στα χέρια μου δείχνει το αντίθετο. Σ’ ένα σχολείο του Ρεθύμνου, το Πειραματικό Γυμνάσιο, κάποιοι τυχεροί μαθητές των σχολικών ετών 2012-2016 συγκρότησαν με την καθηγήτριά τους Λιάνα Παναγιωτάκη ένα «Λογοτεχνικό Εργαστήρι», όπως το λένε στον πρόλογό τους. Παραθέτω τα ονόματά τους, με τη σειρά δημοσίευσης των ποιημάτων τους: Νάνσυ Ζανίκου, Σοφία Στρατουδάκη, Κατερίνα Παπαδογιάννη, Ελευθερία Γεωργούλα, Γιώργος Αποστολάκης, Σμαράγδη Τζανιδάκη, Νεφέλη Καλαϊτζάκη, Άρτεμις Καλαϊτζάκη, Εύα Στεφανάκη, Βασίλης Πλαΐτης, Κωνσταντίνα Σταυρουλάκη και Ειρήνη Πολυχρονάκη.
Θέλω να διαβεβαιώσω τους φίλους αναγνώστες ότι δεν γνωρίζω κανένα απ’ αυτά τα παιδιά, και ζηλεύω που ανάμεσά τους δεν αναγνωρίζω κανένα όνομα δικού μου μαθητή, όπως άλλωστε δεν γνωρίζω και την καθηγήτριά τους. Ζηλεύω όμως αυτά που τους πρόσφερε, όπως τα αντιλαμβάνομαι μέσα από τα γραφόμενά τους. Ζηλεύω πολύ που τα έκανε να αγαπήσουν την ποίηση και μάλιστα σε μη σχολικό χρόνο. Ζηλεύω για τους στίχους που διάβαζαν ομαδικά στον ελεύθερό τους χρόνο, για τους Κινέζους ποιητές που απόλαυσαν, για το «Όνειρο σ’ ένα όνειρο» του Έντγαρ Άλαν Πόε, τον «Προσωπικό Ελικώνα» του Σέιμους Χήνυ και τη «Νύχτα που έρχεται» της Μελισσάνθης, που εγώ δεν έχω ποτέ διαβάσει και μάλλον δεν θα διαβάσω ποτέ στο μέλλον. Ζηλεύω πολύ περισσότερο για τη σύζευξη των τεχνών που έκαναν, με τον «Κήπο των επίγειων απολαύσεων» του Ιερώνυμου Μπος, το «Όνειρο πάνω από το Βιτέμπσκ» του Σαγκάλ, τη «Γαλάτεια των σφαιρών» και την «Εμμονή της μνήμης» του Νταλί, που εγώ και η γενιά μου δεν είχαμε την ευκαιρία να κατανοήσουμε, όπως και τα περισσότερα άλλωστε από τα σημερινά ελληνόπουλα.
Ζηλεύω εκ μέρους αυτών των υπόλοιπων παιδιών, που δεν έχουν την ευκαιρία να ακούσουν R. Maria Rilke και Oscar Wilde, Κοέλιο, Μπόρχες, Μπουκάι, Αντρέ Ζιντ και τόσους άλλους. Και δεν απορώ μετά απ’ αυτά, όταν διαβάζω τους στίχους που με τη σειρά τους γράφουν αυτά τα δώδεκα τυχερά ρεθεμνιωτόπουλα, όσο κι αν δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι δημιουργοί τους είναι έφηβοι, κι όχι ώριμοι διανοούμενοι, γειτονόπουλα με εφηβικές ανησυχίες κι όχι απόφοιτοι διάσημων γαλλικών κολεγίων, με παράδοση στη λογοτεχνία και γενικότερα στις τέχνες.
Σας ζηλεύω, λοιπόν, παιδιά, σας ζηλεύω πολύ. Σας ζηλεύω για όλα αυτά και για την τύχη να έχετε μια τέτοια δασκάλα. Αλλά τη ζηλεύω κι αυτή, που την εμπιστευτήκατε να διαμορφώσει την κουλτούρα σας τόσο αποφασιστικά και βαθιά. Και είμαι σίγουρος ότι μαζί με μένα σας ζηλεύουν και τα πιο ακριβά από τα ιδιωτικά σχολεία, που ποτέ ίσως δεν θα μπορέσουν να φτάσουν σ’ αυτό το επίπεδο που δείχνει το φυλλάδιό σας. Να έχετε καλό καλοκαίρι και καλή πρόοδο στη ζωή σας!