Του ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΥΡΟΤΣΟΥΠΑΚΗ*
Βλέποντας κανείς τον τίτλο του βιβλίου αυτού και τη συνοδευτική του υποσημείωση και μη έχοντάς το ακόμη διαβάσει, θα υπέθετε πως πρόκειται για μια οικονομικο-στατιστικού χαρακτήρα μελέτη, που ασχολείται με αριθμούς, μετρήσεις, εμπορικές συναλλαγές με τα σχετικά τους, και έστω, λίγο, με περιγραφές και ανθρώπους. Η ελαιογραφία, βέβαια, του εξώφυλλου, έργο και αυτή του συγγραφέα, που είναι παράλληλα και ζωγράφος, θα ήταν αναιρετική της παραπάνω υπόθεσης, καθώς η εικόνα, το ύφος, η τεχνική και τα χρώματά της κάθε άλλο παρά στην τυπική, «ψυχρή» λογική των στατιστικών παραπέμπουν. Το αντίθετο. Προδιαθέτουν για περιεχόμενο συναισθηματικά «χρωματισμένο» και με παλιές μνήμες διαποτισμένο. Προδιαθέτουν για αναφορά σε έναν τόπο που οι άνθρωποί του έχουν ριζωμένη την ψυχή τους στα θεμέλιά του, τόσο βαθιά συναρτημένα το νου και την καρδιά τους με τα παραδοσιακά του συστατικά, έτσι ώστε να διακρίνονται για έναν ιδιότυπο τοπικισμό. Όχι ωστόσο αυτόν της εγωιστικής προβολής ή κούφιας έξαρσης των πλεονεκτημάτων του, όσο αυτόν της υπογράμμισης μιας διαφορετικότητας στην αίσθηση της καταγωγής και ενός ξεχωριστού ήθους, που προέρχονται από την παρακαταθήκη μιας πλούσιας κληρονομιάς αγωνιστικών και κοινωνικών παραδόσεων, εμφυτευμένων μέσα τους ηθελημένα ή ακούσια.
Και είναι αρκετοί οι Ατσιπουλιανοί που έχουν μιλήσει και μιλούν για τον τόπο τους με τον πεζό ή τον ποιητικό λόγο, την ιστορική και λαογραφική έρευνα ή τον ζωγραφικό χρωστήρα, εκθέτοντας τους λόγους και τις αφορμές που τους συνδέουν μαζί του, τα φανερά ή κρυφά «κεντρίσματα» που τους ώθησαν να εξιστορήσουν, να περιγράψουν, να υμνήσουν ποιητικά ή εικαστικά το φυσικό τοπίο, τους ανθρώπους, τα κοινωνικά ήθη την υλική και άυλη κληρονομιά του Ατσιπόπουλου.
Τελευταίος χρονικά από αυτούς ο Κωστής με το πόνημά του αυτό. Όχι, βέβαια, «έσχατος», όπως η έμφυτη ταπεινοφροσύνη του τον κάνει να υποτιμά εισαγωγικά το δημιούργημά του. Γιατί, ενώ πρόκειται για ένα «βιβλιαράκι» 70 σελίδων μικρού σχήματος, «λέει» τόσα πολλά, ανασταίνει τόσες μνήμες, ζωγραφίζει τόσα πρόσωπα και εικόνες, αναπλάθει τόσο πληθωρικά μια εποχή τρεις γενιές πίσω, παρέχει εντέλει τόσες πληροφορίες για ανθρώπους, κτίσματα, επαγγέλματα, αλλά κυρίως για μια ατμόσφαιρα κοινωνική τόσο διαφορετική από τη σημερινή, ώστε να αποτελεί ένα πολύτιμο και πολύχρηστο απόκτημα για το ιστορικό και πνευματικό ατσιπουλιανό θησαυροφυλάκιο.
Κι αυτά από έναν άνθρωπο, που όποιος τον ξέρει καλά γνωρίζει το πλούσιο ψυχικό απόθεμα που διαθέτει, την – υπερβολική κάποτε- ευαισθησία του σε ό,τι αφορά τον διπλανό του, την αταλάντευτη πίστη του σε αξίες και ηθικές επιταγές, και βέβαια, την ανείπωτη με λόγια αγάπη του για τον τόπο που τον γέννησε.
Έτσι, λοιπόν, μπόρεσε συλλέγοντας τη «γύρη» από τις μνήμες παλαιών ανθρώπων να εικονογραφήσει ένα Ατσιπόπουλο του παλιού καιρού, πριν από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και μετά, μια εποχή που ήταν χωριό μεν αλλά πολυάνθρωπο, με ακμή και πολλές εμπορικές δραστηριότητες των κατοίκων του. Περιγράφοντας αυτές τις δραστηριότητες, τα καταστήματα, τα μαγαζάκια, τα καφενεία, μας ξεναγεί στην «Αγορά» και στα στενά του χωριού, αναφέρεται στο παρελθόν συνδέοντάς το με το παρόν, ζωντανεύει τα άψυχα κτίσματα αναφερόμενος στις έμψυχες δραστηριότητες που αυτά στέγασαν, «τοπογραφεί» μνήμες του τόπου αναβιώνοντας συνήθειες, έθιμα και επαγγελματικές ασχολίες. Η καθημερινότητα του παλιού Ατσιπόπουλου αποτυπώνεται εδώ με λόγο απλό αλλά μεστό σε ουσία και συναίσθημα. Η καθημερινότητα αυτή που τελικά ορίζει και αντικατοπτρίζει σε μεγάλο ποσοστό τη ζωή του καθενός, τόπου και ανθρώπου, αυτή που κατά κανόνα υποτιμούμε ως λιγότερο σημαντική, αλλά που αποτελεί το μεγάλο διάστημα της «ιστορίας» της ζωής μας. Αυτή αναβιώνεται μέσα από εικόνες από τον φούρνο του Μυστράκη, το καφενείο του Μαρκουλάκη, το σαμαράδικο του γέρο Καυγατζή, το μπακάλικο του Πελεκάνου, το χαλκιδιό του Δαλέντζα, το τσαγκάρικο του Μαντάη, το μαγαζί του Κωστολευτέρη, την ταβέρνα του Γαζόζα, το εργοστάσιο των Τζανιδάκηδων και τόσα άλλα από το πλήθος των καταστημάτων που περιγράφονται. Αναφέρονται ένα προς ένα τα μαγαζιά του τότε Ατσιπόπουλου και οι επαγγελματίες, καθώς και η σημερινή χρήση τους.
«Παρελαύνει» έτσι πλήθος επώνυμων ανθρώπων με μικρά σχόλια για τα ιδιαίτερα γνωρίσματά τους και για τις μεταξύ τους σχέσεις, συνθέτοντας έτσι τον κοινωνικό ιστό του χωριού τότε, ιδωμένο με τη νοσταλγική ματιά της γλυκόπικρης θύμησης αλλά και σε υπόρρητη αντιπαραβολή με την παροντική πραγματικότητα. Οι ανθρώπινες μορφές που η μνήμη ξαναζωντανεύει μέσα στο σκηνικό αυτό της «Αγοράς», των καφενείων, των εργαστηρίων, των μικρομάγαζων στα σοκάκια και στις πλατείες, αναπλάθουν μια εποχή όχι πολύ μακρινή αλλά τόσο διαφορετική από τη σημερινή, έτσι ώστε οι συγκρίσεις να είναι αναπόφευκτες. Κι αν η κάθε εποχή έχει τα δικά της χαρακτηριστικά, θετικά και αρνητικά, κι αν στο πέρασμα του χρόνου συνήθως η λήθη σκεπάζει τα αρνητικά και ωραιοποιεί το παρελθόν, βιβλία σαν κι αυτό του Κωστή, που με συνέπεια ερευνητική και υπευθυνότητα πληροφοριακή συγγράφονται, που κίνητρο της συγγραφής τους είναι το ειλικρινές ενδιαφέρον, η άρρηκτη σύνδεση με τον γενέθλιο τόπο και τα από αυτήν απορρέοντα συναισθήματα, δεν είναι απλά για να αναπολήσει ή να μελαγχολήσει κανείς. Είναι κυρίως για να (ξανα)συνδεθεί με αξίες και ήθη παραδοσιακά, να νιώσει ότι η ζωή – εδώ μέσα από τις επαγγελματικές, εμπορικές, γενικά από τις συναλλακτικές δραστηριότητες – είναι μια αλληλουχία σχέσεων και αλληλεξαρτήσεων που διαμορφώνει συνθήκες ή διαμορφώνεται από αυτές, αλλά πάντα μπορεί και πρέπει να προέχει η έγνοια για την ομαλή, την αλληλέγγυα και πλούσια σε αισθήματα ανθρώπινη συνύπαρξη. Αυτό φαίνεται να είναι μαζί με τη σπονδή στη μνήμη του τόπου και το βασικό κίνητρο του συγγραφέα.
* Ο Γιώργης Εμμ. Μαυροτσουπάκης είναι φιλόλογος