Μετά τον άγνωστο Σπυρίδωνα Ψαρουδάκη και το μεγάλο του επίτευγμα στο χώρο της αεροπλοΐας, που δεν κατάφερε να το χαρεί, να περάσουμε σε δυο άλλους Ρεθεμνιώτες που με τις ανακαλύψεις τους έστρεψαν τα βλέμματα της κοινής γνώμης στο ταπεινό Ρεθυμνάκι μας.
Κι ας ξεκινήσουμε από τον Κωνσταντίνο Ευαγγέλου Σπανδάγο, με τις αναρίθμητες καινοτομίες όπως ο πρώτος ηλεκτροκαρδιογράφος.
Γεννήθηκε το 1916 και προέρχεται από τη μεγάλη οικογένεια των Ρεθεμνιωτών που διέπρεψαν στις επιστήμες και στα Γράμματα. Γυμνάσιο τέλειωσε στο Ρέθυμνο το 1935 και αμέσως μετά πήγε στην Κωνσταντινούπολη, γενέτειρα της μητέρα του.
Είχε δείξει από νωρίς την κλίση του στα ηλεκτρονικά. Μόλις 13 ετών είχε κατασκευάσει ένα ραδιοφωνικό δέκτη. Στην Κωνσταντινούπολη σπούδασε ηλεκτρονικά σε Γερμανικό ιδιωτικό πολυτεχνείο.
Επέστρεψε στο Ρέθυμνο το 1938 και φρόντισε αμέσως να υπηρετήσει τη θητεία του. Απολύθηκε το 1939 και αμέσως δημιούργησε και οικογένεια με την κόρη του ταγματάρχη Σπύρου Ι. Βαρδάκη, που είχε βρει ηρωικό θάνατο στο μέτωπο της Μικράς Ασίας και συγκεκριμένα στο Σαγγάριο.
Η παρουσία του προκάλεσε αίσθηση στην πόλη, γιατί ακολουθώντας την οικογενειακή παράδοση, άρχισε κι αυτός τις καινοτομίες του. Από τις πρώτες του δραστηριότητες ήταν να ιδρύσει το πρώτο ραδιοτεχνικό εργαστήριο. Είδε και θαύμασε το Ρέθυμνο και η τοπική κοινωνία είχε περιβάλλει με μεγάλο σεβασμό το νεαρό εφευρέτη.
Ήρθε ο πόλεμος και ο Κωνσταντίνος βρέθηκε στην υπηρεσία αντικατασκοπείας. Πήρε μέρος και στη Μάχη της Κρήτης, όντας από τους πρώτους που πολέμησε με καρδιά τον εχθρό. Όταν οι ναζί κατέλαβαν την Κρήτη ο Σπανδάγος εντάχθηκε στην Αντίσταση με την πλευρά της ΕΟΡ.
Ένα μόλις μήνα μετά την ένταξή του, το Ελληνικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής έδωσε εντολή στο αρχηγείο της ΕΟΡ να κάνουν τα αδύνατα δυνατά για να πιάσει δουλειά ο Σπανδάγος στο γερμανικό φρουραρχείο για να επισκευάζει τα ραδιόφωνα, τους ασυρμάτους και τον άλλο σχετικό εξοπλισμό των Γερμανών. Απώτερος στόχος να κλέβει ανταλλακτικά για τους ασύρματους και τα ραδιόφωνα των Άγγλων και των Ελλήνων ανταρτών αλλά και να αντλεί πολύτιμες πληροφορίες από τις γερμανικές εκπομπές σημάτων. Έπαιζε κάθε μέρα με τη ζωή του αλλά δεν τον ένοιαζε. Η αγάπη του για την πατρίδα υπερτερούσε στη συνείδησή του από το φόβο του θανάτου.
Οι σπουδές στο Γερμανικό Πολυτεχνείο και η άριστη γνώση της Γερμανικής γλώσσας έκαναν πιο εύκολη την πρόσληψη του Σπανδάγου. Έτσι ο διερμηνέας του Γερμανού φρουράρχου, που έκανε την πρόταση με εντολή της ΕΟΡ, της οποίας ήταν και αυτός μέλος, δεν χρειάστηκε να επιμείνει. Άλλωστε η ειδικότητα του Κωνσταντίνου ήταν σπανιότατη για την εποχή. Και οι ναζί χρειάζονταν μια τέτοια ειδικότητα.
Αμέσως μετά την πρόσληψη ανέλαβε καθήκοντα για την οργάνωση. Κατάφερε κλέβοντας γερμανικά ανταλλακτικά να κατασκευάσει έναν ισχυρό ραδιοφωνικό δέκτη, τον οποίο η οργάνωση έκρυβε πότε στον Μητροπολιτικό Ναό, πότε στα γραφεία της Μητρόπολης και πότε σε σπίτια των αντιστασιακών. Και τι δεν έκανε ο φλογερός αυτός πατριώτης.
Με τη βοήθεια της οργάνωσής του εξέδιδε δελτίο ειδήσεων από τους ραδιοσταθμούς του Καΐρου και του Λονδίνου που μοίραζε στα μέλη της.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία ενός επίσης σπουδαίου αγωνιστή και ιστορικού συγγραφέα του Γιώργου Χαροκόπου, όταν έγινε η απαγωγή του στρατηγού Κράιπε, ο Σπανδάγος κατασκεύασε ένα ειδικό φακό για να κάνουν οι απαγωγείς σήματα στο αγγλικό υποβρύχιο που τον παρέλαβε.
Βαρύ το τίμημα του αγώνα του
Ακούραστος πάντα δεν αρνήθηκε καμιά αποστολή όσο κι αν ήταν επικίνδυνη. Λίγο πριν χαράξει η λευτεριά ωστόσο, το 1944, οι Γερμανοί αντιλήφθηκαν τις κλοπές του υλικού. Αμέσως συνέλαβαν τον Σπανδάγο και τον υπέβαλαν σε απάνθρωπα βασανιστήρια για να αποκαλύψει συνεργάτες του. Εκείνος έμεινε βράχος. Δεν κατάφεραν να του πάρουν ούτε λέξη.
Εκεί σε μια στιγμή μαρτυρίου τραυματίστηκε σοβαρά στο ένα του μάτι και έχασε την όρασή του από αυτό. Ποτέ όμως δεν βαρυγκώμησε γι’ αυτό. Είχε κάνει το χρέος του προς την πατρίδα στο ακέραιο.
Τιμήθηκε μετά την απελευθέρωση με το μετάλλιο της Εθνικής Αντίστασης για όλη του τη δράση στη διάρκεια της κατοχής.
Πρωτοπόρος παντού
Η απελευθέρωση τον βρήκε αποφασισμένο να ξαναβρεί το δρόμο του αξιοποιώντας την επιστήμη του.
Ίδρυσε τη μοναδική στην Κρήτη βιοτεχνία κατασκευής ραδιοφώνων με την ονομασία «Κ.Ρ.Η.Σ.» και τον πρώτο ερασιτεχνικό ραδιοφωνικό σταθμό.
Ανήσυχο πνεύμα κι αυτός αποφάσισε το 1947 να μεταφέρει την έδρα των επιχειρήσεών του στα Χανιά.
Ήταν παράτολμη η απόφαση αλλά ο Σπανδάγος πίστευε στον εαυτό του. Παρότι η βιοτεχνία αυτή είχε ως ανταγωνιστές αμερικανικούς και ευρωπαϊκούς κολοσσούς, όπως η RCA και η Philips, κατόρθωσε να επιβιώσει μέχρι το 1953, πουλώντας εκατοντάδες ραδιόφωνα σε όλη τη χώρα (οικιακά, αυτοκινήτου και ραδιογραμμόφωνα). Στα Χανιά ο Σπανδάγος δίδαξε επίσης ηλεκτρονικά στην Τεχνική Σχολή «Δαίδαλος». Συγχρόνως διατηρούσε και εργαστήριο επισκευής ραδιοφώνων. Κατασκεύαζε εκεί ο ίδιος τα απαραίτητα ανταλλακτικά, όπως πυκνωτές, αντιστάσεις, πηνία και μετασχηματιστές. Από το εξωτερικό εισήγε μόνο τις ηλεκτρονικές λυχνίες.
Κατά καιρούς ο Σπανδάγος είχε ασχοληθεί με τρεις κινηματογραφικές επιχειρήσεις (Σινέ «Ολύμπια», «Πάνθεον» και «Μπόλαρη»). Το 1953 ήρθε στην Αθήνα, όπου ίδρυσε νέα, βελτιωμένη βιοτεχνία ραδιοφώνων, τη «Sunbeam», καθώς και την πρώτη στην Ελλάδα βιοτεχνία ιατρικών μηχανημάτων (1956) με τον διακριτικό τίτλο «Spandag». Τον Ιούνιο του 1956 κατασκεύασε τον πρώτο ηλεκτροκαρδιογράφο στην ελληνική επικράτεια, ο οποίος αγοράσθηκε από κεντρικό νοσοκομείο των Αθηνών. Το 1963 πραγματοποίησε στην Αθήνα μια από τις πρώτες πειραματικές τηλεοπτικές εκπομπές. Υπήρξε πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ηλεκτρονικών (1957-1961). Το 1967 μετανάστευσε στο Γιοχάνεσμπουργκ, όπου εργαζόταν ως διευθυντής σε ένα εργοστάσιο της Philips. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1985.
Από το γάμο του απέκτησε δυο γιους με σημαντική δράση. Είναι ο πολυγραφότατος επιστήμονας Ευάγγελος Σπανδάγος με τις άπειρες διακρίσεις και ο συμβολαιογράφος Σπύρος Σπανδάγος.
Πέθανε το 2006. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Ευάγγελος Σπανδάγος δώρισε τα διάφορα όργανα των εργαστηρίων του (λυχνιόμετρα, πολύμετρα, πομποδέκτες, παλμογράφους, ενισχυτές) στο Μουσείο Φυσικών Επιστημών και Τεχνολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών (στεγαζόταν στο παλιό Χημείο του Πανεπιστημίου Αθηνών, στην οδό Σόλωνος).
Γιάννης Γιαννακάκης: Ο δημιουργός της μηχανής εμφιάλωσης
Στα 1964 μια επιτυχία μηχανουργού γίνεται θέμα στον τοπικό τύπο. Ένας νεαρός Ρεθεμνιώτης από τον Άγιο Δημήτριο, δημιουργεί ένα αυτόματο γεμιστή λεμονάδων κι εντυπωσιάζει την τοπική κοινωνία.
Και κοντά σ’ αυτόν το μηχανουργείο Γεωργίου Δασκαλάκη αναδεικνύεται σαν ένας χώρος που ευφυέστατοι τεχνίτες προχωρούν πιο πέρα την τέχνη τους στοχεύοντας στην ποιοτική αναβάθμιση της ζωής του τόπου τους.
Ο Ιωάννης Γιαννακάκης εργαζόταν στο μηχανουργείο Δασκαλάκη που θεωρείτο από τα καλύτερα και ο ιδιοκτήτης από τους πρώτους στην τέχνη του.
Ο Γιώργος Δασκαλάκης είχε μαθητεύσει στα Χανιά κοντά στο σπουδαίο τεχνίτη Μελαμπιανάκη και να πως του δόθηκε η ευκαιρία.
Ο πατέρας του Αριστείδης ήταν μάγειρος του Ελευθερίου Βενιζέλου, με τον οποίο συνδέθηκε και με θερμή φιλία. Όταν έφτασε ο καιρός να καθορίσει την επαγγελματική του πορεία, εισηγήθηκε ο Βενιζέλος και τον προσέλαβε ο Μελαμπιανάκης, αυτόν και τον αδελφό του Γιάννη.
Κι ενώ ο Γιώργος προόδευε ο Γιάννης εγκατέλειψε γρήγορα την τέχνη και προτίμησε να ακολουθήσει τα επαγγελματικά χνάρια του πατέρα του. Έγινε μάγειρας κι από τους φημισμένους αργότερα του Ρεθύμνου, όπου άνοιξε μαγειρείο κάπου στους Τέσσερις Μάρτυρες.
Ο Γιώργος που είχε στο μεταξύ προσληφθεί στην Ηλεκτρική, λόγω γνωριμίας με το Σκευάκη, είχε βάλει σκοπό της ζωής του να ανοίξει μηχανουργείο.
Και τα κατάφερε. Το πρώτο του κατάστημα το άνοιξε δίπλα στου αδελφού του και το μετέφερε στη συνέχεια πλησίον του ποτοποιείου Σπηλιανάκη στην Δημακοπούλου.
Άριστος τεχνίτης, έβλεπε στο πρόσωπο του γιου του Κώστα τον άξιο διάδοχό του. Έξυπνος νέος ο γιος φαινόταν πως διέθετε μεράκι και πάθος για την έρευνα στο αντικείμενό του.
Αυτό το κατάλαβε όταν ο Κώστας που ονειρευόταν να σπουδάσει και να γίνει ένας επιστήμονας μηχανολόγος μόλις τέλειωσε το Γυμνάσιο ζήτησε να σταματήσει το σχολείο και να θητεύσει την τέχνη κοντά του.
Ο πατέρας δεν ήθελε ν’ ακούσει στην αρχή μέχρι που ο νέος, ερωτευμένος με την τέχνη του αυτή, με τα επιχειρήματά του τον έπεισε. Ο Γιώργος Δασκαλάκης υπεχώρησε και δεν το μετάνιωσε.
Η αγάπη αυτή στην τέχνη του μηχανουργού, έφερε κοντά τον Κώστα με τον Γιάννη Γιαννακάκη που πήγε να δουλέψει κοντά τους. Γίνανε οι καλύτεροι φίλοι. Και μια μέρα ο Γιάννης του μίλησε για το μεγάλο του σχέδιο. Θα έφτιαχνε μια μηχανή εμφιάλωσης. Ενθουσιάστηκε ο Κωστής και δήλωσε την αμέριστη συμπαράστασή του. Δυστυχώς όμως ο πατέρας δεν ήταν σύμφωνος να βοηθήσει. Άνθρωπος πρακτικός προτιμούσε τις σίγουρες δουλειές αποφεύγοντας να ρισκάρει. Ήταν δύσκολες και οι εποχές. Η δεκαετία μάλιστα του 1960 ήταν αυτή που είχε φουσκώσει το ρεύμα της μετανάστευσης κι έπαιρνε την νεολαία σε μεγάλες πόλεις και στο εξωτερικό για να βρουν δουλειά. Πώς λοιπόν να θαρρευτεί να διαθέσει χρήματα για την αγορά υλικών που χρειάζονταν για να ολοκληρωθεί η εφεύρεση.
Οι δυο νέοι όμως δεν το έβαλαν κάτω, με χίλιες στερήσεις κατάφεραν να προμηθευτούν αυτά που χρειάζονταν και έβαλαν μπροστά το μεγάλο σχέδιο. Ο Γιάννης έδινε κατευθύνσεις και ο Κώστας βοηθούσε στην κατασκευή. Και κάποια στιγμή η μηχανή ετοιμάστηκε στο χυτήριο του μηχανουργείου.
Μπορούσε να εμπωματίζει και να παραδίδει 800 φιάλες λεμονάδας, γκαζόζας ή πορτοκαλάδας χωρίς να αγγίζουν χέρια ούτε τα υλικά που χρησιμοποιούνταν.
Για να δοκιμαστεί η μηχανή και φυσικά να διατεθεί οι δυο νέοι απευθύνθηκαν στον Κωνσταντίνο Τζελαλή από τους πρωτοπόρους βιοτέχνες αναψυκτικών στον τόπο μας.
Ήταν έντιμος άνθρωπος και οι νεαροί μηχανικοί ήξεραν πως μπορούσαν να τον εμπιστευθούν.
Στη διαπραγμάτευση φρόντισαν να είναι αρκετά λογικοί επειδή δεν βοηθούσαν οι εποχές τα μεγάλα ανοίγματα.
Ο Τζελαλής άνθρωπος της προόδου άκουσε με ενδιαφέρον την πρότασή τους και δέχτηκε να αγοράσει την πρωτοποριακή αυτή μηχανή μετά από ένα διάστημα δοκιμαστικής χρήσης.
Πράγματι σε δυο μήνες πήγε και βρήκε τους νέους στους οποίους και κατέβαλε ένα ποσόν που δεν ήταν βέβαιο αυτό που ζήτησαν αλλά ήταν κάτι σημαντικό. Κι ας μην έβγαζαν ούτε τα έξοδα που είχαν κάνει.
Η επίδειξη έγινε με μεγάλη επιτυχία. Δυο λευκοφορεμένες κοπέλες ασχολήθηκαν μόνο. Η μία έφερνε τις κενές φιάλες και η άλλη τις παραλάμβανε γεμάτες.
Τα πάντα γίνονταν αυτόματα. Η κίνηση, το γέμισμα με το περιεχόμενο, η εμπωμάτωση και η παράδοση.
Το ρεπορτάζ για το σημαντικό αυτό γεγονός που είχε δημοσιευθεί στην «Κρητική Επιθεώρηση» το 1964, υπέγραφε Παύλος Κεδραίος που σημείωνε μεταξύ άλλων:
«Ο ηλεκτρικός εγκέφαλος, θα λέγαμε του μηχανήματος του λειτουργεί τόσο τέλεια, ώστε ουδεμία πρόκειται ποτέ να σημειωθεί ζημιά, διότι και εάν κάτι παραδρομήσει, εάν το μπουκάλι θα πέσει λάθος ή θα σφάλει εις την πορείαν του, τα πάντα σταματάνε αυτομάτως δια να αποκατασταθεί η ομαλότης και να επαναλειτουργήσουν.
Η όλη εμφάνησις του μηχανήματος είναι τόσον συμμετρική και κόσμιος, ώστε δεν υστερεί διόλου από τα ευρωπαϊκά μηχανήματα ομοίου η παρομοίου τύπου.
Δια του αυτομάτου τούτου μηχανήματος εξασφαλίζονται η καθαριότις, η ισόποσος περιεκτικότητα των φιαλών, η ταχύτης πληρώσεως, η ασφάλεια της εμπωματώσεως των φιαλών, στοιχεία τα οποία όμοια με την οικονομίαν εργατικών χειρών αποβαίνωσι γνήσιοι συντελεσταί της υγιούς οικονομίας μιας επιχειρήσεως αναψυκτικού.
Η δοκιμή του μηχανήματος εγένετο με άριστα αποτελέσματα, οι δεν παρευρεθέντες ειδικοί έμειναν κατενθουσιασμένοι και συνεχάρησαν εγκαρδίως τον κατασκευαστήν και τους συνεργάτας τους, διότι με το έργο τους τιμούν την Ρεθυμνιακήν Βιοτεχνίαν.
Τω όντι η επιτυχία των κ. κ. Γιαννακάκη και Δασκαλάκη, είναι ένας ακόμη τίτλος τιμής δια το Ρέθυμνον».
Η μηχανή αυτή έκανε τον κύκλο της κι όταν ο κ. Τζελαλής προχώρησε σε εκσυγχρονισμό της επιχείρησής του, πήγε κι αυτή στην άκρη παραχωρώντας τη θέση της σε πιο σύγχρονα μηχανήματα.
Τρία χρόνια αργότερα ο Κωστής Δασκαλάκης έφυγε για το Τορόντο, όπου τελειοποίησε τις γνώσεις του αδιαφορώντας για τις δοκιμασίες που αντιμετώπισε. Έφτασε στο σημείο να θεωρείται αυθεντία στη δουλειά του και να αμείβεται με τρία δολάρια την ώρα όταν το μεροκάματο στην Ελλάδα ήταν μόλις 30 δραχμές.
Έτσι φτασμένος και με οικονομική επάρκεια επέστρεψε και ανέλαβε το μηχανουργείο του πατέρα του. Αμέσως συνεργάστηκε σε μεγάλες δουλειές και μια από τις νέες του καινοτομίες ήταν μια μηχανή καθαρισμού της άμμου που ετοίμασε για την κοινότητα Άδελε.
Ακόμα και σήμερα απόμαχος πια συνεχίζει να κατεβαίνει στο εργαστήριό του και να ασχολείται. Ο έρωτας για τη δουλειά του δεν μαράθηκε ποτέ.
Όσο για τον εφευρέτη της μηχανής εμφιάλωσης Γιάννη Γιαννακάκη, απέκτησε σύντομα φήμη και αποφάσισε να ασχοληθεί με σιδηροκατασκευές εργολαβικά. Πάντα όμως μπορούσε να εξυπηρετηθεί στο μηχανουργείο Δασκαλάκη που ήταν όλα στη διάθεσή του όταν κάτι χρειαζόταν.
Και ο θαυμασμός του Κωστή για το φίλο του συνεχίστηκε και δεν έπαυε να τον χαρακτηρίζει ως τον καλύτερο εφαρμοστή που είχε γνωρίσει.
Ακόμα και τώρα τιμά τη μνήμη του φίλου του μιλώντας με λόγια καρδιάς γι’ αυτόν όταν του δοθεί ευκαιρία.