Είναι εμπειρία ζωής να σου αφηγούνται στιγμές της σύγχρονης ιστορίας εκείνοι που τις έζησαν. Πόσο μάλλον όταν αυτός που μνημονεύει ώρες που κόβουν την ανάσα με την τόλμη των αγνών αγωνιστών είναι ο κ Κωνσταντίνος Βαβουράκης.
Τον έχουμε καμαρώσει σε πολλές εκδηλώσεις που γίνονται στην Κοξαρέ. Ευθυτενής πάντα παρά το γεγονός ότι έχει προχωρήσει αρκετά στην ένατη δεκαετία της ζωής του , προκαλεί ρίγη όταν μπροστά στο μνημείο του χωριού, καταθέτει τον σεβασμό του στη μνήμη των εκλεκτών της λευτεριάς με υψωμένη τη γροθιά του.
Ο κ. Βαβουράκης ποτέ δεν έχει υποστείλει τη σημαία της αγωνιστικής του προϊστορίας, ούτε και εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι υπήρξε από τα αγαπημένα παλικάρια του καπετάν Λεμονιά.
Η πρώτη μας πολύωρη συζήτηση πριν από πολύ καιρό με την ευγενική συμμετοχή του κ. Βασίλη Αποστολάκη, εκλεκτού συνεργάτη μας, έπεσε στο κενό γιατί τελικά δεν θέλησε να τη δημοσιεύσουμε.
Μερικά χρόνια αργότερα μας έκανε τη μεγάλη τιμή να μας δεχθεί ξανά και αυτή τη φορά έχουμε την άδειά του να δημοσιεύσουμε αποσπάσματα από μια εξαιρετικού ενδιαφέροντος συνέντευξη που μας παραχώρησε.
Είναι πολλά τα σημεία που θέλουμε να θίξουμε. Θα προσαρμοστούμε όμως στα πλαίσια που μας ορίζει ο χώρος των αφιερωμάτων μας αφού μπορούμε και άλλες φορές να επανέλθουμε με αφορμές που θα μας δίνουν οι ιστορικές επέτειοι.
Ο κ. Κωστής είναι γέννημα, θρέμμα της Κοξαρέ. Κι είναι φυσικό να έχει «μπολιαστεί» με όλες τις παρακαταθήκες εκείνων που έκαναν το ηρωικό χωριό να επονομαστεί «Μικρή Μόσχα». Έμεινε κυρίως ασυμβίβαστος αγωνιστής και υπέρμαχος των δικαιωμάτων του λαού όπως το δίκιο ορίζει.
Ο ίδιος δεν πιστεύει ότι έκανε κάτι περισσότερο από άλλους συντρόφους του. Έχει όμως τη λεβεντιά να λέει τον καλό λόγο όπου χρειάζεται ακόμα και σε θέματα που έχει «αναθεματίσει» η ιδεολογία του.
Για παράδειγμα είναι από τους λίγους που αναγνωρίζει την ευεργετική παρέμβαση της Νίνας Κουκλινού που τον έσωσε από το απόσπασμα.
Μια σωτήρια παρέμβαση
Και να πως έγιναν τα γεγονότα. Όπως προαναφέραμε ήταν ο πιο νέος αλλά και ιδιαίτερα αγαπητός αντάρτης του καπετάν Λεμονιά.
Μετά από μια μάχη που άφησε και τραυματίες στο αντάρτικο του Κορέδο, έμεινε η ομάδα χωρίς φάρμακα. Αυτό σήμαινε βέβαιο θάνατο για τους αγωνιστές που έμεναν χωρίς περίθαλψη. Είχαν σωθεί από τη μάχη και τώρα κινδύνευαν να πεθάνουν αβοήθητοι και μέσα σε φρικτούς πόνους.
Ποιος όμως θα έπαιρνε το μεγάλο ρίσκο; Μα ποιος άλλος από τον Κωστή που ήταν από τους πιο πρόθυμους και θαρραλέους αντάρτες.
Ο καπετάνιος δίστασε να το επιτρέψει. Φοβόταν το νεαρό της ηλικίας του Κωστή. Τι θα γινόταν αν έπεφτε στα χέρια των κατακτητών;
Εκείνος επέμενε και η αποφασιστικότητα στο βλέμμα του ανάγκασε τον καπετάνιο του να υποχωρήσει.
Φθάνει στο Ρέθυμνο με όλες τις προφυλάξεις και κατευθύνεται στην κλινική που του είχαν υποδείξει. Εκεί για να φθάσει πιο γρήγορα στον γιατρό που μπορούσε να τον βοηθήσει προφασίστηκε το φυματικό.
Έτσι έφθασε αμέσως κοντά του. Ο γιατρός τον κοίταξε με αρκετή επιφύλαξη. Ας μην ξεχνάμε ότι αναφερόμαστε σε εποχές που «όλα τα έσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά». Ποιος τον βεβαίωνε πέρα από την καθαρή ματιά του νεαρού που είχε απέναντί του ότι δεν θα εύρισκε το μπελά του αν είχε προσέξει την επίσκεψη αυτή κάποιος από τους συνεργάτες των Γερμανών που δεν έλειπαν;
Σε πρώτη φάση τον έστειλε στο υπόγειο της κλινικής όπου με τη βοήθεια του πρόθυμου νοσηλευτικού προσωπικού απαλλάχτηκε από τις «ψείρες» που ήταν και το μεγαλύτερο μαρτύριό του. Κι έπειτα του έδωσε τα φάρμακα που ζήτησε και με τις απαραίτητες συμβουλές τον βοήθησε να πάρει το λεωφορείο της γραμμής για να φτάσει σε κάποιο κομβικό σημείο κι από εκεί να τραβήξει για το λημέρι τους με το πολύτιμο φορτίο του.
Δεν είχε προλάβει όμως να πατήσει το σκαλοπάτι για να ανέβει στο αυτοκίνητο κι αισθάνεται κάποιον να κολλάει πάνω του και να του ψιθυρίζει βιαστικά ότι πρέπει να κατέβει στην επόμενη στάση γιατί κινδυνεύει.
Εύστροφος καθώς ήταν πάντα ο Κωστής δεν έχασε καιρό. Με εύσχημο τρόπο ζήτησε να κατέβει μόλις βγήκαν από την πόλη και μόλις τα κατάφερε, πήρε την αντίθετη κατεύθυνση για να προλάβει το ενδεχόμενο μπλόκου.
Από εκεί που βρισκόταν όμως και με την ανοικτάδα που του επέτρεπε να βλέπει στη δημοσιά, είδε γερμανικό αυτοκίνητο να εμφανίζεται από το πουθενά και οπλισμένους Γερμανούς να κατεβάζουν τους επιβάτες για έλεγχο.
Ο Κωστής παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα. Μόνο όταν είδε τους επιβάτες να ανεβαίνουν ξανά στο αυτοκίνητο και τους Γερμανούς να φεύγουν πήρε ανάσα και προσπάθησε να σκεφτεί με ποιο τρόπο θα έφτανε πιο σίγουρα στον προορισμό του. Και τα κατάφερε. Ήξερε πάντα να λειτουργεί με μεθοδικότητα και χωρίς να χάνει την ψυχραιμία του όσο κι αν ο κίνδυνος που τον απειλούσε φαινόταν αξεπέραστος.
Υποδοχή ήρωα
Όταν τον είδε ο Λεμονιάς να φθάνει στο λημέρι δεν ήξερε πώς να του δείξει την ικανοποίησή του για την αποστολή που είχε φέρει σε πέρας. Για τον Κωστή όμως μετρούσε ότι είχε καταφέρει να έρθει με τα φάρμακα και να ανακουφίσει τους συντρόφους του.
Τελικά φαίνεται πως η Κουκλινού, ξέροντας από πρώτο χέρι αφού εργαζόταν στη Γκεστάπο, ότι προδόθηκε η παρουσία του νεαρού αντάρτη και θα είχε άμεσα τις συνέπειες της παράτολμης πράξης του φρόντισε να τον ειδοποιήσει να αποφύγει τη σύλληψη.
Μια ακόμα πράξη ηρωισμού της μεγάλης αυτής ηρωίδας που ενώ πρόσφερε τόσο σημαντικές υπηρεσίες στην πατρίδα της δεν είχε όταν έπρεπε την αναγνώριση που της άξιζε.
Μια από τις θρυλικές μάχες
Η περιπέτεια αυτή του Κωστή Βαβουράκη είχε και τη θετική πλευρά της. Γιατί ο καπετάνιος αρνήθηκε να τον πάρει μαζί του στην επόμενη μεγάλη μάχη κι έτσι ο μικρός αντάρτης δεν είδε ξανά τον χάρο με τα μάτια του.
Για να καταλάβουμε όμως τον σχολιασμό του βετεράνου συνομιλητή μας των γεγονότων που έζησε θα πρέπει να ανοίξουμε μια παρένθεση με τις μάχες που έζησε και που ήταν από τις σπουδαιότερες της Αντίστασης στον νομό μας. Κι αρχίζουμε από τη μάχη της Κοξαρέ, όπως την περιγράφει ο Μιχάλης Χριστοφοράκης με απόλυτη ακρίβεια.
Η μάχη της «Κουρούπας»
Στις 2 Μάρτη 1944, γράφει ο Χριστοφοράκης, έδωσε ο ΕΛΑΣ Ρεθύμνου, δεύτερη μάχη στις βόρειες πλαγιές του βουνού «Κουρούπας τα Ορη» δεξιά και πάνω από την είσοδο του περίφημου Κουρταλιώτικου φαραγγιού (στα Αγριμοχώραφα) υπό τον διοικήτη του Συντάγματος ΕΛΑΣ Ρεθύμνου Γιώργη Τρουλλινό και τον καπετάν Λεμονιά. Ήταν μια ηρωική μάχη. Τριακόσιοι περίπου βαριά εξοπλισμένοι Γερμανοί επιτέθηκαν τα ξημερώματα την ώρα που οι άνδρες του ΕΛΑΣ ετοίμαζαν το πρωινό τους ρόφημα και ίσια που πρόλαβαν και πιάσαν θέσεις, γιατί ευτυχώς κάποιος μαχητής μας τους αντιλήφθηκε, τους πρόλαβαν, τους χτύπησαν και τους καθήλωσαν. Η μάχη αυτή της «Κοξαρές» χαρακτηρίστηκε και ήταν ηρωική, γιατί ήταν σκληρή και πολύωρη, ύστερα από την επιμονή του διοικητή Γ. Τρουλλινού να συνεχιστεί, παρά την αντίθετη γνώμη μερικών ελασιτών να γίνει υποχώρησή τους προς την κορυφή του βουνού. Οπως εξακριβώθηκε αργότερα οι-Γερμανοί οδηγήθηκαν στο λημέρι του ΕΛΑΣ από κάποιο προδότη που έγινε προδότης για να σώσει τον γιο του. Ήταν οργανωμένος στην οργάνωση του μέσα Αη-Βασίλη γνώριζε πρόσωπα και πράγματα, γιατί πολλές φορές κάναμε συνεδριάσεις στην περιοχή αυτή, της Κοξαρές υπό την κάλυψη του ΕΛΑΣ. Ο γιος γνώριζε αρκετά στελέχη του ΕΑΜ, ΚΚΕ, ΕΠΟΝ, τους περισσότερους καπεταναίους του ΕΛΑΣ και αρκετούς μονίμους Ελασίτες. Συγκεκριμένα ο γιος ερχόμενος προς την Κοξαρέ για κομματική δουλειά πιάστηκε από τους Γερμανούς και στην ανάκριση έσπασε και τα είπε όλα. Ο πατέρας Κουτσουδάκης για να σώσει τον γιο του συμφώνησε, μέσω του αρχιπροδότη Αλεξομανώλη, με τους Γερμανούς να κανονίσουν εικονική δραπέτευση του γιου του από τις φυλακές Ρεθύμνου που τον είχαν κλείσει, να γυρίσει πίσω να ενταχθεί στον ΕΛΑΣ, τάχα πως δραπέτευσε πραγματικά, και ο πατέρας Κουτσουδάκης, σε αντάλλαγμα, να οδηγήσει τους Γερμανούς στο λημέρι του ΕΛΑΣ. Πραγματικά κανόνισε ο Αλεξομανώλης την εικονική απόδραση του γιου του προδότη. Ωστόσο έφυγε από τη φυλακή και πήγε στο σπίτι της Τασίας Φραγκελάκη – Λαγουδάκη δυναμικής επονίτισσας, 60′ για να τον κρύψει πως τάχα ξέφυγε των Γερμανών από τη φυλακή και με πρώτη ευκαιρία να φύγει για τον ΕΛΑΣ. Η επονίτισσα Τασία τον φύλαξε δυο-τρεις μέρες κι έφυγε για τον ΕΛΑΣ που τότε είχε το λημέρι του πάνω από την Κοξαρέ, στο Κόρεδο, και σε μια-δυο μέρες οδήγησε ο πατέρας μασκοφορεμένος εκεί τους Γερμανούς (αντιλήφθηκαν δυο Κοξαριανοί μασκοφορεμένο με συνοδό των Γερμανών). Συνέχεια απ’ αυτό δόθηκε η μάχη που παρακάτω θα αναφέρω, και ο γιος Κουτσουδάκης που είχε πάει σαν δραπέτης κι είχε σκαρώσει την ιστορία του, στο τέλος της μάχης πήγε να ξεφύγει. Το υποψιάστηκαν οι Ελασίτες και τον έπιασαν, αλλά ενώ τον συνόδευαν δυο Ελασίτες και τον οδηγούσαν προς τον Ψηλορείτη για να τον περάσουν λαϊκό δικαστήριο τους ξέφυγε (;) κρύφτηκε κι όπως μαθεύτηκε αργότερα πέρασε στην Ηπειρωτική Ελλάδα και εκεί χάθηκαν τα ίχνη του. Η επονίτισσα Τασία ωστόσο, με το φεύγα του νεαρού από το σπίτι της για το αντάρτικο, αντιλήφθηκε πως ο Αλεξομανώλης παρακολουθούσε το σπίτι της τότε ακριβώς που οι Γερμανοί είχαν εκστρατεύσει στο λημέρι του ΕΛΑΣ και έδιναν μάχη με τους Ελασίτες. Υποπτεύθηκε πολύ σωστά κι αναγκάστηκε να βγει στο βουνό. Τώρα στο πεδίο της μάχης: Παρά τον αιφνιδιασμό των μαχητών μας από τους Γερμανούς και το αναπάντεχο, μια κι ο «φίλος» τους πήγε κατ’ ευθείαν στο λημέρι του ΕΛΑΣ, πρόλαβαν και πήραν θέσεις οι μαχητές μας γιατί κάποιος τους αντιλήφθηκε ν’ ανηφορίζουν. Έτσι, με τη σειρά τους οι ελασίτες αιφνιδίασαν τους Γερμανούς και τους καθήλωσαν. Ακολούθησε σκληρή και πολύωρη μάχη με μεγάλες απώλειες των Γερμανών σε νεκρούς και τραυματίες, αλλά και δυο βαριά τραυματισμένους Ελασίτες μας από πλάγια πυρά βαρέων πολυβόλων πούχαν τοποθετήσει οι Γερμανοί σε μια κορφούλα βόρεια από το χωριό Φρατί. Οι δυο βαριά δικοί μας τραυματίες ήταν ο Κώστας Μακρυδάκης από το Πάνορμο Μυλοποτάμου και ο δάσκαλος Μανώλης Λίτινας από τα Πλατάνια Αμαρίου. Ο ηρωικός δάσκαλος που, στην επιμονή της γυναίκας του να μην βγει στο βουνό, απάντησε: «πάνω από σένα έχω άλλο καθήκον». Στη διάρκεια της μάχης της Κοξαρές ειδοποιήθηκα με σύνδεσμο στο χωριό Κισσό που βρισκόμουν για κομματική δουλΕιά με τον Γιάννη Μαθιουδάκη (τον καθηγητή) στου Χαρίδημου Σμυρνάκη το σπίτι. Ξεκινήσαμε αμέσως και πλησιάσαμε την περιοχή όπου γινόταν η μάχη, ωστόσο είχε τελειώσει και οι Γερμανοί αποσύρονταν. Οδηγήθηκα με συνοδό Ελασίτη προς την κορυφή του βουνού, πάνω από τις Ατσιπάδες, όπου είχαν προωθηθεί οι τραυματίες μας, κι είχαν στεγαστεί προσωρινά σε μια καλύβα. Οι ηρωικοί τραυματίες μας με ανεγνώρισαν και με υποδέχτηκαν με χαρά, κι έδειχναν τόση ψυχραιμία και ψηλό ηθικό που εξεπλάγηκα, ανάσανα λίγο και συνέχεια τους εξήτασα. Από την εξέταση διαπίστωσα στο γεροδάσκαλο τραύμα της κεφαλής πλάγιο αποκαλυπτικό (αρκετά πάνω από το αυτί), δηλαδή είχε εκτιναχθεί δέρμα και κόκκαλο μαζί και είχε αποκαλυφθεί 61 η μήνιγγα (η τσίπα) σε μέγεθος μεγαλύτερο του εικοσάδραχμου, χωρίς να έχει θιχτεί η εγκεφαλική ουσία. Επέδεσα το γέρο-δάσκαλο και συνεννοήθηκα να τον μεταφέρουν ικανοί συναγωνιστές στο κοντινό Ντιπλοχώρι (παλιός ακατοίκητος συνοικισμός) να τον περιποιούνται, να τον προστατεύουν, να τον συντροφεύουν συνέχεια μέχρι να πεθάνει, μια και δεν υπήρχε καμιά ελπίδα διάσωσής του, κάτω από τις τοτινές συνθήκες. Μετά λίγες μέρες πέθανε ο ηρωικός δάσκαλος και ενταφιάστηκε εκεί με τα στοιχεία της ταυτότητάς του μέσα σ’ ένα μπουκάλι καλά κλεισμένο, και πριν λίγα χρόνια έγινε εκταφή και παρελήφθηκαν τα κόκκαλα του από τα παιδιά του. Ο άλλος ηρωικός Ελασίτης μας ο Κώστας Μακρυδάκης, παρουσίαζε δυστυχώς κι αυτός τραύμα-τρύπα-στον αριστερό κρόταφο, ένα πόντο μπροστά και πάνω από το αυτί με τη σφαίρα σφηνωμένη στο βάθος. Πιθανότατα εφαπτομένη του εγκεφάλου, γεγονός που διαπίστωσα με χειρουργική λαβίδα όταν προχωρώντας την σε βάθος πρόσκρουσε σε μεταλλικό αντικείμενο. Τον επέδεσα κι αυτόν τον ήρωα Κ. Μακρυδάκη κι έδωσα εντολή να τον συνοδέψει ένας συναγωνιστής για το χωριό Κισσό να τον παραλάβει ο Χαρίδημος Σμυρνάκης και γυρίζοντας εγώ προς τα εκεί την επομένη θα φρόντιζα για τα παραπέρα να κάνω εκεί τις αλλαγές και να καθαρίζω το τραύμα, αλλά περισσότερο θα φρόντιζα να ερχόταν στον Κισσό κανένας συνάδελφος χειρουργός να επιχειρήσει να του βγάλει το βλήμα, διαφορετικά ήταν και αυτός καταδικασμένος σε αργό θάνατο από μόλυνση του τραύματος και συνέχεια σηψαιμία. Έκανα μεγάλες προσπάθειες, ειδοποίησα μέσω της οργάνωσης δυο χειρουργούς στο Ρέθυμνο όμως κανείς δεν προσφέρθηκε. Πήγε και ο Στέλιος Κουμεντάκης στο Μοναστηράκι (Αμαρι) για άλλο χειρουργό που έμενε εκεί και δεν αρνήθηκε, αλλά όπως ήταν δύσκολη η μετακίνηση του (ήταν γέρος) δεν πρόλαβε, γιατί ωστόσο πέθανε και ο Κ. Μακρυδάκης. Βέβαια με λίγες πιθανότητες θα πηγαίναμε γιατί αποδείχτηκε στην εκταφή ότι η σφαίρα είχε τρυπήσει ολότελα το κεφάλι επομένως θα ‘πρεπε να εξασφαλιστεί άρτιο χειρουργείο – πράγμα αδύνατο για την εποχή εκείνη – και ανάλογη αντιβίωση, ενώ κυκλοφορούσαν μόνο σουλφαμίδες και αυτές μόνο ανάμεσα στους Γερμανούς καταχτητές. Πέρα από το καθήκον το δικό μου, πρόσφεραν μεγάλη συμπαράσταση και οι Χαρίδημος Σμυρνάκης από τον Κισσό ο Στ. Κουμεντάκης από το Σπήλι ο Μιχάλης Μπιζιργιανάκης από το Κεντροχώρι, που πέρα από τη συντροφιά που του πρόσφεραν νύχτα μέρα τις λίγες μέρες που έζησε στις νότιες πλαγιές του Κέντρους, πάνω από τον Κισσό, φρόντισαν και για την ταφή του όταν σύντομα υπέκυψε από τη μόλυνση του τραύματος (σηψαιμία) και την εκταφή του λίγα χρόνια αργότερα.»
Αυτά γράφει ο Χριστοφοράκης και μας σχολιάζει ο κ. Βαβουράκης. Θα συνεχίσουμε όμως στο αυριανό μας φύλλο με τις αναμνήσεις του τελευταίο αντάρτη εν ζωή και από τη μάχη αυτή.