Η επέτειος της Μάχης της Κρήτης μας υποχρεώνει να αφιερώσουμε μερικές άγνωστες σελίδες, που έγραψαν εκλεκτοί ιστορικοί και λόγιοι του τόπου μας και να σταθούμε σε περιοχές, που πέρασαν στην ιστορία μετά από τη θρυλική εκείνη περίοδο Όπως ο Λατζιμάς.
Από τα τόσα δημοσιεύματα ξεχωρίσαμε ένα πληρέστατο και γλαφυρό, στο blog των «Λαμπράκηδων», που υπογράφει ο εξαίρετος Ρεθεμνιώτης κ. Βασίλης Αποστολάκης, αντιστράτηγος ΕΛΑΣ ε.α.
Επιβάλλεται να θυμηθούμε τα γεγονότα, όπως πραγματικά συνέβησαν, διαφορετικά πώς θα αξιολογήσουμε τη θυσία των ηρώων, που θα παρουσιάσουμε στα επόμενα φύλλα. Και ο εκλεκτός συμπολίτης μας είναι από τις πιο έγκριτες πένες στα ιστορικά θέματα.
Έγραψε σχετικά για το θέμα ο κ. Αποστολάκης:
Αιματηρό θέατρο επιχειρήσεων
Ένα από τα πιο αιματηρά, φονικά θέατρα επιχειρήσεων είναι και ο Λατζιμάς, πεδινή περιοχή, που ανήκει στην Τοπική Κοινότητα Πρίνου, της Δημοτικής Ενότητας Αρκαδίου, του Δήμου Ρεθύμνου, είκοσι, περίπου, χιλιόμετρα ανατολικά της πόλης του Ρεθύμνου.
Ο Λατζιμάς, από εκείνο το σημαδιακό Μάη, αποτελεί ένα σύμβολο, ένα κώδικα ηθικής συμπεριφοράς, για τις νεότερες γενιές.
Ο αείμνηστος Ρεθεμνιώτης Μάρκος Γεωργίου Πολιουδάκης, σπουδαίος ιστορικός συγγραφέας, στο βιβλίο του «Η Μάχη της Κρήτης στο Ρέθυμνο», σημειώνει: «Σαν σε αμφιθέατρο, οι κάτοικοι των χωριών του Μυλοποτάμου, στέκονταν ολόρθοι και έβλεπαν το δράμα που άρχιζε στο Λατζιμά. Αλαφιασμένοι έτρεξαν, μόλις είδαν τα αλεξίπτωτα να βάφουν πολύχρωμο τον ουρανό, κι ό,τι είχε ο καθένας το άρπαξε και έτρεξε να προλάβει τους άλλους στο θανατερό πανηγύρι».
Έτρεξαν, λοιπόν, οι Μυλοποταμίτες, εθελοντικά, και δώσανε έντονα το «παρών» στο «Λατζιμά», όπου σκοτώθηκαν (52) συντοπίτες μας, (43) ιδιώτες από τα χωριά (Αγγελιανά, Άλφα, Ανώγεια, Απλαδιανά, Αρχαία Ελεύθερνα (Πρινές), Αχλάδες, Γαράζο, Έρφοι, Καλανδαρέ, Λιβάδια, Μαργαρίτες, Πάνορμο, Πέραμα, Ρουμελί, Τρίποδος, Φαράτσι, Χουμέρι) και (9) άνδρες της Χωροφυλακής, αρκετοί δε τραυματίστηκαν.
Ένα συγκινητικό ποίημα
Ένας Μυλοποταμίτης (Απλαδιανά) ο Στέλιος Ιωάννου – Μαγδαληνής Λυρώνης (1903- 1997) «Στελιανάκης», ο οποίος έλαβε και εκείνος μέρος στη Μάχη του Λατζιμά, εμπνεύσθηκε από τη γιγαντομαχία αυτή και έγραψε ένα συγκινητικό ποίημα, που μας το εμπιστεύθηκε ο γιος του, ο καλός μας φίλος, πρ. άξιο στέλεχος της ΑΝΕΚ, ο Δημήτρης Λυρώνης, στο οποίο ποίημα, ο ποιητάρης αναφέρεται στους πεσόντες από τα χωριά Απλαδιανά, Λιβάδια, Φαράτσι.
Πουλιά μη χτίζετε φωλιές, πουλιά μη κελαηδείτε,
κείνους που σκοτωθήκανε κλάψετε, λυπηθείτε.
Κείνους που σκοτωθήκανε στου Λατζιμά τη Μάχη
που σκότωσε ‘ν- ο Γερμανός, άδικο να του λάχει.
Στα χίλια εννιακόσια σαράντα ένα απάνω,
την ΚΡΗΤΗ θέλει ο Γερμανός να πάρει δίχως άλλο.
Εις του Μαγιού τις είκοσι το απόγευμα μιας Τρίτης,
ηθέλησε και σκέφτηκε να κατεβεί στην ΚΡΗΤΗ.
Έστειλε τ’ Αεροπλάνα ‘ν- του την ΚΡΗΤΗ
βομβαρδίζουν πόλεις, μετόχια και χωριά όλα κατεδαφίζουν.
Και ρίχνει Αλεξιπτωτιστές διά να πολεμούνε
άραγες δεν εσκέφτηκε μήπως και σκοτωθούνε;
Πάνε τα μαντάτα, εδώ κι εκεί τηλέφωνα χτυπούνε,
Να τρέξουνε στο Λατζιμά να τους υποδεχτούνε.
Άλλος εκράθιενε τσιφτέ και άλλος Μανλιχέρι
και άλλος εκρατούσενε στη χέρα το μαχαίρι.
Επίθεση εκάμαμε από το Γυρογυάλι
εκεί εμαζωχτήκαμε όλοι μικροί μεγάλοι.
Τον πρώτο που εσκοτώσανε ήτανε Λιβαδιώτης
Κιαγιάς Χαρίτος λέγουνταν εις τον ανθό τση νιότης.
Ο Ζαλφογιώργης δεύτερος, που ήτανε παλικάρι,
όσοι κι αν πολεμούσανε άλλος δεν είχε χάρη.
Ο τρίτος ήταν μοναχογιός του Κατραμπούζο ο Δράκος
και αυτόν τονε σκοτώσανε στου Λατζιμά το λάκκο.
Ο Δασκαλάκης τέταρτος, που ήτανε διοματάρης,
στην ΚΡΗΤΗ δεν εβρέθηκε ετέθοιο παλικάρι.
Αυτός ήτανε βουλευτής Μιχάλης τ’ όνομά-ν- του,
όσοι κι αν πολεμούσανε δεν ήτανε καλλιά-ν- του.
Απ’ το Φαράτσι ήτανε ο Σιγανός ο Γιάννης,
μία ριπή του παίξανε και δε μπορεί να γιάνει.
Ήτανε κι από τα Απλαδιανά Νικόλας το όνομά-ν- του
σε όλο το Μυλοπόταμο δεν ήτανε καλλιά-ν- του.
Λυρώνης εγρικούντανε, αντρειά και χάρη-ν- έχει,
άραγε ποιος θα τση το πει σε κείνη που τον έχει.
Δεν λέω άλλα ονόματα δεν το βαστά η καρδιά μου,
γιατί είδανε και κλάψανε τα μάτια τα δικά μου.
Πολλοί αλεξιπτωτιστές επόμειναν στο-ν- τόπο,
ο Κάμπος εσκεπάστηκε με σώματα ανθρώπων.
Έντεκα μέρες βάσταξε ετούτο το παιχνίδι
κι ύστερα εφωνάξανε όποιος μπορεί να φύγει.
Γιατί ερχόταν απ’ τα Χανιά τα τανκς και ταχυβόλα
και εμπήκανε στο Ρέθεμνος κι επιάσασί μας κιόλας.
Και ο καθένας έφευγε πήγαινε στη δουλειά-ν- του
επήγαινε στο σπίτι-ν- του να σμίξει τα παιδιά-ν- του.
Η τύχη μας ήτανε γραφτό, σα θέλει ο Θεός να δώσει,
γι’ αυτό και έστειλε το Γερμανό να μας υποδουλώσει.
Λυρώνης είναι ο ποιητής και Στέλιος το όνομά-ν- του
στα Απλαδιανά ευρίσκεται η Οικογένειά-ν- του.
Στέλιος Ιωάννου – Μαγδαληνής Λυρώνης
«Στελιανάκης» (1903-1997).
Ο Στέλιος Λυρώνης «Στελιανάκης», κατά τη διάρκεια της κατοχής, οργανώθηκε στην Εθνική Αντίσταση και προσέφερε πολλές υπηρεσίες στον αγώνα εναντίον των Γερμανών κατακτητών.
Ένας ακόμα αγωνιστής
Ένας ακόμα ήρωας που σπάνια αναφέρεται ήταν ο πατέρας του κ. Αποστολάκη, Κωνσταντίνος Βασιλείου – Μαρίας Αποστολάκης (Βασιλάνος).
Γεννήθηκε στον Πρινέ Μυλοποτάμου Ρεθύμνης τώρα Αρχαία Ελεύθερνα στις 25 Μαρτίου 1912.
3 Οκτωβρίου 1937 παντρεύεται τη Φιλία Ανδρέα – Ελένης Ξεξάκη από την Ελεύθερνα, όπου αποκτούν τρία παιδιά, Μαρία, Άννα, Βασίλης.
28 Οκτωβρίου 1940 με την επίθεση της φασιστικής Ιταλίας εναντίον της χώρας μας επιστρατεύεται και κατατάσσεται στο 44ο Σύνταγμα Πεζικού – 3ο Τάγμα- 11ο Λόχο. Διοικητής του Τάγματος ήταν ένας άξιος Αξιωματικός από το Αμάρι, ο Ταγματάρχης Δημήτριος Ρολόγης. Υποδιοικητής ο Λοχαγός Κωνσταντίνος Κοκκινάκης από τα Χανιά, σπουδαίος και εκείνος Αξιωματικός.
Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 1941. Το Σύνταγμα παίρνει εντολή να καταλάβει διάφορα υψώματα στην Αλβανία, μεταξύ των οποίων και το ύψωμα Πούντα- Νορντ ζωτικής στρατιωτικής σημασίας με υψόμετρο πάνω από 1800 μέτρα και είναι η υψηλότερη κορυφή της Τρεμπεσίνας. Το ύψωμα καταλαμβάνεται με πολλές απώλειες για τα Τάγματα 2ο και 3ο, όπως αναφέρει ο αείμνηστος Κώστας Φρ. Αντωνάκης δικηγόρος – έφεδρος Αξιωματικός στο ημερολόγιό του. Την επόμενη ημέρα Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 1941 πριν ξημερώσει άρχισε σφοδρή Ιταλική αντεπίθεση για την ανακατάληψη των υψωμάτων. Εκεί τραυματίζεται σε ώρα μάχης ο στρατιώτης Κωνσταντίνος Αποστολάκης. Βλήθηκε από σφαίρα στη κεφαλή. Σώζεται από θαύμα. Μεταφέρεται από τραυματιοφορείς στο πλησιέστερο ορεινό χειρουργείο, επιδένουν το τραύμα του και μετά από περιπλάνηση σε διάφορα πρόχειρα νοσοκομεία (Μονή Βελλά Ιωαννίνων, Αμφιλοχία, Μεσολόγγι), καταλήγει στο 8ο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών και παίρνει εξιτήριο την 28 Μαρτίου 1941. Στα μέσα Απριλίου κατορθώνει με άλλους Κρητικούς να φθάσει στην Κρήτη.
Τρίτη 20 Μαΐου 1941. Ρίψη αλεξιπτωτιστών όπου αρχίζει η Μάχη της Κρήτης. Συλλαμβάνεται αιχμάλωτος στην Εκκλησία Τίμιος Σταυρός Σταυρωμένος Ρεθύμνης. Μαζί του και οι συγγενείς του Δημήτριος Κωνσταντίνου Αποστολάκης και Κωνσταντίνος Γεωργίου Αποστολάκης (Έρφοι), ως και ο Κωνσταντίνος Γεωργίου Δροσάκης (Ελεύθερνα). Οδηγούνται μαζί με άλλους αιχμαλώτους στο 11ο χιλιόμετρο της παλαιάς εθνικής οδού Ρέθυμνο – Ηράκλειο, εκεί όπου σήμερα είναι το αρχοντικό του αείμνηστου μεγάλου μουσικοσυνθέτη της Κρήτης Κώστα Μουντάκη. Τους στήνουν στο εκτελεστικό απόσπασμα, ο Κωνσταντίνος Βασιλείου Αποστολάκης δέχεται σφαίρα πάλι στην κεφαλή και πέφτει αιμόφυρτος στο έδαφος όπου και λιποθύμησε. Πλησιάζει ένας Γερμανός, τον χτυπάει με το άρβυλό του στην κεφαλή, ο λιπόθυμος τραυματίας δεν αντιδρά, εκλαμβάνεται ως νεκρός και δεν προχωρεί ο Γερμανός σε χαριστική βολή κατά την απάνθρωπη τακτική των Ναζί.
Η ώρα είναι περίπου 5 το απόγευμα. Οι Γερμανοί προωθούνται προς Ρέθυμνο όπου στη θέση Σφακάκι (διασταύρωση προς Ιερά Μονή Αρσανίου) δίδουν μάχη με Αυστραλούς – Νεοζηλανδούς. Μετά από τέσσερις ώρες περίπου συνέρχεται και παίρνει το δρόμο προς το χωριό του ευρισκόμενος σε κακή κατάσταση. Σε κοντινή απόσταση από το σημείο τραυματισμού συναντά τον Κωνσταντίνο Δροσάκη τραυματίας και εκείνος διασωθείς και μαζί έφτασαν την άλλη μέρα το πρωί 21 Μαΐου 1941 στα χωριά τους Ελεύθερνα και Αρχαία Ελεύθερνα (Πρινέ). Για δεύτερη φορά θα σωθεί από θαύμα. Οι άλλοι δύο συγγενείς του Δημήτριος και Κωνσταντίνος Αποστολάκης σκοτώθηκαν από τους Γερμανούς.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής ο Κωνσταντίνος Β. Αποστολάκης, οργανώθηκε στην Εθνική Αντίσταση και τιμήθηκε με σχετικό μετάλλιο από την Πολιτεία.
Γυρίζοντας πίσω στον τραυματισμό του, στην Αλβανία την Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 1941, αναφέρουμε ένα σημαδιακό γεγονός, που μας το αφηγήθηκε η γυναίκα του Φιλία Ξεξάκη – Αποστολάκη. Η θυγατέρα του Μαρία 2,5 χρόνων (29-8-1938) που κοιμόταν στο σπίτι τους με τη μάνα της και τη συγχωριανή τους Γαρυφαλλιά Χρήστου Ζαχαράκη, πριν χαράξει η μέρα ξύπνησε με ασταμάτητο κλάμα και έλεγε, στη γλώσσα της «Μαμά, μπαμπά μιμί κεφαλή». Τρόμαξαν οι δυο γυναίκες, προσπάθησαν να συνεφέρουν τη μικρή Μαρία, αλλά και πάλι ήταν ανήσυχη. Ήταν η ώρα τραυματισμού του πατέρα της.
Μετά από χρόνια, η οικογένειά του ανήγειρε εικονοστάσι στον τόπο τραυματισμού του αφιερωμένο στους Αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη.
Ο ήρωας έφυγε στις 22 Ιανουαρίου 1999, έχοντας τιμήσει τη γενιά του και τις ρίζες του με τη λεβεντιά και τη συμμετοχή του σε κάθε απελευθερωτικό και κοινωνικό αγώνα.
Αιώνια ας μένει η μνήμη του.