Σ’ ένα σπάνιο άνθρωπο που τίμησε την εκπαίδευση θ’ αναφερθούμε σήμερα. Στον Κωνσταντίνο Γιαννακάκη. Αληθινό άρχοντα και θεματοφύλακα των παραδόσεων.
Ο Κωνσταντίνος Γιαννακάκης γεννήθηκε στις Μέλαμπες το 1878. Ήταν γιος του Γεωργίου και της Καλλιόπης το γένος Εργινουσάκη από τα Σαχτούρια του ηρωισμού και της θυσίας.
Όπως πολλοί άλλοι της εποχής δεν ήταν οι γονείς με τα ενδιαφέροντα και τα μέσα των σημερινών. Φτωχοί και αγράμματοι ήταν. Ταπεινοί εργάτες της γης. Είχαν όμως «φόβο Θεού» και περιουσία τις παρακαταθήκες των προγόνων τους. Με αυτές τις αρετές μεγάλωσαν τα πέντε τους παιδιά. Ο τέταρτος στη σειρά ήταν ο Κωνσταντίνος.
Αυτές οι εικόνες των γονέων του σε ώρα προσευχής, σε συναθροίσεις αγάπης και παράδοσης, σε ημέρες μόχθου, αλλά πάντα με χαμόγελο και πίστη για το αύριο χάλκευσαν υγιή πρότυπα και ιδανικά στην διαπαιδαγώγησή του.
Στη σχολή του «Αγίου Πνεύματος»
«Έπαιρνε τα γράμματα» όπως έλεγαν οι συγγενείς και φίλοι και τον καμάρωναν. Και ο μεροκαματιάρης πατέρας δεν μπορούσε ν’ αγνοήσει την έφεση αυτή του παιδιού του και τη δίψα του για γνώση.
Μετά από αρκετές ξάγρυπνες νύχτες κι αφού μέτρησε όλες τις παραμέτρους για να μην αδικηθούν και τα άλλα παιδιά πήρε τη μεγάλη απόφαση. Και ένα πρωί ζήτησε από τη γυναίκα του να ετοιμάσει τον Κωνσταντίνο τους. Θα τον έστελνε στην περίφημη σχολή του «Αγίου Πνεύματος». Δεν είναι σχήμα λόγου να προσθέσουμε για τους νεότερους ότι η σχολή αυτή χάρις στο διδακτικό της προσωπικό είχε το κύρος εκπαιδευτηρίου από τα σημαντικότερα της εποχής και όχι μόνο σε τοπικό επίπεδο. Μέγιστοι της διανόησης και της εκπαίδευσης δίδασκαν εκεί. Άξιζε λοιπόν κάθε θυσία προκειμένου ο νεαρός Γιαννακάκης να λάβει μια εξαιρετική παιδεία.
Όσο για τον Κωνσταντίνο δεν ήξερε πώς να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του για το θείο δώρο που του πρόσφερε η οικογένειά του. Γιατί -δείγμα κι αυτό της όμορφης οικογένειας που είχαν δημιουργήσει ο Γεώργιος και η Καλλιόπη- όλα τ’ αδέλφια χάρηκαν για τον Κωνσταντίνο τους.
Η μητέρα τακτοποίησε με ευχές και προσευχές τα λίγα φτωχικά αλλά πεντακάθαρα ρούχα του γιου της κι όταν ήταν όλα έτοιμα πήραν τον Κωνσταντίνο, ο πατέρας και ο αδελφός του Μύρωνας και τον συνόδευαν στη σχολή.
Η συγκίνηση που έπνιγε το μικρό μαθητή, όσο ένιωθε τους δικούς του να τον αποχαιρετούν στο κατώφλι, ακίνητοι μέχρι να χαθούν στο βάθος του δρόμου, μετριάστηκε με τη θερμή υποδοχή που έτυχε στη σχολή.
Από την πρώτη στιγμή οι δάσκαλοί του τον υποδέχτηκαν με στοργή. Αν και υπήρχαν κανόνες, που έδειχναν στους μαθητές τα όριά τους, ο Κωνσταντίνος μόνο όμορφες μνήμες απεκόμισε και τις ανέφερε μέχρι τα βαθειά του γεράματα.
Πώς να ξεχάσει μια πράξη ανθρωπιάς που σημάδεψε τη ζωή του;
Δεν είχε πολλά ρούχα και τα σκεπάσματά του δεν ήταν αρκετά. Από αξιοπρέπεια περιορίστηκε σε αυτά που διέθετε χωρίς να επιτρέψει στον εαυτό του καμιά έκφραση δυσαρέσκειας είτε παράπονου. Στο σπίτι τους ήταν άγνωστη η γκρίνια για τις δυσκολίες της ζωής και για την όποια στέρηση αντιμετώπιζαν. Πρόλαβαν όμως οι δάσκαλοι και διαπίστωσαν τις σοβαρές ελλείψεις στις αποσκευές του Κωνσταντίνου.
Και ήταν μεγάλη η έκπληξη του παιδιού όταν του χάρισαν μια κουβέρτα και μάλιστα τον σκέπασαν με αυτή. Όπως έκανε ο πατέρας του τα βράδια.
«Μ’ αυτή την κουβέρτα να σκεπάζεις Κωστή μεθαύριο τα παιδιά σου», του είπε ένας από αυτούς.
Ζηλευτή μόρφωση
Σαν πραγματικοί γονείς του συμπεριφέρονταν στη σχολή γι’ αυτό όσο κι αν του έδειχναν την αγάπη τους, δεν του «χάριζαν» όταν κάτι δεν πήγαινε καλά στην εκπαίδευση, είτε στη συμπεριφορά του. Όταν για παράδειγμα έδειξε αδυναμία ν’ αποστηθίσει τον 50ο ψαλμό.
(Ελέησον με ο Θεός κατά το μέγα έλεος σου, και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψον το ανόμημά μου….») έδειξαν τη δέουσα αυστηρότητα, έτσι που να τον θυμάται σε όλη την υπόλοιπη ζωή του.
Αυτούς τους δασκάλους, Μιχαήλ Πρεβελάκη, Βασίλειο Μαρκάκη και τόσους άλλους, δεν τους ξέχασε ποτέ. Και πάντα τους μνημόνευε στις νοσταλγικές του αναδρομές.
Ενδεικτικό είναι ότι ακόμα στο σπίτι του στο Βάτο δεσπόζουν στον τοίχο τεράστιες οι φωτογραφίες των δασκάλων του. Κάτι που δεν συναντάμε αλλού.
Μετά τις επιτυχείς σπουδές του αξιώθηκε να πάρει με άριστα τη σχολή του και να διοριστεί δάσκαλος.
Το πρώτο χτυποκάρδι
Η πρώτη του θέση ήταν στο χωριό του τις Μέλαμπες. Δίδαξε για λίγο εκεί και μετά τον έστειλαν στο Βάτο. Το ιστορικό χωριό των Παπαδάκηδων.
Εκεί τον περίμενε και το πρώτο ερωτικό χτυποκάρδι. Μια μαθήτρια ξεχώριζε για την καλλονή της. Ήταν η Μαρία Παπαδαντωνάκη.
Άνθρωπος με παραδοσιακές αρχές ο Κωνσταντίνος δεν επέτρεψε στον εαυτό του καμιά σκέψη που να δημιουργούσε πρόβλημα στη μικρούλα.
Κράτησε το αίσθημά του σαν ακριβό μυστικό. Μόνο τη μέρα που της έδινε το απολυτήριο, τόλμησε να τη ρωτήσει που ήταν ο πατέρας της. Γιατί ως τότε μόνο τη μητέρα της είχε γνωρίσει.
Η κοπέλα του είπε τότε την προσωπική της τραγωδία. Ήταν ορφανή. Δεν είχε ούτε αδέλφια. Μόνο τη μητέρα της που εκείνη μόνο ήξερε τι τράβηξε για να τη μεγαλώσει.
Ο νεαρός δάσκαλος δεν μπόρεσε να κρατήσει άλλο τον έρωτά του μυστικό. Χωρίς δεύτερη σκέψη ζήτησε το χέρι της Μαρίας από τη μητέρα της. Εκείνη το είδε σαν δώρο εξ ουρανού και φυσικά δέχτηκε με χαρά την πρόταση.
Ο γάμος τους έγινε εφαλτήριο μιας ανέφελης ζωής γεμάτης αγάπη, σεβασμό, έρωτα. Απέκτησαν έξι παιδιά. Τέσσερα αγόρια και δύο κορίτσια.
Ο Κωνσταντίνος πετούσε στα σύννεφα. Η γυναίκα του τον έκανε τόσο ευτυχισμένο. Και τα παιδιά του ήταν αξιολάτρευτα. Δυστυχώς όμως η ευτυχία του δεν κράτησε για πολύ.
Η Μαρία του αρρώστησε ξαφνικά. Ο άτυχος σύζυγος δεν ήξερε πώς να τη βοηθήσει να γίνει καλά. Και πού δεν πήγε να ζητήσει ιατρική βοήθεια. Δεν τα κατάφερε όμως να τη γιατρέψει. Ξεψύχησε στα χέρια του κι εκείνος έφθασε στα όρια της τρέλας.
Μα κάποια στιγμή μάζεψε τις δυνάμεις του και θυμήθηκε τις υποχρεώσεις στα παιδιά του, στην πεθερά του που είχε σαν μητέρα του και το σχολείο.
Ευτυχώς η μεγάλη του κόρη δεν άργησε να καλοπαντρευτεί. έτσι όπως ήταν όμορφη και καλοαναθρεμμένη.
Μια ηλιαχτίδα στη ζωή του
Η ζωή κυλούσε βασανιστική για τον Κωνσταντίνο που δεν μπορούσε με τίποτα να ξεπεράσει τον χαμό της Μαρίας του.
Κι εκεί που δεν το περίμενε η ζωή του ξαναχαμογέλασε στο πρόσωπο της Ευαγγελίας Κουνδουράκη. Ήταν μια εξαιρετική κοπέλα από τον Αρδακτο.
Με βαριά καρδιά ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να την παντρευτεί αλλά έπρεπε να σκεφτεί τους δικούς του. Τα παιδιά του είχαν απόλυτη ανάγκη από μια μητέρα.
Ο χρόνος δικαίωσε την επιλογή του. Αμέσως μετά τον γάμο η Ευαγγελία, πήρε πρωτοβουλία να φέρει για καλά την άνοιξη στο νέο της σπίτι. Αποδείχτηκε μια πολύτιμη σύντροφος για τον Κωνσταντίνο και μια τρυφερή μάνα για τα πέντε παιδιά του. Τι να προσφέρει η παντρεμένη κόρη που είχε η καημένη το δικό της σπιτικό;
Η Ευαγγελία ήταν σπουδαία γυναίκα. Δεν έδωσε στα μικρά ορφανά την αφορμή να νιώσουν την απώλεια της μάνας ακόμα κι όταν απέκτησε κι εκείνη τρία κορίτσια.
Μεγάλωναν τα παιδιά χωρίς κανένα να παραπονεθεί για παραγκωνισμό. Μια ανοικτή αγκαλιά είχε για όλα η δεύτερη γυναίκα του Κωνσταντίνου.
Όπως συμβαίνει σε κάθε ευτυχισμένο σπιτικό ο φθόνος παρεμβαίνει για να φέρει την καταστροφή. Μια γειτόνισσα λοιπόν αποκάλυψε στις κόρες της Ευαγγελίας ότι τ’ άλλα παιδιά ήταν από την πρώτη γυναίκα του δασκάλου. Εκείνα ξαφνιάστηκαν. Απορημένα ζήτησαν εξηγήσεις από τη μητέρα τους. Κι εκείνη θύμωσε πολύ. «Να γυρεύετε τη δουλειά σας τους είπε αυστηρά. Και να μην ακούτε τι λένε οι ξένοι».
Πατέρας αγωνιστών και ηρώων
Οι οικογενειακές υποχρεώσεις δεν του επέτρεψαν να υπηρετήσει την πατρίδα του. Είχε όμως μεταδώσει στα παιδιά του την αγάπη για την Ελλάδα. Κι αυτό φάνηκε στους χαλεπούς καιρούς.
Όπως μου διηγήθηκε η εκλεκτή του κόρη εκπαιδευτικός κ. Μαρία Δερεδάκη, με την υπέροχη γραφή, μετά από θερμή παράκλησή μου να βρω περισσότερα στοιχεία για τον πατέρα της, κάθε παιδί έχει να παρουσιάσει και κάτι αξιομνημόνευτο.
Ο Μανόλης τους τραυματίστηκε στην Αλβανία. Έχασε την περόνη του δεξιού του ποδιού κι έκτοτε φορούσε σιδερένιο πόδι.
Ο Γιάγκος αρρώστησε από πλευρίτιδα κι έζησε λίγα χρόνια. Ο Αριστομένης περιπλανήθηκε αφάνταστα μετά την κατάρρευση του μετώπου. Μετά από περιπέτειες πολλές έφθασε στον Άρδακτο, που τον περίμενε η γυναίκα του. Ήταν νιόπαντρος όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος.
Ο Ευπρέπιος ήταν αστυνομικός. Αυτός έζησε τον δικό του γολγοθά έχοντας ενεργό ρόλο στην αντίσταση.
Τον έστελναν οι ναζί να φέρει 20 εργάτες για τις αγγαρείες στο Τυμπάκι κι εκείνος με κίνδυνο της ζωής του επέστρεφε με δυο τρεις προσποιούμενος ότι δεν βρήκε τους άλλους. Αυτό δεν μπορούσε βέβαια να συνεχιστεί. Αναγκάστηκε να βγει στο βουνό με τους αντάρτες. Έμεινε ο πατέρας με τ’ άλλα παιδιά για να υποστούν τις συνέπειες.
Για κείνους όμως είχε μεγαλύτερη σημασία ότι δεν κάηκε το χωριό. Τ’ άλλα τους δεινά τα υπέστησαν με αξιοπρέπεια.
Η κόρη του Κωνσταντίνου Ειρήνη παντρεμένη στο Κεντροχώρι, δεν άργησε να συλληφθεί από τους Γερμανούς. Η κατηγορία αρκετή για να τη στείλουν στο απόσπασμα. Τροφοδοτούσε τρεις Άγγλους. Ο άντρας της Γιάννης Περδίκης που ήταν κοινοτάρχης, δεν μπορούσε να ξεχάσει το χρέος του σαν πατριώτης. Έμεναν τα παιδιά τους στον δρόμο.
Ο Κωνσταντίνος και η Ευαγγελία πήραν αμέσως τα εγγονάκια τους στο σπίτι στο Βάτο τρέμοντας για την τύχη κόρης και γαμπρού. Τελικά η κόρη μετά από φρικτή ταλαιπωρία που δεν τη λύγισε, στάθηκε τυχερή από μια αμνηστία που δόθηκε και ο άντρας της βρήκε το περιθώριο να κρυφτεί.
Ευσεβής πάντα και κοντά στην Εκκλησία
Ο δάσκαλος δεν έχασε ούτε λεπτό την πίστη του. Είτε από το ψαλτήρι, είτε προσευχόμενος στο εικονοστάσι του ευχαριστούσε για τη σωτηρία των παιδιών του και ευχόταν από καρδιάς για την ανάσταση της σκλαβωμένης του πατρίδας.
Η Κύπρος ήταν πάντα στη σκέψη του. Ευτυχώς δεν έζησε τα γεγονότα της διχοτόμησης.
Ο Γιαννακάκης ήταν πρότυπο δασκάλου, αλλά και ανθρώπου. Απευθυνόταν με ευγένεια προς όλους ανεξαρτήτως ηλικίας. Σε βαθμό να τον πειράζουν για την προσφώνηση «Κύριε» και «Κυρία» προς όλους.
Λάτρης της γλώσσας γνώριζε με επιστημονική ακρίβεια την ετυμολογία κάθε λέξης. Και χρησιμοποιούσε την καθαρεύουσα μ’ ένα ιδιαίτερα χαριτωμένο τρόπο που του πρόσδιδε κύρος και αναδείκνυε το πνευματικό του ανάστημα.
Το σπίτι του ήταν πάντα ανοικτό να φιλοξενήσει τον ιερέα που ερχόταν από τα Κεραμέ και ο ίδιος ήταν ψάλτης στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου στο χωριό για εξήντα ολόκληρα χρόνια!
Λάτρευε το διάβασμα και ήταν αμέτρητες φορές που άνοιγε με ιδιαίτερο σεβασμό και τα παλιά του βιβλία, για να διαβάσει και να σχολιάσει με περηφάνια το μεγαλείο της κλασικής αρχαιότητας.
Σαν δάσκαλος ήταν αυστηρός, μεθοδικός, αγαπητός σε όλους. Σαν πραγματικός πατέρας φερόταν στους μαθητές του. Ο ίδιος τους περνούσε έναν έναν από τα ρυάκια όταν έρχονταν ή πήγαιναν στα χωριά τους τον Άρδακτο και τον Ακτούντα.
Υπηρέτησε σε αρκετά χωριά της επαρχίας του, αλλά και του Μυλοποτάμου. Άρχοντας στην ψυχή και στους τρόπους δεν δίσταζε να δίνει χαρά στους μαθητές του από το φτωχό του βαλάντιο τις γιορτινές μέρες.
Η φιλοξενία του παροιμιώδης κι ας ήταν δύσκολα τα χρόνια. Ο ίδιος θα μπορούσε να στερηθεί. Ο φιλοξενούμενος όμως επώνυμος ή ανώνυμος έφευγε καταϋποχρεωμένος. Αγάπησε το χωριό του και συνέβαλε σε βασικά έργα υποδομής. Βάφτισε πολλά παιδιά και πάντρεψε αρκετά ζευγάρια. Ήταν πάντα ο σοφός Νέστορας που έκανε τη σωτήρια παρέμβαση σε κάθε κοινωνικό πρόβλημα. Συμφιλίωνε αδέλφια και ανδρόγυνα κι έφερνε παντού την ευλογία.
Και ποτέ δεν επιδίωξε ανταπόδοση στην τόση του προσφορά.
Έφυγε στις 9 Δεκεμβρίου 1969 σε βαθειά γεράματα. Ήταν ικανοποιημένος που οι δυο του κόρες έκαναν σπουδαία καριέρα στην εκπαίδευση και όλα του τα παιδιά είχαν τακτοποιηθεί. Καμάρωσε τα εγγόνια του.
Ο ήλιος του έδυσε σ’ έναν ορίζοντα γεμάτο από χρώματα αγάπης και σεβασμού. Όπως του άξιζε.
Μερικοί μπορεί να μην τον θυμούνται πια. Ήταν όμως αναμφισβήτητα η ήρεμη δύναμη της εκπαίδευσης και της ανθρωπιάς.