Ο Κωστής Βαβουράκης από την Κοξαρέ βρέθηκε στο αντάρτικο από τα 14 χρόνια του. Από τη μάχη της Κρήτης κιόλας έζησε συγκλονιστικές στιγμές, όπως αυτή που γνώρισε έναν Γερμανό αλλιώτικο από τους άλλους.
Μετά τη μάχη κατέβαιναν Γερμανοί στου Πρέβελη πιθανότατα για να αναζητήσουν τους στρατιώτες των συμμαχικών δυνάμεων που αναζητούσαν τρόπο διαφυγής από εκεί. Είδαν το μικρό Κοξαριανό και τον πήραν μαζί τους.
Ένας από τους Γερμανούς τον κοίταζε με συμπάθεια. Μια στιγμή του είπε με θλίψη πως οι Έλληνες του σκότωσαν έναν αδελφό του στα Περιβόλια. Ο Κωστής τον κοιτούσε αμήχανος. Του έκανε εντύπωση πάντως που αυτός ο Γερμανός επαναλάμβανε πόσο κακός είναι ο πόλεμος. Κάποια στιγμή τον άφησε να φύγει, αφού του έδωσε κρυφά ένα δέμα με τρόφιμα και σοκολάτες. Αμέτρητες σοκολάτες που είχαν πετάξει για τους Εγγλέζους αλλά είχαν βρει τα εφόδια αυτά οι Γερμανοί.
Έτσι από μικρός ο Κωστής Βαβουράκης βρέθηκε στο αντάρτικο στην ομάδα του καπετάν Λεμονιά που τον αγαπούσε ιδιαίτερα. Με την ομάδα αυτή έζησε συγκλονιστικές εμπειρίες σε όλες τις μάχες που πήρανε μέρος.
Η Μάχη της Κοξαρέ
Η μάχη της Κοξαρέ μένει χαραγμένη στη μνήμη του κ. Κωστή Βαβουράκη, του τελευταίου εν ζωή αντάρτη. Μας μεταφέρει τα γεγονότα όπως τα έζησε. Αφού μας κάνει μια πλήρη περιγραφή για τη θέση των ανταρτών και τις οδηγίες που είχαν για να αποκρούσουν τους Γερμανούς, μένει στο θέαμα των 15 περίπου αυτοκινήτων γεμάτων από Γερμανούς που έβλεπαν να σιμώνουν.
«Δεν θα ξεχάσω, μας λέει τις σφαίρες αργότερα που ξεκίνησε η μάχη. Περνούσαν μια παλάμη από μας. Ήταν σαφώς σε πιο πλεονεκτική θέση από μας από πλευράς οπλισμού. Εμείς όμως είχαμε ψυχή. Δεν μας τρόμαζαν οι σφαίρες. Βλέπαμε να θερίζουν τα κλαδιά των δέντρων κι όμως μέναμε εκεί έτοιμοι για όλα.
Καμιά φορά που βλέπω στην τηλεόραση για τη μάχη της Κρήτης, σκέπτομαι πως αν είχαμε τους αλεξιπτωτιστές στο μέρος που σας είπα, εκεί που έγινε η μάχη θα τους είχαμε συντρίψει. Είναι ξέρετε μια τοποθεσία που ο εχθρός δεν μπορεί να ξεφύγει. Γι’ αυτό και η νίκη μας ήταν περιφανής. Πάνω από εκατό Γερμανούς είχαμε εξολοθρεύσει. Ας είναι.
Μόλις τέλειωσε η μάχη, κατεβήκαμε και μετρηθήκαμε. Δυο ήταν οι πιο βαριά τραυματισμένοι. Ένας άλλος είχε ένα σοβαρό τραύμα αλλά όχι τόσο επικίνδυνο. Ο Μανόλης ο Λίτινας ο δάσκαλος ήταν ο πιο σοβαρά. Αυτός ο ξεχωριστός άνθρωπος.
Από τις μορφές που σημάδεψαν τη μνήμη του κ. Κωστή Βαβουράκη, φαίνεται πως ήταν ο δάσκαλος Μανόλης Λίτινας.
Ο δάσκαλος Μανόλης Λίτινας
Θυμούμαι, μου αφηγείται αυτόν τον άνθρωπο. Θα ήταν καμιά τριανταπενταριά, σαράντα χρονών. Ήταν γενναίος, το έλεγε η καρδιά του. Μου έδειχνε μια συμπάθεια και μου υποσχόταν πως όταν τελειώσει ο πόλεμος θα μου κάνει μάθημα. Μου είχε δώσει πολλά κίνητρα. Έτσι ωραία που μου μιλούσε «Κωστή παιδί μου εγώ θα σου κάνω φροντιστήριο να πάς στο σχολείο να μάθεις γράμματα. Μόλις τελειώσουμε τούτο το χρέος».
Όταν τον είδα μετά τη μάχη που προαναφέρατε, τόσο βαριά λαβωμένο πόνεσε η ψυχή μου. Ενώ του άλλου μας συντρόφου φαινόταν η σφαίρα, του Λίτινα δεν φαινόταν τίποτα. Ήταν μέσα στο κεφάλι. Πήγαινα πάνω του και του έλεγα: «Μανόλη δεν θα μου κάνεις φροντιστήριο; Μανόλη παιδί μου δεν με ακούς; Υποσχέθηκες να μου μάθεις γράμματα. Πρέπει να κρατήσεις το λόγο σου…». Μα εκείνος κειτόταν ασάλευτος. Δεν ξέρετε πόσο μου είχε στοιχίσει η περιπέτεια αυτού του ανθρώπου. Μα δεν ξέρεις πόσο καλός, πόσο άνθρωπος ήταν. Αυτός έζησε καμιά βδομάδα και μετά πέθανε. Ο άλλος ο καημένος που φαινόταν η σφαίρα έζησε κάτι περισσότερο. Δεν βρίσκουνταν βλέπετε ο κατάλληλος γιατρός κι έτσι δεν σώθηκε. Τη βλέπαμε όμως τη σφαίρα αλλά ποιος ν’ αγγίξει εκεί στο κεφάλι;
Βλέποντας τους δυο τραυματισμένους συντρόφους να κινδυνεύουν θέλαμε να βοηθήσουμε μα δεν ξέραμε πως. Όταν ρώτησαν ποιος θα πάρει το ρίσκο να κατέβη στην πόλη για φάρμακα και απάντησα αμέσως ο καπετάνιος με κοίταξε με μεγάλη έγνοια.
«Καταλαβαίνεις μου είπε σε τι κίνδυνο μπαίνεις;». Αυτό πρέπει να το τονίσω. Σε κάθε μας αποστολή μας τόνιζαν τους κινδύνους. Δεν μας έστελναν σαν πρόβατα στη σφαγή. Γι’ αυτό μετράει διπλά κάθε κατόρθωμα. Γινόταν με πλήρη επίγνωση του κινδύνου.
Η πρώτη περιπέτεια
Κατεβαίνω που λέτε πηγαίνω στην κλινική, προφασίστηκα τον φυματικό για να τελειώνω πιο γρήγορα αλλά και για να μην έχω επαφές με πολλούς και δεν ήξερα με ποιους είχα να κάνω. Φυσικά δεν είπα ότι είμαι από την Κοξαρέ. Από τον Αη Γιάννη τους είπα. Με φρόντισαν όπως σας είπα, μου έδωσαν και φάρμακο για τις ψείρες αλλά και τρία σακουλάκια με φάρμακα. Ο γιατρός μου έδωσε και ρούχα. Να βλέπατε τους συντρόφους μου πως έκαναν όταν με είδαν με καπαρντίνα και ρεπούμπλικα έπεσε δούλεμα. Ας είναι.
Τα φάρμακα όμως δεν μας έφτασαν. Μετά από τρεις μέρες δεν είχαμε να περιποιηθούμε τους τραυματίες. Μου λέει τότε ο Λεμονιάς «Κωστή πρέπει παιδί μου να ξαναπάς». Θα με είδε φαίνεται διστακτικό και μου λέει:
– Κωστή παιδί μου ξέρω τι σκέπτεσαι. Εσύ όμως που πήγες είδες πως είναι τα πράγματα. Έμαθες τα κατατόπια. Θα ήθελα να πας. Να ξέρεις όμως ότι τώρα είναι τα πράγματα πολύ πιο δύσκολα. Τώρα η ζωή σου κρέμεται σε μια κλωστή αν σε πιάσουν. Αν δεν θέλεις λοιπόν πες το ελεύθερα. Ξέρεις ότι εδώ με το στανιό τίποτα δεν γίνεται.
Ο καπετάνιος μου όπως το συνήθιζε άλλωστε ήταν και πάλι πολύ ειλικρινής μαζί μου. Ήξερα πως δεν θα είχα καμιά συνέπεια αν αρνιόμουν. Θα πήγαινα άλλος. Σεβόμουν όμως τόσο τον καπετάνιο μου και από φιλότιμο δεν μου πήγαινε να αρνηθώ.
Αυτή τη φορά με ειδοποίησαν ότι θα μου έφερναν στα φάρμακα σε μια τσάντα στο λεωφορείο. Έτσι κι έγινε. Μου τα έφεραν σε μια τσάντα με φαρδύ λουρί κι εκεί που ετοιμαζόμουν να ανέβω στο αυτοκίνητο, το λέω και τρέμω που το θυμάμαι, έρχεται κάποιος και μου ψιθυρίζει στο αυτί να κατέβω στους Αρμένους γιατί με πήραν χαμπάρι οι Γερμανοί και μου την έχουν στημένη.
Εγώ, δεν μπορούσα να κάνω και διαφορετικά, ανεβαίνω και αυτή τη φορά πάω και κάθομαι στην άλλη πλευρά του αυτοκινήτου. Ξέρετε τότε τα αυτοκίνητα είχαν από πάνω μια τέντα και μια σειρά καθίσματα. Βρίσκω λοιπόν μια κατάλληλη θέση και σε μια στιγμή, ενώ ήταν καθοδόν το αυτοκίνητο προφασίζομαι ότι ξέχασα τα πράγματά μου. Προσπαθούσα να είναι όσο γίνεται πιο πειστικός γιατί σίγουρα στο αυτοκίνητο θα ήταν και κανένας ρουφιάνος των Γερμανών. Είχαμε φτάσει σε ένα σημείο που ήξερα πως οι Γερμανοί είχαν κάνει αποψίλωση. Είδα ότι με έπαιρνε να πηδήξω. Φώναζα λοιπόν πως ξέχασα τα πράγματά μου και κάποια στιγμή κόβει ταχύτητα ο οδηγός, οπότε βρίσκω την ευκαιρία και κατεβαίνω. Δεν επαναπαύθηκα βέβαια γιατί έπρεπε να συνεχίσω να κάνω σαν κάποιον που πάει να βρει τα πράγματα που ξέχασε. Πήγαινα σιγά σιγά έτσι που να μη δώσω υπόνοιες ότι πάω να ξεφύγω άρα έχω κάποιο λόγο. Πέρασα απαρατήρητος. Μόλις κατάλαβα ότι δεν με βλέπει κανένας βάζω φτερά στα πόδια μου. Έτρεχα, είχα βλέπετε και τα παπούτσια που μου έδωσε ο γιατρός, οπότε δεν με εμπόδιζε τίποτα να βάλω φτερά στα πόδια.
Στο δρόμο για το λημέρι
Σταμάτησα όταν έφτανα προς το Βρύσινα. Στέκομαι σε μια λυγαριά και κοιτάζω στον αμαξωτό. Μια στιγμή βλέπω και περνά μια μοτοσυκλέτα με δυο Γερμανούς και πίσω άλλη μια με έναν.
Φαινόταν καθαρά πως είχαν αρχίσει να με ψάχνουν. Σε λίγο θωρώ έναν με τα πρόβατά του. Έπρεπε να τον ειδοποιήσω γιατί σίγουρα θα τον σταματούσαν οι Γερμανοί να τον ρωτούν.
Πάω με τρόπο πίσω από το κοπάδι κι όταν φτάσαμε στο Αμπελάκι πλησιάζω και με το που με βλέπει μου λέει, πρόσεχε κακομοίρη και γίνεται χαμός. Κάτι ψάχνουνε οι Γερμανοί. Μόνο αν θες έλα να με βοηθήσεις ν’ αρμέξω τα ζώα να σε φιλέψω κι όλας. Πάω, τον βοηθώ, την κάνω μετά «ταράτσα» και πριν φύγω του εξηγώ ότι εμένα κυνηγούσαν και να έχει το νου του.
Σε όλο το δρόμο μέχρι να βρω τρόπο να πλησιάσω στο λημέρι μας έβλεπα παντού αναταραχή. Πήγαιναν κι ήρχουνταν οι Γερμανοί μα που να σιμώσουν στην Κοξαρέ. Είχαν πάρει τέτοιο μάθημα που το φυσούσαν και δεν κρύωνε.
«Ένα ζωντανό δώρο»
Όπως μαθαίνω αργότερα ο Γκεσταπίτης που με είχε εντοπίσει είχε απευθυνθεί στην Κουκλινού και της είχε πει ότι θα της πάει ένα ζωντανό δώρο. Κι εννοούσε εμένα τον αντάρτη. Εκείνη λοιπόν που κατάλαβε τι συνέβαινε έσπευσε να με προστατεύσει. Μακάρι να το ήξερα νωρίτερα τουλάχιστον να την ευχαριστήσω. Και τα θυμήθηκα αυτά πρόσφατα που πάλι γράφατε γι’ αυτή. Υπήρξαν και πατριώτες μέσα σε εκείνη τη σφηκοφωλιά. Οφείλουμε να το παραδεχόμαστε. Πατριωτική πράξη είναι και το να σώζεις από κίνδυνο εκτέλεσης έναν αγωνιστή.
Ο κ. Βαβουράκης θυμάται στη συνέχεια τη μάχη των Ποταμών και την ηρωική στάση των αντάρτικων ομάδων. Δεν μπορεί όμως να μη σχολιάσει τη διαφορά μεταξύ των ομάδων. Οι άνδρες του Πετρακογιώργη μας λέει ήταν φροντισμένοι με τα παπούτσια τους, τα εφόδιά τους. Καμιά σχέση με την εικόνα των άλλων αγωνιστών.
Στη μάχη των Ποταμών έτυχε να βρίσκεται κοντά στο γιατρό Γενεράλη την ώρα που περιέθαλπε τραυματίες. Ήταν και δυο Γερμανοί. Μια οβίδα όμως που έπεσε τον τραυμάτισε σοβαρά στο πόδι. Στράφηκε στο Βαβουράκη και του είπε: Έλα Κωστή μου να σε φιλήσω και φύγε να σωθείς. Είσαι καλό παιδί. Συνέχισε εσύ…». Άσε τα φιλιά του λέει ο νεαρός αντάρτης. Μαζί θα σωθούμε». Μα δεν ήταν τυχερό. Έτσι χάθηκε ο γενναίος εκείνος γιατρός.
Ο Κωστής Βαβουράκης έζησε και τη μεγάλη στιγμή που λευτερώθηκε το Ρέθυμνο και καταθέσανε οι αντάρτες στεφάνι στον Άγνωστο Στρατιώτη.
Η γνώμη του είναι ότι υπήρξαν άξιοι άνθρωποι και στην άλλη πλευρά από τη δική του ιδεολογική τοποθέτηση. Όπως για παράδειγμα ο Χομπίτης.
Είναι δίκαιος ο κ. Κώστας. Αποδίδει τα του Καίσαρος τω Καίσαρι.
Έζησε και το τέλος του καπετάν Λεμονιά. Μετά τον πόλεμο ο ηρωικός καπετάνιος αποφάσισε να γίνει ζωέμπορος. Μια μέρα θέλησε να ειδοποιήσει τους παλιούς του συντρόφους, μαζί και τον Βαβουράκη να τους ευχαριστήσει για τη σπουδαία τους συνδρομή στον αγώνα.
Αυτό που του έκανε εντύπωση του Κωστή ήταν ο τρόπος που μιλούσε ο Λεμονιάς σαν να αποχαιρετούσε. Μας αφηγείται συγκινημένος εκείνες τις στιγμές που ο καπετάνιος βρέθηκε κυκλωμένος. Του σύστησε να κάνουν μια έφοδο να τους εξουδετερώσουν.
– Όχι είπε ο καπετάνιος. Τώρα δεν έχουμε να κάνουμε με Γερμανούς. Μόνο κατέβα στο χωριό να τους ξεμυγίσεις να μην κινδυνεύσουν κι άλλοι…
Η κουβέντα έρχεται στις λεπτομέρειες του Γενάρη του 45 και στις μέρες που ακολούθησαν.
Ο κ. Βαβουράκης αναφέρεται με σύνεση. Δεν μεροληπτεί, δεν χρησιμοποιεί ξύλινη γλώσσα. Μιλά όπως θυμάται τα γεγονότα χωρίς σχόλια.
Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν πικρά και γι’ αυτόν. Δεν έλειψαν οι διώξεις και οι ταλαιπωρίες όπως συνέβη και σε κάθε απροσκύνητο ιδεολόγο.
Μέχρι τώρα τα βαθειά του γεράματα μένει πιστός στο κόμμα του και θυμάται με συγκίνηση τους συντρόφους του.
Θέλεις ώρες για να γράψεις όλα αυτά που θυμάται ο κ. Βαβουράκης και μας τα διηγείται με τόση σαφήνεια. Μα ο χρόνος δεν μας το επιτρέπει.
Πριν με αποχαιρετήσει μου λέει:
– Σε παρακαλώ ένα να γράφεις πάντα. Ο ΕΛΑΣ έφερε τη λευτεριά μας. Οι αντάρτες του πήραν πάνω τους όλο το βάρος του αγώνα. Μπορεί να έγιναν λάθη όπως συνέβη σε κάθε πλευρά. Αλλά πρέπει να θυμόμαστε σε ποιους χρωστάμε τη λευτεριά μας.
Αυτό μου ζήτησε ο τελευταίος αντάρτης και το μεταφέρω. Είναι η δική του άποψη. Απόλυτα σεβαστή. Σε ένα άλλο αφιέρωμα θα αναφέρουμε και άλλα περιστατικά που μας διηγήθηκε αλλά ο χώρος δεν μας επιτρέπει να τα δημοσιεύσουμε στο σημερινό μας αφιέρωμα. Θα μας δοθεί πάντως η ευκαιρία γιατί αυτές οι αλήθειες από τα χείλη των αγνών ανθρώπων του αγώνα πρέπει να γράφονται αυτούσιες. Γιατί τα υπογράφει η αλήθεια και η συνέπεια.