Ούτε για τ’ όνομά μου είμαι σίγουρος, ούτε για την εποχή που ζω. Έστω κι αν δεν είναι το βαφτιστικό μου, νομίζω ότι κανονικά θα πρέπει να με φωνάζετε Σίσυφο. Γιατί; Πάντως όχι διότι θεωρώ τον εαυτό μου πολύξερο (Σίσυφος θα πει πολύ σοφός), αλλά διότι εδώ και πολύν καιρό δουλεύω συνεχώς χωρίς καμιάν ανταμοιβή και ο βράχος που σπρώχνω προς την κορυφή του βουνού πάντα την τελευταία στιγμή μου ξεφεύγει και κυλάει κάτω στου βουνού τους πρόποδες. Δηλαδή δουλεύω χωρίς ανταμοιβή, χωρίς ελπίδα. Αυτό ακριβώς δεν έκανε και ο μυθικός Σίσυφος των αρχαίων ελλήνων;
Ας θυμηθούμε τον Σίσυφος του μύθου. Επειδή πρόδωσε λέει τα μυστικά των θεών στους θνητούς, καταδικάστηκε από τον Δία να κυλάει έναν τεράστιο βράχο στην πλαγιά ενός λόφου από κάτω προς τα επάνω. Όταν όμως ο βράχος πλησίαζε την κορυφή, πάντα του ξέφευγε από τα χέρια και αναγκαζόταν να αρχίζει πάλι από την αρχή.
Είμαι ακριβώς έτσι όπως με φαντάζεστε: Καταϊδρωμένος («κατά δ’ ιδρώς έρρεεν εκ μελέων» όπως το λέει ο αρχαίος) και εξουθενωμένος, σ’ έναν αγώνα άνισο με τη μοίρα στην οποία ο …Δίας με καταδίκασε.
Μοχθώ μάταια. Η τιμωρία της χωρίς όφελος και ελπίδα εργασίας, είναι το τίμημα που πληρώνω για την πανουργία και την πονηριά κάποιων, που πολιτεύτηκαν με ιδιοτέλεια και αδιαφάνεια και τώρα κάνουν τους «αδιάφορους» αλλά …τι λέω, τι σημασία έχει τώρα πια!
Ο Σίσυφος λοιπόν (δηλαδή εγώ, εσύ, οι περισσότεροι έλληνες) τελικά αποκοιμιέται, ναρκωμένος από τον επαναλαμβανόμενο και μονότονο ρυθμό της εργασίας του, αποδέχεται σα φυσικό το μοιραίο και ξεχνά τόσο την αιτία των προσπαθειών του, όσο και τη θέληση της ελευθερίας του από τον φαύλο κύκλο στον οποίο βρίσκεται εγκλωβισμένος. Ο μηχανικά δρων πλέον Σίσυφος (δηλαδή εγώ, εσύ, οι περισσότεροι έλληνες) είναι ήδη υπνωτισμένος και ανίσχυρος να επιτελέσει οποιαδήποτε νέα δολιοφθορά εναντίον των θεών, τους οποίους, αντιθέτως, μπορεί κάλλιστα να φτάσει να δοξάζει για τον «επιούσιον» που του χαρίζουν, παρότι είναι στην πραγματικότητα πεθαμένος ή ονειρεύεται υπνωτισμένος ότι ζει. Μπορεί ακόμα μέσα στον ύπνο του να νιώσει υπεράνθρωπος που μπορεί και επιτελεί καθημερινά τη θαυμαστή αυτή πράξη της ανύψωσης του βράχου στην κορυφή του βουνού, μπορεί να δώσει νόημα και σκοπό στο βάσανό του…
Ο Σίσυφος (δηλαδή εγώ, εσύ, οι περισσότεροι έλληνες) εκτός του ότι έχομε πεισθεί να δουλεύομε χωρίς ανταμοιβή, χωρίς ελπίδα, έχομε επίσης αποδεχτεί αδιαμαρτύρητα και άλλη μια πραγματικότητα: Έχομε αποδεχθεί να ταχθούμε αναφανδόν και χωρίς συζήτηση υπέρ του «αδιαπραγμάτευτου» ευρώ. Μας έχουν πείσει ότι αυτό είναι το καλύτερο για μας, χωρίς φυσικά να μάς δίδουν οποιαδήποτε απόδειξη γι αυτό. Οποιοδήποτε άλλο νόμισμα είναι ρητά μιασματικό, αποκηρυγμένο, επικηρυγμένο, τρισκατάρατο.
Εγώ, ο Σίσυφος, σας χαιρετώ και καλώ όλους εσάς τους ομοιοπαθείς νεοέλληνες Σίσυφους να συνεχίσουμε αδιαμαρτύρητα τη σιωπηλή, μονότονη, διατεταγμένη αποστολή μας. Κάθε πρωί θα ξεκινούμε – χωρίς ερωτήσεις παρακαλώ – να σπρώχνομε τον τεράστιο βράχο απ’ το ριζοβούνι προς την κορυφή. Κάθε βράδυ, κατάκοποι, ακολουθώντας τη μοίρα που μας όρισαν οι «θεοί» θα παρακολουθούμε τον βράχο να μας ξεφεύγει και να κυλάει κάτω στο ριζοβούνι.
Αλλά ήδη σας έχω πει πάρα πολλά και ανώφελα πράγματα. Πρέπει να επιστρέψω στην εργασία μου. Λυπάμαι που κάποιοι φίλοι μου θα με σταματήσουν στον δρόμο και θα με πουν για μια ακόμη φορά «απαισιόδοξο». Δεν πειράζει. Όλα θα ξεκαθαρίσουν στην πορεία. Κάποτε θα το καταλάβουν ότι είμαστε όλοι …Σίσυφοι, αιχμάλωτοι του μύθου και της αυταπάτης.
*Ο Μανόλης Καλλέργης είναι γιατρός