Είναι γνωστή η σημαντική επιτυχία των Ελλήνων να καταλάβουν το Μπιζάνι το 1913, ανοίγοντας το δρόμο για την απελευθέρωση της ευρύτερης περιοχής των Ιωαννίνων, αλλά ποιος γνωρίζει ότι ένας Ρεθεμνιώτης ήταν ο επιτελάρχης.Ο γενναίος στρατιωτικός Κωνσταντίνος Σαπουντζάκης αρχηγός Στρατιάς Ηπείρου (1912-1913).
Ετοιμάζοντας το εισαγωγικό μέρος της εργασίας μας για τη συμβολή του Ρεθύμνου στη Μικρασιατική Εκστρατεία, εντοπίσαμε στην αλληλουχία των ιστορικών γεγονότων που προηγήθηκαν τον Σαπουντζάκη και σας τον παρουσιάζουμε.
Ήταν γιος του επίσης στρατιωτικού Βασιλείου Σαπουντζάκη από το Ρέθυμνο που ακολούθησε σταδιοδρομία αξιωματικού στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις. Διετέλεσε διοικητής της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων την περίοδο 1863 – 1869 καθώς και γενικός επιθεωρητής του Στρατού κατά τις περιόδους 1871 – 1872, 1876 – 1877 και 1886 – 1889.Διετέλεσε υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Κουμουνδούρου(1878).
Την ίδια πορεία ήθελε από μικρός να ακολουθήσει και ο μονάκριβος γιος του Κωνσταντίνος ο οποίος, ίσως και λόγω συγκυριών σύνδεσε το όνομά του με σημαντικότερα ιστορικά γεγονότα.
Ο Κωνσταντίνος γεννήθηκε στο Ναύπλιο, όπου υπηρετούσε ο πατέρας του, το 1846 Εισήλθε στη Στρατιωτική Σχολή, αποφοιτώντας ως βοηθός πυροβολικού το 1865. Έγινε ανθυπολοχαγός στις 9 Μαΐου 1867, υπολοχαγός στο 1873, λοχαγός Β’ τάξης το 1878, λοχαγός Α’ τάξης το 1880, ταγματάρχης το 1882, αντισυνταγματάρχης το 1890 και πλήρης συνταγματάρχης το 1896. Το 1867 επέστρεψε στην Κρήτη και με τον πατέρα του και πολέμησε στη συνεχιζόμενη κρητική εξέγερση.Εδώ κατά σύμπτωση θα συναντήσει και τον Κ. Σμολένσκη που θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην πορεία του Να θυμίσουμε ότι ο Σμολένσκη μετείχε στην Κρητική Επανάσταση(1866-1867) ως εθελοντής, όπου και διακρίθηκε στις συγκρούσεις στο Μυλοπόταμο και στο Αμπελάκι του Ρεθύμνου.
Τα προσόντα που έδειξε ο Σμολένσκυ κατά τις μάχες στην Κρήτη, έκαναν το επιτελείο του Στρατού να τον ξεχωρίσει και να τον στείλει για μετεκπαίδευση στην Γερμανία και στην Γαλλία.
Λαμπρές σπουδές όμως ακολούθησε και ο Κωνσταντίνος Σαπουντζάκης.Μετά την αποτυχία της εξέγερσης, στάλθηκε και αυτός για σπουδές στο εξωτερικό, στη Γερμανία, τη Βρετανία και τη Γαλλία.
Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα διορίσθηκε καθηγητής της στρατιωτικής τεχνολογίας στη Σχολή Ευελπίδων. Διετέλεσε επίσης καθηγητής του τότε διαδόχου Κωνσταντίνου και στη συνέχεια με το ξέσπασμα του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 ανέλαβε επιτελάρχης του αρχιστρατήγου Διαδόχου, ο οποίος ασκούσε τη γενική διοίκηση της κύριας ελληνικής δύναμης πεδίου, του στρατού Θεσσαλίας. Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897 (γνωστός στην Ελλάδα και ως Μαύρο ‘97 ή Ατυχής πόλεμος) ήταν ο πόλεμος μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του Βασιλείου της Ελλάδας το 1897. Άμεση αφορμή ήταν το Κρητικό Ζήτημα, στο οποίο η Ελληνική πλειοψηφία της Οθωμανικής επαρχίας της Κρήτης επιθυμούσε την Ένωση με την Ελλάδα. Παρά την αποφασιστική Οθωμανική στρατιωτική νίκη, η αυτόνομη Κρητική Πολιτεία υπό οθωμανική επικυριαρχία ιδρύθηκε το επόμενο έτος (ως αποτέλεσμα της παρέμβασης των Μεγάλων Δυνάμεων μετά τον πόλεμο), με τον Πρίγκιπα Γεώργιο της Ελλάδας και της Δανίας ως πρώτο Ύπατο Αρμοστή. Αυτή ήταν η πρώτη πολεμική προσπάθεια στην οποία δοκιμάστηκε το στρατιωτικό και πολιτικό προσωπικό της Ελλάδας μετά την Επανάσταση του 1821 και την πτώχευσή της τον Δεκέμβριο του 1893.
Μετά τη πτώση της κυβέρνησης Θ.Δηλιγιάννη ο Σαπουντζάκης αντικαταστάθηκε από τον Κ.Σμολένσκη,θεωρηθείς αυτός ως ένας από τους υπαίτιους της υποχώρησης.
H αντικατάσταση του Σαπουντζάκη, θεωρήθηκε «μεγίστη ασυνεσία» όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο ημερολόγιό του ο Ιωάννης Μεταξάς.
Σε εγγραφή του, συγκεκριμένα, με ημερομηνία 22 Απριλίου 1897 αναφέρει σχετικά για τον Ρεθεμνιώτη στρατιωτικό.
«Ο Σαπουντζάκης είναι εις εκ των ολιγίστων άριστα μορφωμένων αξιωματικών του στρατού μας. Ευγενέστατος, εμπνέει τον σεβασμόν και την αγάπην εις όσους ήλθον εις συνάφειαν μετ’ αυτού. Είναι σταθερός, επιβλητικός, ψύχραιμος. Ταχύς εις αντίληψιν, κρίσιν και απόφασιν. Καίτοι αυλικός είναι υπερήφανος και αξιοπρεπέστατος. Τρέφει δε μεγίστην αφοσίωσιν εις τον Διάδοχον. Δραστήριος εργατικός και θαρραλέος. Ως Αρχηγός του Επιτελείου ειργάζετο νυχθημερόν εις τας διοικήσεις του στρατού, εις την διεύθυνσιν των επιχειρήσεων, εις τας επιμελητείας, υγειονομικής υπηρεσίας και παντός εν γένει κλάδου, καθόσον οι διάφοροι αρχηγοί υπηρεσιών ουδεμίαν πρωτοβουλία είχον, μεθ΄ όλας τας παρακελεύσεις του και πάντοτε εζήτουν και τον ορισμόν των ελαχίστων λεπτομερειών. Μεγίστη ασυνεσία υπήρξεν η αντικατάστασίς του και θα χάση ο στρατός εκ της ελλείψεώς του».
Ο πρώτος διοικητής ΓΕΣ
Το 1899 διορίστηκε προϊστάμενος του τμήματος Προσωπικού στο υπουργείο Στρατιωτικών και το 1901 έγινε Επιτελάρχης της Γενικής Διοίκησης Στρατού, που έγινε Γενικό Επιτελείο Στρατού το 1904, με πρώτο επικεφαλής τον Σαπουντζάκη. Από τη θέση αυτή επέβλεψε την αναδιοργάνωση του Στρατού υπό τα υπουργικά συμβούλια Γεωργίου Θεοτόκη.
Προήχθη σε υποστράτηγο το 1909, το 1910-1912 ήταν αρχηγός της Υπηρεσίας Επιτελείου Στρατού του υπουργείου Στρατιωτικών Υποθέσεων. Στις 9 Απριλίου 1912 διορίστηκε επίδοξος αρχιστράτηγος του Στρατού Θεσσαλίας σε καιρό πολέμου,καθώς και πρόεδρος του Αναθεωρητικού Στρατοδικείου. Την ίδια χρονιά προήχθη σε αντιστράτηγο. Με το ξέσπασμα του Α’Βαλκανικού Πολέμου,στις 5 Οκτωβρίου 1912, τοποθετήθηκε επικεφαλής του Στρατού Ηπείρου,θέση που κράτησε μέχρι τις 11 Φεβρουαρίου 1913. Ο Στρατός της Ηπείρου ήταν μακράν ο μικρότερος από τους δύο στρατούς πεδίου που είχε η Ελλάδα και ουσιαστικά αποτελούσε μια μικρή μεραρχία πεζικού, με 8.197 άνδρες και 24 πυροβόλα. Αντιμέτωπη με ανώτερες οθωμανικές δυνάμεις (περίπου 15.000 άνδρες με 32 πυροβόλα της 23ης Τακτικής και 23ης Εφεδρικής Μεραρχίας) καθώς και στην ισχυρά οχυρωμένη θέση του Μπιζάνι,που φύλαγε τις νότιες προσεγγίσεις των Ιωαννίνων, η αποστολή της ήταν εξ ολοκλήρου δευτερεύουσα σε σχέση με τον κύριο στρατό της Στρατιάς, με επικεφαλής πάλι τον διάδοχο Κωνσταντίνο.
Παρόλα αυτά, οι Έλληνες προέλασαν και κατέλαβαν την Πρέβεζα στις 21 Οκτωβρίου 1912 και απέκρουσαν μια οθωμανική αντεπίθεση στη μάχη στα Πέντε Πηγάδια στις 24–30 Οκτωβρίου. Στη συνέχεια, οι επιχειρήσεις σταμάτησαν καθώς και οι δύο πλευρές περίμεναν ενισχύσεις. Με την άφιξη της 2ης Μεραρχίας Πεζικού, οι Έλληνες επανέλαβαν την επίθεσή τους προς τα Ιωάννινα στις 12 Δεκεμβρίου. Παρά την πρόωρη επιτυχία και την κατάληψη της κορυφογραμμής της Αετορράχης, η ελληνική επίθεση παραπαίει ενάντια στα πυροβόλα του Μπιζανίου και τις διαδοχικές αντεπιθέσεις των Οθωμανών. Η επίθεση τελείωσε στις 10 Δεκεμβρίου και οι επιχειρήσεις εκφυλίστηκαν σε πόλεμο θέσεων. Καθώς περισσότερες δυνάμεις ανασύρονταν από τη Μακεδονία προς την Ήπειρο, ο διάδοχος Κωνσταντίνος ήρθε να αναλάβει τη διοίκηση στην Ήπειρο τον Ιανουάριο του 1913, ενώ ο Σαπουντζάκης υποβιβάστηκε για να διοικήσει ένα απόσπασμα που αποτελούσε την 6η και την 8η Μεραρχία Πεζικού. Από το πόστο αυτό συμμετείχε στην τελική κατάληψη του Μπιζανίου και των Ιωαννίνων στις 22 Φεβρουαρίου 1913.
Το Ρέθυμνο σε πελάγη αγωνίας
Τα πολεμικά γεγονότα κρατούσαν άγρυπνο το Ρέθυμνο που αγωνιούσε για την τύχη των παιδιών του εκεί στο μέτωπο.
Αδιαφορώντας για το κρύο μαζεύονταν κάθε μέρα μέχρι και τη νύχτα κάτω από το Αγγλικό Τηλεγραφείο (σημερινή οικία Δρανδάκη) και περίμεναν νεότερα.
Όταν έφθανε κάτι που θα έπρεπε να ανακοινωθεί έβγαινε στο παράθυρο ο διευθυντής να ενημερώσει το πλήθος.
Αν καθυστερούσε να γίνει αυτό εύρισκε κυριολεκτικά το μπελά του ο υπάλληλος του τηλεγραφείου Βαγγέλης Πλειαδάκης μόλις πρόβαλε από την πόρτα. Γεμάτοι αγωνία τον περικύκλωναν οι υπομονετικά αναμένοντες πιέζοντάς τον να πει καμιά πληροφορία παραπάνω. Πίστευαν ότι αφού εργάζεται εκεί όλο και κάτι παραπάνω θα έπαιρνε το αυτί του.
Μια αντίστοιχη εικόνα αντίκριζες και έξω από την Νομαρχία. Περίμεναν κι εκεί μέχρι τη νύχτα μήπως βγει ο νομάρχης να τους ανακοινώσει κάποιο νέο από το μέτωπο.
Μέσα στην παραζάλη της αναμονής η παραπληροφόρηση ήταν στις δόξες της.
Μέσα στα τόσα ανυπόστατα που ακούστηκαν ήταν και η «αυτοκτονία» του στρατηγού Σαπουντζάκη.
Από πού κι ως που διέρρευσε ένα τέτοιο ανυπόστατο ανακοινωθέν κανένας δεν έμαθε ποτέ.
Είχε όμως και συνέχεια το σενάριο αυτό με νεώτερο «παράρτημα» που εξηγούσε και τους λόγους που ο στρατηγός προέβη στο απονενοημένο διάβημα. Κυκλοφόρησε λοιπόν πως ο Μεταξάς που ήταν επιτελάρχης (αν και είδαμε πως έπλεκε το εγκώμιο του Σαπουντζάκη το 1897) τώρα από φθόνο στο Ρεθεμνιώτη ήρωα, παρέσυρε τον Κωνσταντίνο, γνωστό για την έλλειψη βούλησης που τον χαρακτήριζε και δεν του έστειλε τις ενισχύσεις που είχε απόλυτη ανάγκη, για να μη καρπωθεί τη δόξα του εκπορθητή του Μπιζανίου. Έτσι τον εξανάγκασε να αυτοκτονήσει!!!
Η πληροφορία αυτή διατηρήθηκε – και καταλαβαίνουμε τους λόγους – μέχρι που ο, τύποις αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος, με την μεγάλη τελική επίθεση κατάφερε να ρίξει το Μπιζάνι.
Η μεγάλη είδηση ανακοινώθηκε από το νομάρχη που είχε ήδη μεταβεί στο αγγλικό τηλεγραφείο και από κοινού με το διευθυντή ανήγγειλαν σε τονικότητα θριάμβου.
«Έπεσε το Μπιζάνι…».
Κι όπως μας ενημερώνει ο Θεμιστοκλής Βαλαρής στο βιβλίο του «Μια πόλη αναμνήσεις» την ανακοίνωση ακολούθησε πανηγύρι αφάνταστο.
Επιτέλους μετά από πολύμηνη πολιορκία που είχε κορυφώσει την αγωνία αυτών που περίμεναν νέα στα μετόπισθεν καθώς μεγάλος αριθμός στρατιωτών και εθελοντών που πολεμούσαν ήταν από το Ρέθυμνο η νίκη έστεψε τα όπλα των Ελλήνων.
Ήταν όμως μέγα γεγονός και για τον υπόλοιπο ελληνισμό αν κρίνουμε και από σχετικά δημοσιεύματα στο διαδίκτυο που αναφέρουν:
Επικός αγώνας
Μέγας σταθμός στην ιστορία, όχι μόνον των Ιωαννίνων, αλλά και όλης της Ελλάδας, είναι ο επικός αγώνας γύρω από το Μπιζάνι και η απελευθέρωση των Ιωαννίνων την 21 Φεβρουαρίου 1913. Πολλοί από όσους έζησαν τα γεγονότα άφησαν αφηγήσεις – περιγραφές. Όμως, η πιο λιτή και παραστατική περιγραφή είναι του Γιαννιώτη λόγιου Ευάγγελου Μπόγκα.
Στις 17 Σεπτεμβρίου 1912, οι Βαλκανικοί τότε σύμμαχοι (Ελλάς, Σερβία, Μαυροβούνιο, Βουλγαρία) κήρυξαν γενική επιστράτευση. Στις 4 Οκτωβρίου οι τρεις άλλοι σύμμαχοι άρχισαν τον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Στις 5 Οκτωβρίου εκήρυξε και η Ελλάδα τον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Ο ελληνικός στρατός συγκροτήθηκε σε δύο τμήματα. Το μεγαλύτερο, είχε παραταχθεί στα βόρεια σύνορα, προς τη Μακεδονία. Γιατί εκεί θα κρίνονταν η τύχη του πολέμου.
Το μικρότερο, με Αρχηγό τον στρατηγό Κων. Σαπουτζάκη, είχε προορισμό μάλλον να επιτηρεί τους Τούρκους της Ηπείρου. Ο ενθουσιασμός, όμως, των στρατιωτών θα ανάγκαζε τον αρχηγό να επιχειρήσει σπουδαιότερα πράγματα. Έτσι, στις 5 Οκτωβρίου 1912 ο Σαπουτζάκης εξέδωσε μια απέριττη διαταγή «Από της μεσημβρίας της σήμερον, το στράτευμα τίθεται εις εμπόλεμον κατάστασιν απέναντι του τουρκικού στρατού…».
Η δύναμη του στρατού: 7.774 άνδρες, αξιωματικοί 213 «σπάθαι 141», βαρέα πυροβόλα 4, ελαφρά 18. Αυτό ήταν το στράτευμα. Μια δράκα από γενναίους που τους συντρόφευε η ευχή της Ελλάδος και τους περίμενε με λαχτάρα η σκλαβωμένη από το 1430 θυγατέρα της, η εύανδρος Ήπειρος.
Οι γενναίοι, με την πολεμική ιαχή των κατοίκων της Άρτας: Στα Γιάννινα! Στα Γιάννινα! Και με το τραγούδι στο στόμα: «Αφήνω γεια… κι εγώ πάγω στα Γιάννινα», διάβηκαν στις 6 Οκτωβρίου το θρυλικό γιοφύρι.
Ο χειμώνας του 1912-1913 ήταν εξαιρετικά βαρύς. Πώς θα κοιμηθούν απόψε στα χιονισμένα βουνά τα παιδιά; (οι στρατιώτες). Πού θα κρυφτούν από παγερό βοριά που κοκκαλώνει τα πάντα; Αυτός ήταν ο μεγάλος καημός των Γιαννιωτών, κάθε φορά που το κρύο δυνάμωνε. Οι Γιαννιώτισσες έκαναν σταυρούς και προσκυνήματα, μπρος στα εικονίσματα, για να φυλάει ο Θεός «τα παιδιά μας» που έχυναν αίμα και έδιναν τη ζωή τους, για την Ήπειρο.
Το βράδυ της 20ης Φεβρουαρίου ο Γεώρ. Χατζής, ακούγοντας το ολονύκτιο κανονίδι της μεγάλης επίθεσης του Ελληνικού Στρατού, μετουσίωσε τα αισθήματά του στους παρακάτω στίχους:
Τέτοιο γλυκό τραγούδι καμιά φλογέρα
ποτές έτσι δεν γλύκανε ανθρώπων την καρδιά,
όπως απόψ’ η τρομερή που σχίζει τον αέρα
ολόγυρα στα Γιάννενα η αγριοκανονιά!
Ποτές κανένα φέξιμο μέσ’ στο σκοτάδι
της φυλακής δεν έριξε στο σκλάβο έτσι λαρό
όπως ετούτη η τρομερή φωτιά, π’ απόψε βράδυ
φλογεί όλα τα Γιάννενα με φώτο φοβερό!..
Γλυκό κανόνι να’ ξερες πόσο γλυκειά η λαλιά σου!
Η απελευθέρωση
Τη νύχτα της Τετάρτης 20 Φεβρουαρίου, που ο Βελισσαρίου με τον Ιατρίδη είχαν αποκόψει τις συγκοινωνίες του Μπιζανίου με τα Γιάννινα (στον Αϊ Γιάννη) και διαδραματίζονταν τα ιστορικά γεγονότα στο Ελληνικό Στρατηγείο του Εμίν Αγά των απεσταλμένων του Εσάτ Πασά για την παράδοση, συνοδεία του Βελισσαρίου, μέσα στα Γιάννινα, το Κέντρο ήταν ανάστατο. Περνούσε ώρες μεγάλης αγωνίας. Οι χιλιάδες των Τουρκαλβανών που γύριζαν με μεγάλη αταξία από το μέτωπο που κατέρρεε, λεηλατούσαν και έκαιαν τα καταστήματα…
Άντρες και γυναίκες, άγρυπνοι πίσω από τα παραθυρόφυλλα, με φωνές και κατάρες εμπόδιζαν τους Τουρκαλβανούς να αποτελειώσουν το ανόσιο έργο τους, καθώς έφευγαν από δημόσιο δρόμο για το Αργυρόκαστρο μπουλούκια – μπουλούκια. Και ακούγονταν τότε από ψηλά οι γιαννιώτικες κατάρες «Στα τσακίσματα και στα λιανίσματα! Στον αγύριστο! Στην Κόκκινη Μηλιά! Παλιόσκυλα!».
Έτσι, ξημέρωσε η άγια και αλησμόνητη αυγή της 21ης Φεβρουαρίου 1913. Το τι έγινε πλέον από τη στιγμή που μαθεύτηκε η κατάληψη, δεν περιγράφεται.
Φρενίτιδα ενθουσιασμού είχε καταλάβει τους Γιαννιώτες. Η πλατεία είχε γίνει κόκκινη από τα σχισμένα και πεταμένα φέσια, που τα φορούσαν υποχρεωτικά ως σύμβολα δουλείας. Χιλιάδες ανθρώπων μη μπορώντας να φιλήσουν τους καβαλάρηδες, τους γενναίους ελευθερωτές, φιλούσαν τα φάλαρα και τα χαλινάρια των αλόγων σαν αγιασμένα κειμήλια.
Οι πολίτες, γνωστοί και άγνωστοι αγκαλιάζονταν, ενώ πυροβολισμοί χαιρέτιζαν την ύψωση της γαλανόλευκης στο Διοικητήριο, που ήταν στη θέση που βρίσκεται σήμερα το Δημαρχείο.
Στην κορυφή της μεγάλης πόρτας του Κάστρου (ρολόι) είχε σκαρφαλώσει ένας θαρραλέος νέος, που είχε πάρει τον μεγάλο σταυρό της Μητρόπολης και πάσχιζε να τον στηρίξει εκεί.Το είχε τάξει στους Τούρκους που τον είχαν φυλακίσει πολλές φορές. Ο νέος αυτός ήταν ο θερμός αγωνιστής της «Ηπειρωτικής Εταιρείας» Αθανάσιος Τσεκούρας. Εκτός της άλλης μεγάλης δράσης του, είναι αυτός που πλησίασε και έπεισε τον Νικολάκη Εφέντη (Μιζαντζόγλου), να δώσει τα σχέδια των οχυρών του Μπιζανίου.
Το βράδυ της απελευθέρωσης κανένας δεν κοιμήθηκε. Τα γιαννιώτικα σπίτια φιλοξενούσαν και κοίμιζαν τους ελευθερωτές. Για πρώτη φορά ύστερα από μήνες θα κοιμότανε σε ζεστό κρεβάτι.
Στο πατρικό μου, (γράφει ο Ευάγ. Μπόγκας), φιλέψαμε με την τελευταία μας κότα και σπιτικό κρασί, τρεις στρατιώτες από το Ναύπλιο, αλλά χωρίς ψωμί. Μας φίλεψαν εκείνοι με κάτασπρη κουραμάνα. Η πολύμηνη πολιορκία είχε εξαντλήσει τα πάντα…
Οι κάτοικοι στενοχωριόνταν που δεν μπορούσαν να περιποιηθούν τους Έλληνες στρατιώτες, που τους περίμεναν γενεές γενεών Ηπειρωτών, όπως τους άξιζε. Και έβλεπες τότε, άλλος να σφάζει τα κουνέλια του και άλλος τα αγαπημένα του περιστέρια. Κάποιος, μάλιστα, όπως μαθεύτηκε, έσφαξε και μία πέρδικα, που είχε χρόνια φυλαγμένη στο κλουβί, μη έχοντας τίποτα άλλο να προσφέρει…
Όσο για το Σαπουντζάκη, που βίωσε έντονο παρασκήνιο σε βάρος του, μέχρι και φήμες για αυτοκτονία του, αντί να περάσει στην αντεπίθεση αποκαθιστώντας την ιστορική αλήθεια, άφησε τους ενδιαφερομένους να καρπωθούν τη νίκη του και μετά την άλωση των Ιωαννίνων αποσύρθηκε από το στρατό.
Διορίστηκε διευθυντής του Ταμείου Συντάξεων Στρατού το 1926–29 και πέθανε το 1931. Ήταν παντρεμένος αλλά δεν είχε παιδιά.
Αυτός ήταν ο Κωνσταντίνος Σαπουντζάκης που ευτυχώς έλαβε τις τιμές που του άξιζαν αν κρίνουμε και από τις προτομές του.
Πηγές:
Βικιπαίδεια
Ακτίνες: H Άλωση του Μπιζανίου, όπως την διηγούνται όσοι την έζησαν!..
Θεμιστοκλή Βαλαρή: Μια πόλη αναμνήσεις.
Συνοπτική Ιστορία του Γενικού Επιτελείου Στρατού 1901–2001 (Συνοπτική ιστορία του Ελληνικού Γενικού Επιτελείου Στρατού 1901–2001).