Αν και είναι αξίωμα στη δημοσιογραφία να μην αφήνουμε για την επομένη την έρευνα που θα κάναμε σήμερα, θέλεις οι συγκυρίες θέλεις η έκτακτη επικαιρότητα σε παρασύρει. Κι όταν συμβεί το απευχόμενο, επιβεβαιώνεται απόλυτα το σοφό «Δάσκαλε που δίδασκες…».
Πόσο καιρό τώρα ενοχλούσα την καλή μου φίλη και εκλεκτή εκπαιδευτικό κα Βάλια Ρομπογιανάκη – Κυδωνάκη να με φέρει σε επαφή με τον πατέρα της.
Ο Κωστής Γ. Ρομπογιαννάκης από τους τελευταίους μαχητές της Μάχης της Κρήτης είχε πάρει μέρος στη μάχη στο Σταυρωμένο. Θα είχε να μου πει τόσα σημαντικά.
Ο σεβάσμιος αυτός βετεράνος, με την αλώβητη από το χρόνο μνήμη, αποτελεί μια ακόμα γνήσια πηγή για την άντληση στοιχείων από μια τόσο συγκλονιστική περίοδο.
Όσο κι αν το προσπαθούσα όμως, όλο και κάτι μας τύχαινε, ενώ ο κύριος Κωστής, γνήσιος απόγονος μιας γενιάς που δεν φοβάται ούτε χρόνο ούτε γηρατειά, βάδιζε στον αιώνα απτόητος. Και μας δημιουργούσε την ψευδαίσθηση πως …έχουμε καιρό.
Ήρθε μετά η πανδημία με τις καραντίνες να ανατρέπουν όλα μας τα σχέδια. Ήρθε όμως και το πλήρωμα του χρόνου για τον κ. Κωστή να μας αποχαιρετήσει.
Τα πρώτα σύννεφα φάνηκαν Δεκέμβρη του 2020 που χρειάστηκε να μεταφερθεί στο νοσοκομείο. Εκεί κατά την προσφιλή του μέθοδο αφηγείτο με τις ώρες στον ακούραστο άγγελό του την κόρη του τις ηρωικές στιγμές που έζησε. Άκουγαν και οι άλλοι άρρωστοι στο θάλαμο και οι συγγενείς τους και θαύμαζαν την εξαιρετική διαύγεια πνεύματος που τον χαρακτήριζε προνόμιο που είχε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο τελευταίος ήρωας της συγκλονιστικής μάχης, έφυγε από τη ζωή στις 8 του περασμένου Μάρτη, σε ηλικία 103 ετών!
Είχε γεννηθεί στο Ζαρό Ηρακλείου στις 8 Ιανουαρίου 1918.
Δεν προλάβαμε δυστυχώς να μιλήσουμε αλλά χάρις στη πρόνοια της κόρης του, από τις φωτισμένες εκπαιδευτικούς άλλωστε, να ηχογραφεί τις αναμνήσεις του πατέρα της μας διέσωσε ένα σπάνιο υλικό. Και το μεταφέρουμε σήμερα στο αφιέρωμά μας, μνημόσυνο στη μνήμη ενός ακόμα ήρωα και των συναγωνιστών του.
Όπως μου είπε συμπληρωματικά η κα Ρομπογιαννάκη – Κυδωνάκη, τα πρώτα χρόνια που είχε παντρευτεί (1976) και είχε έρθει στο Ρέθυμνο στις βόλτες που έκανε με τον πατέρα της στο Αρκάδι χαιρόταν να τον βλέπει έτσι συγκινημένο να της υποδεικνύει τις θέσεις στις οποίες είχαν καταυλιστεί ως στρατιώτες που ήρθαν για να πάρουν μέρος στη διαφαινόμενη μάχη.
Στην απομαγνητοφώνηση που έκανε για χάρη των αναγνωστών μας η καλή φίλη, άφησε το γλωσσικό ιδίωμα της περιοχής του Ζαρού, έτσι ώστε η αφήγηση να γίνεται περισσότερο οικεία, πιο αυθεντική. Και την ευχαριστούμε από καρδιάς γι’ αυτό.
Η μαρτυρία που παραθέτουμε ηχογραφήθηκε στις 23 Μαΐου του 2008, ενώ ο Κωστής Ρομπογιαννάκης ετοιμαζόταν για το ετήσιο προσκύνημά του στους χώρους που πολέμησε. Δεν άφησε να περάσει ούτε μια επετειακή εκδήλωση χωρίς να παραστεί.
Και μας αφηγείται ο αείμνηστος ήρωας:
Η άφιξη στην Κρήτη
– Εμείς είχαμε στρατευτεί μια εικοσαριά μέρες προτού μας σε κηρύξει η Γερμανία τον πόλεμο. Μας είχανε πάει στο Ναύπλιο. Εκεί στο Ναύπλιο κάναμε λίγη εκπαίδευση, όλα αυτά, μέχρι που άρχισαν και κατέβαιναν οι Γερμανοί προς τα κάτω. Όταν άρχισαν οι Γερμανοί και κατεβαίνανε προς τα κάτω, μας είπαν πρέπει να φύγουμε από δω πέρα, να κατεβούμε στην Κρήτη και μας εβάλανε, μεγάλη Παρασκή θυμούμαι, και μας εβάλανε στο βαπόρι και μας σε βγάλανε όξω από το λιμάνι και μας είχανε και περιμέναμε.
– Ε, επαέ θα μας σε σκοτώσουμε τώρα, μα δε μας επήρανε φαίνεται χαμπάρι και Σάββατο το απογευματάκι φύγαμε και την ημέρα της Λαμπρής εφτάξαμε στα Χανιά. Κι κει που εφτάξαμε δεν μας αφήνανε πάλι να κατεβούμε από το βαπόρι, γιατί περιμένανε λέει διαταγή, αλλά μια κοπανιά φτάνει ένα στούκας, και κάνει δυο τρεις αναγνωριστικές βόλτες από πάνω μας και λέμε επαέ θα γίνει μακελειό και θα μας σε σκοτώσουνε όλους και σπάσαμε και φύγαμε όλοι και πήγαμε απάνω στσι Μουρνιές και μετά λίγη ώρα πραγματικά το βαπόρι το κάψανε.
Πορεία προς Άδελε και Πηγή
Εκεί τώρα μαζευτήκαμε εκεί πέρα και μας σε λέει ο λοχαγός μας Νικόλαος Κατσιράκης λεγότανε:
– Παιδιά …θα πάμε στο Άδελε και στην Πηγή.
Έτσι παρέες παρέες, σαν τα πρόβατα, με τα πόδια, επήγαμε σε δύο μέρες, ντα θυμούμαι πόσο εκάμαμε να πάμε; Εκαταυλιστήκαμε εκειά σ’ ένα λιόφυτο και περιμέναμε τέλος πάντων εξελίξεις, να ‘ρθουνε οι Γερμανοί. Στις 20 του μήνα, κατά το απογευματάκι κατά τις 4:30 με 5:00 η ώρα, ήρθανε πρώτα τα στούκας και μυδραλιοβολήσανε και εφοβερίσανε τον κόσμο και μετά ερίξανε και ορισμένες βόμβες άλλα, και μετά ήρθανε τα μεγάλα και αρχίσανε και ρίχνανε αλεξιπτωτιστές. Μπροστά από μας ήταν οι Εγγλέζοι, αυτοί πήραν το μεγάλο στραπάτσο. Εμάς το βράδυ μας σε λέει ο λοχαγός μας.
– θα πάρετε τους γειλιούς σας, τα όπλα σας, γιατί έχομε πορεία. Και τρέχαμε όλη τη νύχτα και πήγαμε στη Βιράν Επισκοπή και φτάξαμε πρωί-πρωί στις 21. Εκεί είχε φαίνεται πληροφορηθεί ο λοχαγός μας ότι υπήρχανε Γερμανοί μέσα στην Επισκοπή. Ήτανε ένας δρόμος που έφευγε προς τα έξω, προς τα πίσω και λέει ο λοχαγός μια διμοιρία θα μείνει εδώ πέρα να παντά να μην γυρίσουνε πίσω οι Γερμανοί και οι άλλοι θα μπούμε στο χωριό με αέρα να δούμε αν είναι, να τσοι πιάσωμε. Εγώ έτυχε και ήκατσα με την ομάδα που περιμέναμε, να μην γυρίσουνε το ίσα πίσω. Με μια φωτοβολίδα, μ’ έναν πυροβολισμό, μας σε λέει, θα φωνάξουνε όλοι οι άλλοι που θα κυκλώσουνε το χωριό «Αέρα» και «Εφ όπλου λόγχη» και θα εξορμήσουνε μέσα. Ήτανε ορισμένοι Γερμανοί. Λίγοι ήτανε οι Γερμανοί, οι οποίοι εφύγανε από το δρόμο από την άλλη μεριά προς το Σταυρωμένο, όχι από κει που είμαστε εμείς. Εμείς επεριμέναμε, επεριμέναμε να μας ειδοποιήσουνε για ν’ ακολουθήσωμε κι εμείς το λόχο μα δε μας ειδοποιήσανε και μετά είχαμε ένα λοχία εκεί πέρα και μας σε λέει πάμε κι εμείς προς την κατεύθυνση που πάνε. Δεν θυμούμαι το όνομα του λοχία.
Επιστροφή στο Σταυρωμένο
Φεύγοντας από κει που μας είχε αφήσει ο λοχαγός επροχωρήσαμε, είδαμε δυο σκοτωμένους στο γύρο του δρόμου. Επροχωρήσαμε, εβρήκαμε το λόχο και πιάσαμε τα υψώματα από πάνω από το εργοστάσιο που ήταν εκεί πέρα στο Σταυρωμένο. Εκεί μέσα ήτανε Γερμανοί. Επιάσαμε τα υψώματα από πάνω και περιμέναμε διαταγές πότε θα έρθει η διαταγή, πότε θα κάνουμε επίθεση για να τους βγάλουμε από το εργοστάσιο.
Ένα απόγευμα είχανε συνεννοηθεί κάτι Εγγλέζοι με το διοικητή μας να κάνομε την επίθεση αλλά αυτός φαίνεται στο γυρισμό ο Εγγλέζος εσκοτώθηκε.
Αρχίσαμε να κάνομε την επίθεση αλλά αυτοί (οι Γερμανοί) είχανε ανεβεί στο ταβάνι, είχανε βγάλει τα κεραμίδια κι είχανε βάλει πολυβόλα κι εγαζώνανε. Δεν μας αφήνανε εμάς να ξεμυτίσουμε από κει που ήμαστανε.
Από δίπλα μου σκοτώθηκε ο κακομοίρης ένας Δασκαλάκης από το Ηράκλειο.
– Οι στρατιώτες που ήμασταν μαζί ήταν -από δω από την Κρήτη. Ήταν από το Ηράκλειο, ήταν από το Ρέθεμνος.
Ο Δασκαλάκης που είπαμε ήταν από το Ηράκλειο.
Ένας Λίβας εσκοτώθηκε κι αυτός κάτω στη γέφυρα. Νομίζω ότι ήτανε από τη Σαλονίκη.
Εκεί εσκοτώθηκε κι ο χωριανός μας ο Παπαδοβασιλάκης (από το Ζαρό), αλλά παραπέρα, σ’ ένα άλλο ύψωμα. Ήτανε κι ένας άλλος.Δεκάρα τονέ λέγανε κι ετραυματίστηκε.
Να ήτονε παρατσούκλι, δεν ξέρω. Εγώ θυμούμαι το λοχαγό μας που του ‘λεγε Δεκάρα, Δεκάρα θα σε κάμω Πεντάρα.
Αφού δεν εμπορούσαμε να προχωρήσωμε δεν επήγαμε.
Το βράδυ εφέρανε από το Χαμαλεύρι ένα ορειβατικό κανονάκι κι έναν όλμο και επισήμανε το εργοστάσιο κι έβανε κάθε πότε πότε μία βολίδα και όλη τη νύχτα γινότανε αυτό το πράμα, για να κάνουμε το πρωί την επίθεση να τους εξουδετερώσουμε. Αυτοί βέβαια δεν εμπορούσανε να μείνουνε στο εργοστάσιο μέσα και βγήκανε και πήγανε προς τα κάτω, στα χωράφια και το πρωί που κάναμε εμείς την επίθεση και Αυστραλοί, Εγγλέζοι, δεν ξέρω τι ήτανε, και πήγαμε κι εμείς, είχανε φύγει και είχανε βγει έξω από το εργοστάσιο και τσοι μαχώσανε προς τη θάλασσα και πιάσανε σαράντα. Τσοι σαράντα αυτούς τσοι παραλάβανε οι Αυστραλοί, οι Εγγλέζοι, δεν ξέρω τι ήτανε, και μετά αποσυρθήκαμε εμείς και πήγαμε σε μία λαγκαδιά. Εκεί ήτανε ένα πηγάδι με νερό και βγάλαμε εμείς νερό και πλυθήκαμε.
Εν τω μεταξύ ήρθανε αεροπλάνα και ρίξανε προκηρύξεις και γράφανε:
Προς τους κατοίκους της Κρήτης. Επληροφορήθημεν ότι οι Γερμανοί αιχμάλωτοι, οι οποίοι περιήλθαν εις χείρας σας εκακοποιήθηκαν κατά τον αισχρότερον και απανθρωπότερον τρόπον. Δέον να σημειωθεί ότι θα κατακαύσωμεν όλα τα χωρία εις τα οποία εκακοποιήθησαν οι στρατιώτες μας.
Εν τω μεταξύ τώρα από κει φύγαμε και πήγαμε πάλι από πάνω εκεί που ήμαστε. Και ένα απόγευμα μας σε λένε ετοιμαστείτε να φύγουμε. Πάλι προς τη Βιράν Επισκοπή. Δεξιά του δρόμου εκαταυλιστήκαμε… Και το βράδυ μας σε λέει ο λοχαγός μας:
– Από κει είναι μία χαράδρα και πρέπει να πάει μια ομάδα να φυλάξει μήπως έρθουνε οι Γερμανοί να λεηλατήσουν το χωριό και έτυχε και πήγα κι εγώ με αυτήν την ομάδα. Και μας σε λέει ο λοχαγός:
– Δε θα φύγει κανένας από κει πέρα, εκτός να σας ειδοποιήσουμε. Πήγαμε εμείς κι εφυλάξαμε σκοποί. Τη νύχτα ήρθε διαταγή ότι εκαταλήφθηκε η Κρήτη κι έφυγε ο λόχος και μας άφησε εμάς εκεί πέρα. Εβγήκε ο ήλιος και εμείς περιμέναμε, περιμέναμε…
– Βρε παιδιά δεν πάμε δύο νομάτοι να δούμε τι γίνεται;
Πήγανε λοιπόν 2 νομάτοι και γυρίσανε και είπανε:
– Αυτοί εφύγανε και εγκαταλείψανε τα πάντα εκεί πέρα. Να φύγωμε και εμείς.
– Πού θα πάμε βρε παιδιά;
– Θα πάμε πάλι στο Άδελε και στην Πηγή που είχαμε αφήσει τα πράγματα μας να δούμε τι γίνεται, μήπως ο λόχος επήγε εκεί πέρα.
Στο δρόμο που πηγαίναμε, μόλις είχαμε αντιπεράσει το δρόμο, είχαμε πάει παρακάτω, ακούσαμε βρούχος κι ερχότανε Γερμανοί με μοτοσυκλέτες κι αξωπίσω ακολουθούσαν αυτοκίνητα, αλλά εμείς τι θελα κάνωμε με τα τουφέκια που είχαμε; Εμείς δεν εμπορούσαμε να στήσουμε εκεί πέρα μάχη κι εφύγαμε.
Μία ομάδα ήμασταν, άλλωστε, 10 με 13 άτομα, με λιανά τουφέκια. Στο δρόμο που πηγαίναμε για να πάμε στο Άδελε και την Πηγή συναντήσαμε στρατιώτες. Άλλοι πηγαίνανε προς τα Χανιά και άλλοι προς το Ηράκλειο.
Μετέωροι στο πουθενά
– Πού πάτε βρε παιδιά; Λένε.
– Καταλήφθηκε η Κρήτη και φεύγομε και πάει ο καθένας στο σπίτι του.
Εμείς εξεκινήσαμε να πάμε για να πάρωμε τα ρούχα μας. Γιατί τα πολιτικά μας ρούχα τα ‘χαμε αφήσει εκεί πέρα γιατί είχαμε πάει στο Ναύπλιο με πολιτικά. Αλλά μας σε λένε μην πάτε γιατί εκεί είναι Γερμανοί. Δεν ξέρω μπα να μας το πάνε για φοβέρα. Από κει πήραμε τα βουνά με κατεύθυνση για το χωριό. Στο δρόμο που πηγαίναμε που παντήχναμε χωριά, μας έλεγανε
– αφήσετε τα όπλα σας επαέ, να αφήσετε τα ρούχα σας να σας σε δώσουμε άλλα ρούχα να βάλετε γιατί στο χωριό σας θα να ‘ναι Γερμανοί λέω εμείς δεν τ’ αφήνομε. Όταν πήγαμε στις Καμάρες, επήγα εγώ στης Πολύμνιας και τη ρώτησα.
– Ξέρεις αν είναι στο χωριό Γερμανοί; λέει
– Δεν είναι.
Και πήγαμε στο χωριό με τα όπλα μας όλα αυτά, δεν ήτανε κανείς στο σπίτι μας. Οι δικοί μας ήτανε στο Αλώνι. Τέλος πάντων εμαζευτήκαμε. Ύστερα εξεψειριαστήκαμε που ήμαστανε γεμάτοι ψείρες. Ύστερα ήρθανε οι Γερμανοί και είπανε να παραδώσωμε τα όπλα. Εφοβηθήκαμε μήπως κανείς μας σε προδώσει και τα παραδώσαμε και τελείωσε η υπόθεσή τους.
Οι άλλοι συμπολεμιστές
Για τους άλλους συμπολεμιστές του ο Κωστής Ρομπογιαννάκης από το Ζαρό συμπληρώνει:
Ο Μανώλης ο Παπαδοβασιλάκης ήταν χωριανός μας. Ήμαστανε μαζί στον ίδιο λόχο αλλά σε άλλη διμοιρία ο ένας και σ’ άλλη ο άλλος κι αλλού ήμουνα εγώ και αλλού αυτός. Σκοτώθηκε κοντά σε ένα χωριό που το λέγανε Καϊναρτζε. Δεν το μάθαμε να πάμε να τον δούμε και να τον θάψουμε. Πρέπει, τονέ πήρανε οι χωριανοί και τον εθάψανε. Όταν εγώ εγύρισα στο χωριό ήρθε ο κακομοίρης ο κύρης του κι έκλαιγε και με ρώταγε. Εφόριε ένα μαύρο μαντήλι στην κεφαλή του δεμένο, σαν τη γυναίκα, για πένθος. Του είπα ο,τι κάτεχα και τον επαρηγόρησα.
Στη μάχη τώρα του Σταυρωμένου, άλλοι στρατιώτες από το Ζαρό, ήτανε, εκτός από μένα και τον Παπαδοβασιλάκη ο Γιώργης ο Παπουτσάκης (του Τζαγκάρη), ο Γιώργης ο Χαλκιαδάκης (Δημογέροντας).
Ήτανε κι από τη Γέργερη ο Αντώνης Εμμ. Φραγκιαδάκης, ο Παυλής ο Παπαχατζάκης και ο Δασκαλάκης Κωνσταντίνος (Κατσούνας).
Μια επιτυχής αποστολή
Από τις αποστολές που του είχαν ανατεθεί ο Κωστής Ρομπογιαννάκης θυμόταν μια φορά πριν χτυπήσουνε στο Σταυρωμένο που τον κάλεσε ο λοχαγός του και του ανέθεσε να μεταφέρει ένα σημείωμα σ’ έναν αξιωματικό στο Χαμαλεύρι. Του ζήτησε αυστηρά να μην το διαβάσει και να το προσέχει σαν τα μάτια του. Αν τώρα δει Γερμανούς να έρχονται να το μασήσει και να προσπαθήσει να το καταπιεί για να μην πέσει στα χέρια τους
Ευτυχώς η αποστολή του εστέφθη με επιτυχία χωρίς να συναντήσει κανέναν εχθρό στο δρόμο του.
Οι γνώστες της ιστορία μας κι όσοι μελέτησαν τον Μάρκο Πολιουδάκη που είχε συζητήσει με τον Ρομπογιαννάκη, είχε δεχθεί μάλιστα από αυτόν κι ένα κειμήλιο από τη μάχη για τη συλλογή του θα διαπιστώσει μια απόλυτη ακρίβεια στοιχείων και μια επιβεβαίωση ιδιαίτερα στην ενότητα που αφορά την αιχμαλωσία του Alfred Sturm.
Είναι εντυπωσιακό μάλιστα το γεγονός ότι οι στρατιώτες δεν ξέρουν τίποτα για την έκβαση κάθε επιχείρησης. Αναφέρει ο Ρομπογιαννάκης για τη σύλληψη καμιά σαρανταριά εχθρών αλλά φαίνεται να αγνοεί ποιος ήταν ανάμεσά τους και πόσο στοίχισε στο γόητρο των ναζί η αιχμαλωσία του διοικητή των αλεξιπτωτιστών. Οι στρατιώτες μας απλά πολεμούσαν. Αυτοί πολεμούσαν και σώπαιναν. Άλλοι είχαν το λόγο για λήψη αποφάσεων που μερικές φορές καλύτερα να τους έλειπε.
Πηγές:
Ευχαριστούμε από καρδιάς την εκπαιδευτικό κα Βάλια Ρομπογιαννάκη – Κυδωνάκη που μας εμπιστεύθηκε αυτή τη σπάνια μαρτυρία από το οικογενειακό της αρχείο. Θα καταχωρηθεί κι αυτή στα χρονικά της θρυλικής μάχης ως αιώνιο μνημόσυνο του ήρωα Κωστή Ρομπογιαννάκη και των συναγωνιστών του.