Λίγο καιρό πριν, το πρώτο εγκεφαλικό τον έχει καταβάλει, όμως αυτός θέλει να ευχηθεί στη Μάρω και στην κόρη τους Μυρσίνη. Στο δρόμο γυρνά προς τον πατέρα του: «Μπαμπά θα έρθεις να με πάρεις από το αεροδρόμιο όταν επιστρέψω;». «Και που θα ξέρω παιδί μου πότε θα ‘ρθεις;», απαντά ο πατέρας του. «Θα σου τηλεφωνήσω», λέει τότε εκείνος. Έμεινε το βράδυ στο σπίτι της Μάρως και της Μυρσίνης. Το άλλο πρωί, στο ασανσέρ έγειρε το κεφάλι του στη Μάρω. «Μάρω φοβάμαι πως αυτό το ταξίδι στη Μόσχα θα ‘ναι το τελευταίο. Φοβάμαι πως δε θα ξαναγυρίσω…», της εξομολογήθηκε. Την ίδια μέρα, στις 16 Αυγούστου, παίρνει το αεροπλάνο για τη Μόσχα. Από εκεί θα στείλει το τελευταίο του σημείωμα. Παραλήπτης θα είναι η αγαπημένη του κόρη. Στις 7 Σεπτεμβρίου 1982, κι ενώ νοσηλεύεται στη Ρωσία, παθαίνει δεύτερο εγκεφαλικό. Δέκα μέρες μετά, στις 17 Σεπτεμβρίου του 1982, ο Μάνος Λοΐζος φεύγει απ τη ζωή. Ήταν 44 χρονών.
Σαν σήμερα λοιπόν, πριν 31 χρόνια, «έσβησε» ένας από τους μεγαλύτερους συνθέτες της σύγχρονης ελληνικής μουσικής. «Αν ήταν από μια μεριά εκείνο το απόγευμα του Σεπτέμβρη στο νεκροταφείο κι έβλεπε ότι αρκετοί από τους «διάσημους» και τους «σπουδαίους» που τον περιστοίχιζαν στο φέρετρο του, είχαν μόνο το ‘να μάτι δακρυσμένο- αυτό το μάτι που κοίταζε την κάμερα της Τηλεόρασης- ενώ τ’ άλλο, τ άφηναν να γυροφέρνει αδιάφορο, καθημερινό, κουρασμένο, στα λουλούδια της κάσας, θα τον έπιανε πανικός. Παρ’ όλα αυτά, θα κάγχαζε. Και τραβώντας απ’ το μανίκι το Μέγκουλη, το ράφτη, θα σήμαινε συναγερμό: «Πάμε να φύγουμε γρήγορ’ από ‘δω! Να γλιτώσουμε! Ζαλίζομαι-θα πέσω κάτω απ’ την αηδία», γράφει ο στενός του φίλος και συνεργάτης, δημοσιογράφος Λευτέρης Παπαδόπουλος, στο βιβλίο του «Μάνος Λοΐζος». Ποιός ήταν όμως ο Λοΐζος και ποια η διαδρομή του μέχρι τις 17 Σεπτεμβρίου του 1982;
Η Αλεξάνδρεια και η ιστορία του γεροβιολιτζή
Καταρχήν ήταν κυπριακής καταγωγής. Γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου του 1937 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Μετά το δημοτικό, ξεκινά τη φοίτηση του στο «Αβερόφειο Γυμνάσιο» και έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τη μουσική σε ηλικία 14 ετών. «Στην Αλεξάνδρεια που γεννήθηκα, περνούσε σχεδόν κάθε μέρα από το δρόμο που μέναμε ένας γεροβιολιτζής» , εξιστορεί, ο ίδιος, σε συνέντευξη του, το Φεβρουάριο του 1974, στο περιοδικό «Τετράδιο». Τα παιδιά της γειτονιάς καθημερινά περιτριγύριζαν το γέρο «με την άσπρη κελεμπία και τον άσπρο σκούφο», που τα μάγευε με τη δεξιοτεχνία του. Πουλούσε χειροποίητα βιολάκια κι ο μικρός Μανώλης δεν θα ησύχαζε, αν ο πατέρας του δεν του αγόραζε ένα. «Από τότε βάλθηκα να μάθω βιολί, αλλά που. Το όργανο αυτό έπαιζε μόνο στα χέρια του γέρου που το ‘φτιάχνε. Ώσπου βρέθηκα μια μέρα μ’ ένα αληθινό βιολί και άρχισα κανονικά μαθήματα. Μετά ήρθε στο σπίτι και μια κιθάρα και μετά αποκτήσαμε και πιάνο. Κόντευα πια να γίνω ένας σπουδαίος μουσικός!».
Τα πρώτα χρόνια στην Αθήνα
Από το Γυμνάσιο αποφοιτεί το 1955 και το καλοκαίρι του ίδιου έτους φτάνει στην Αθήνα. Μαζί με άλλα τρία παιδιά νοικιάζουν ένα σπίτι στο Κολωνάκι και γράφεται στη Φαρμακευτική. «Δεν κάνεις για φαρμακοποιός, είσαι τσαπατσούλης, παράτα τα- καμιά μέρα θα δώσεις λάθος φάρμακο, σε κάνα άρρωστο και θα τον στείλεις στον τάφο», του έλεγαν. Μα το γνώριζε και ‘κείνος. Την επόμενη χρονιά εγκαταλείπει τη Φαρμακευτική και γράφεται στην ΑΣΟΕΕ. Το 1958, στη Νέα Σμύρνη, με ένα νοικιασμένο πιάνο οι συγκάτοικοι, Φώτης Κωνσταντινίδης και Μάνος Λοΐζος, καταπιάνονται με τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι και έρχονται σε επαφή και με το ρεμπέτικο. Το 1960 εγκαταλείπει και τις σπουδές στην Εμπορική. Χωρίς τη φοιτητική ιδιότητα, ο πατέρας του, σταματά να τον ενισχύει οικονομικά. Αναγκάζεται να δουλέψει σαν γκαρσόνι κι αργότερα σαν γραφίστας, αφού για ένα διάστημα μεταξύ ‘61-’62 φοιτά και στη σχολή «Βακαλό». Παράλληλα έχει ξεκινήσει και η συνθετική του δραστηριότητα. Εκείνη την περίοδο διαβάζει και μελοποιεί το «Το τραγούδι του Δρόμου» του Λόρκα. Εντωμεταξύ ο Πλέσσας ενδιαφέρεται πολύ για το νεαρό συνθέτη. Με δική του βοήθεια τελικά κυκλοφορεί αρχές του 1962 από την εταιρεία «Φιντέλιτυ», ο πρώτος μικρός δίσκος του Λοΐζου, σε ερμηνεία Γιώργου Μούτσιου. Την άνοιξη του ίδιου έτους, ο ίδιος, η Φαραντούρη, ο Σαββόπουλος, ο Λαδής, ο Μάνος Ελευθερίου και πολλοί άλλοι νέοι τότε καλλιτέχνες ιδρύουν το «Σύλλογο Φίλων Ελληνικής Μουσικής(ΣΦΕΜ)». Ο Μίκης Θεωδοράκης θα χρησιμοποιήσει τη χορωδία του ΣΦΕΜ, υπό τη διεύθυνση Λοΐζου, στην επιθεώρηση «Όμορφη Πόλη», το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς.
Το 1964 τον βρίσκει να δουλεύει σε μια από της μπουάτ της εποχής, τη «Στοά». Εκεί θα γνωριστεί με την Κωστούλα Μητροπούλου, που θα του δώσει τους στίχους για το «Δρόμο» και το «Στρατιώτη». Τα δύο αυτά τραγούδια μαζί με τον «Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο» και το «Ακορντεόν» θα αποτελέσουν τη «σφραγίδα» ύφους και ικανότητας του Λοΐζου και πλέον σήμερα συγκαταλέγονται στις κλασικές νεοελληνικές συνθέσεις. Ο δεύτερος δίσκος του κυκλοφορεί το 1965, χρονιά κατά την οποία παντρεύεται τη πρώτη του γυναίκα Μάρω Λήμνου. Το ‘66 έρχεται στον κόσμο η κόρη του Μυρσίνη. Εντωμεταξύ ο Λοΐζος συνθέτει ανάμεσα σε άλλα το «Καράβια Αλήτες», ενώ, γράφει και μουσική σε θεατρικά έργα. Αρχές του 1967, ετοιμάζει τα «Νέγρικα», σε στίχους Γ. Νεγρεπόντη, μα τα τραγούδια θα μείνουν ακυκλοφόρητα, ως το 1975, αφού το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου αλλάζει τα δεδομένα. Το Σεπτέμβρη του ‘67, έπειτα από τις πρώτες διώξεις και τη σύλληψη του Μίκη Θεωδοράκη ένα μήνα πριν, φεύγει για την Αγγλία.
Η επιστροφή από την αυτό-εξορία
Δεν μπορεί να παραμείνει στο Λονδίνο, έτσι το 1968 επιστρέφει στην Αθήνα και το φθινόπωρο κυκλοφορεί και το δίσκο «Σταθμός». Από το 1970 ξεκινά να ερμηνεύει και ο ίδιος τις συνθέσεις του στον δίσκο του «Θαλασσογραφίες», όπου τραγουδά το «Σεβάχ ο Θαλασσινός». Ο Λοΐζος πέρα από τις μπουάτ, τα θέατρα και τις συναυλίες, που συμμετείχε, περνά το 1971 και στον κινηματογράφο. Πιο χαρακτηριστικό στίγμα της περιόδου το «Ζεϊμπέκικο» γραμμένο στα πλαίσια της ταινίας «Ευδοκία», του Αλέξη Δαμιανού. Την επόμενη χρονιά κυκλοφορεί ο τρίτος του δίσκος σε ερμηνεία Καλατζή και Νταλάρα, με χαρακτηριστικά τραγούδια το «Ήλιε μου σε παρακαλώ» και «ο Λιόντας». Το 1974 σημαδεύεται από το «Καλημέρα Ήλιε», τραγούδι αλλά και τίτλος του ομωνύμου δίσκου.
Παράλληλα κυκλοφορεί η δουλειά του «Τα τραγούδια του Δρόμου» και την επόμενη χρονιά γίνονται γνωστά τα «Νέγρικα», που τόσα χρόνια λόγω συνθηκών έμεναν στην αφάνεια. Την ίδια χρονιά οι γιατροί για πρώτη φορά θα διαγνώσουν «νεφρική ανεπάρκεια» και «προβλήματα στην πίεση» του έλληνα συνθέτη. Αυτός όμως δεν πτοείται. «Έμπαινε συνεχώς σ’ ένα δικό του κόσμο. Παρατηρούσα πως συχνά, βρισκόταν σε μια κατάσταση μέθης. Και καλλιεργούσε την ιδέα ότι ήταν αθάνατος. Ότι μπορούσε να κάνει οποιαδήποτε κατάχρηση, να μπει σε οποιαδήποτε συγκινησιακή περιπέτεια και να βγει χωρίς απώλειες», αναφέρει ο παιδικός φίλος του Μάνου Λοΐζου, Φώντας Κωνσταντινίδης. Το 1978 παντρεύεται τη δεύτερη σύζυγο του, ηθοποιό, Δώρα Σιτζάνη. Ξεκινά να δουλεύει με την Χαρούλα Αλεξίου και το 1979 κυκλοφορεί ο δίσκος «Τα τραγούδια της Χαρούλας», δουλειά «σταθμός» της ελληνικής δισκογραφίας. Σε αυτή βρίσκει κανείς το τραγούδι ο «Φαντάρος» και το «Τίποτα δεν πάει χαμένο», μεταξύ άλλων. Η τελευταία του δουλειά τιτλοφορείται με τη φράση «Για μια μέρα ζωής», με τραγούδια όπως το «Σ’ ακολουθώ» και το «Κι αν είμαι Ροκ». Οι ηλεκτρικές συνθέσεις θα αποτελέσουν τον τελευταίο, ανολοκλήρωτο, πειραματισμό του Μάνου Λοΐζου. Επίσης δεν θα καταφέρει τελικά να κυκλοφορήσει τα μελοποιημένα ποιήματα του Ναζίμ Χικμέτ, του διάσημου Τούρκου ποιητή, τα οποία θα κυκλοφορήσουν μετά τον θάνατο του. Η υγεία του συνεχώς επιδεινώνεται. Παρ’ όλ’ αυτά ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο, ενώ το 1981 δίνει την τελευταία συναυλία του, μαζί με τους Μικρούτσικο και Λεοντή. Η αρχή του τέλους όμως έχει ξεκινήσει.
Η πορεία προς το τέλος
Στις 8 Ιούνιου του 1982 εισάγεται στο Γενικό Κρατικό ύστερα από εγκεφαλικό. Ο φίλος του Λευτέρης Παπαδόπουλος γράφει για εκείνη τη μέρα: «Για να διασκεδάσω όμως την κατάσταση και να δώσω κουράγιο στο Μάνο το ρίχνω στην πλάκα» λέγοντας του «δεν έχεις τίποτα. Κι εγώ, χ……α απ’ το φόβο μου, έτσι όπως σε είδα. Επειδή έχασε η κ…ο-ομάδα σου ο ΠΑΟΚ;», άρχισε να γελάει… Ο Μάνος φάνηκε να πείσθηκε. Λέει «εντάξει». Δεν του άρεσε όμως και πολύ η ιδέα του νοσοκομείου».
Στις 16 Αυγούστου αναχωρεί για τη Μόσχα προκειμένου να δει ειδικούς γιατρούς. Όσο νοσηλεύεται εκεί, παθαίνει και δεύτερο εγκεφαλικό στις 7 Σεπτεμβρίου. Οι γιατροί στη Μόσχα προσπαθούν να τον κρατήσουν στη ζωή. Τελικά στις 17 Σεπτεμβρίου και τρεις το απόγευμα, ο Μάνος Λοΐζος χάνει τη μάχη για τη ζωή. «Μένω σ’ αυτό το τελευταίο: «Καλλιεργούσε την ιδέα ότι ήταν αθάνατος». Και ρωτάω…», γράφει στον επίλογο του βιβλίου του ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, «…Πέθανε ο Μάνος Λοίζος;». Ένα τραγούδι δικό του, «Λίγα γαρούφαλλα» με το άρωμα τους, σήμερα 31 χρόνια μετά, για τον έλληνα συνθέτη γιατί, όπως έλεγε, «ο στίχος σ’ ένα τραγούδι είναι ότι το άρωμα για το λουλούδι».
(Πηγές: Λευτέρης Παπαδόπουλος, «Μάνος Λοΐζος», εκδ. Κάκτος, 1983 και Θανάσης Συλίβος, «Μάνος Λοΐζος…η δική του ιστορία», εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1997)